Η ταινία «Την Έλεγαν Μαρία» (πρωτότυπος τίτλος: «Maria») της Jessica Palud, που έκανε πρεμιέρα στο επίσημο πρόγραμμα Cannes Premiere του Φεστιβάλ Κανών 2024, αποτελεί ένα διεισδυτικό πορτρέτο της ηθοποιού Maria Schneider. Εμβαθύνει στη σοκαριστική εμπειρία που βίωσε η νεαρή ηθοποιός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της πασίγνωστης ταινίας «Το Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» το 1972 με συμπρωταγωνιστή τον Marlon Brando.
Η Palud, βασιζόμενη στο βιβλίο «Ma Cousine Maria Schneider» της Vanessa Schneider –ανιψιάς της ηθοποιού και γνωστής δημοσιογράφου/συγγραφέα– που κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2018, φέρνει στο φως, αρκετές δεκαετίες μετά, την ευάλωτη ψυχοσύνθεση μιας νεαρής γυναίκας που βρέθηκε εντελώς ανυποψίαστη μέσα στη δίνη μιας ανελέητης εκμετάλλευσης του λαμπερού, αλλά συχνά σκληρού, χώρου του θεάματος.
Αν και το έργο εστιάζει στην αρχή της τραυματικής πορείας της Maria Schneider, αξίζει να σημειωθεί ότι η καριέρα της ηθοποιού συνεχίστηκε για δεκαετίες μετά το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι». Η Schneider συμμετείχε κυρίως σε πιο ανεξάρτητες και ευρωπαϊκές παραγωγές, μακριά από το Χόλιγουντ.
Μερικές από τις πιο αξιόλογες ταινίες της φιλμογραφίας της είναι: «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» (1975) του Michelangelo Antonioni με τον Jack Nicholson, «Άγριες Νύχτες» (1992) του Cyril Collard, «Τζέιν Έιρ» (1996) του Franco Zeffirelli, «Bunker Palace Hotel» (1989) και «La Clef» (2007), μία από τις τελευταίες της εμφανίσεις.
Σκηνοθεσία, Ατμόσφαιρα και Εποχή
Αν και η ταινία του 1972 απαγορεύτηκε προσωρινά σε κάποιες χώρες λόγω της τολμηρότητάς της την εποχή που πρωτοπροβλήθηκε, η Jessica Palud χειρίζεται το ευαίσθητο θέμα της κακοποίησης με διακριτικότητα και ενσυναίσθηση, εστιάζοντας εμφατικά στην ψυχολογική διάσταση του τραύματος της Μαρίας και αποφεύγοντας την εύκολη οδό της παράθεσης άσκοπων ερωτικών σκηνών.
Η σκηνοθεσία της έχει διακριτά χρονολογικά άλματα, είναι υποβλητική, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα ασφυξίας που αντικατοπτρίζει την εσωτερική κατάσταση της ηρωίδας. Οι σκηνές από τα γυρίσματα του «Τελευταίου Ταγκό» υποδηλώνουν την απειλή και την έλλειψη ελέγχου, επιλέγοντας να δείξουν τις συνέπειες του τραύματος παρά την πράξη του.
Το έργο μεταφέρει τον θεατή μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ξεκινώντας από την εφηβική ζωή της Μαρίας στο Παρίσι και την πρώιμη επαφή της, σε ηλικία μόλις 16 ετών, με το μποέμ περιβάλλον του κινηματογράφου. Στη συνέχεια, η αφήγηση μεταφέρεται στην ασφυκτική ατμόσφαιρα των γυρισμάτων στη Ρώμη, όπου το διαμέρισμα μετατρέπεται σε χώρο ψυχολογικής πίεσης και εγκλεισμού, ενισχύοντας την αίσθηση της παγίδας.
Η αναπαράσταση της εποχής είναι εξαιρετική. Τα κοστούμια, τα χτενίσματα και το μακιγιάζ παραπέμπουν με απόλυτη ακρίβεια στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τα παντελόνια-καμπάνα και τα εμπριμέ πουκάμισα μέχρι τα χαρακτηριστικά χτενίσματα και το φυσικό μακιγιάζ, κάθε λεπτομέρεια συμβάλλει στην αληθοφάνεια, βυθίζοντας τον θεατή στο κλίμα εκείνης της περιόδου των έντονων αλλαγών.
Ερμηνείες και Σημεία που Ξεχωρίζουν
Σημείο αναφοράς της ταινίας είναι η ερμηνεία της Anamaria Vartolomei στον ρόλο της Maria Schneider. Η Vartolomei είναι καθηλωτική, αποδίδοντας με απίστευτη ακρίβεια όλη την κλιμάκωση των σταδίων που βίωσε στην πραγματικότητα η ηθοποιός. Περνάει με χαρακτηριστική ευκολία στον θεατή την αθωότητα, την ευαισθησία, την αρχική γοητεία, την περιέργεια, την αγωνία και εν τέλει την κατάρρευση της Schneider.
Κατορθώνει να μεταφέρει το συναισθηματικό βάρος του ρόλου, κάνοντας τον θεατή να συμπάσχει βαθιά με τον χαρακτήρα της. Η ερμηνεία της είναι τόσο πειστική που αναδεικνύει την τραγωδία της Μαρίας με τρόπο που συγκλονίζει. Η Vartolomei, η οποία έγινε γνωστή από την εξαιρετική της ερμηνεία στην ταινία «Το Γεγονός» («L’événement»), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Γαλλίδας συγγραφέα Annie Ernaux, τιμημένης με το Nobel Λογοτεχνίας 2022, έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της για τον ρόλο της Μαρίας πως «ένιωσε μεγάλη ευθύνη να αποδώσει δικαιοσύνη σε αυτή τη γυναίκα που δεν ακούστηκε ποτέ πραγματικά».
Ο Matt Dillon ως Marlon Brando αποδίδει μια πραγματικά εξαιρετική και λεπτομερή ερμηνεία. Η μεταμόρφωσή του είναι αριστοτεχνική, όχι μόνο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει τις ιδιοτροπίες, το βλέμμα, ακόμα και την ομιλία του θρυλικού ηθοποιού.
Αν και ο ρόλος του είναι μικρός σχετικά σε έκταση, ο Dillon μεταφέρει με αξιοσημείωτη προσπάθεια την πολυπλοκότητα του Brando – τόσο την επιρροή και το κύρος του όσο και την αδιαφορία του για τις συνέπειες των πράξεών του στην ψυχολογία της νεαρής συμπρωταγωνίστριάς του.
Η παρουσία του είναι επιβλητική, αλλά χωρίς να επισκιάζει την κεντρική ιστορία της Μαρίας. Ο Dillon, μιλώντας για την προσέγγιση του συγκεκριμένου ρόλου, ανέφερε ότι σκοπός του ήταν να μη δαιμονοποιήσει τον ηθοποιό, αλλά να δείξει έναν άνθρωπο που υπήρξε «προϊόν της εποχής του» και που είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη Μαρία, η οποία, από την πλευρά της, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη θέση ισχύος του.
Ο Yvan Attal στον ρόλο του Bernardo Bertolucci είναι επίσης πειστικός, αναδεικνύοντας την αλαζονεία και την εμμονή του σκηνοθέτη στην επίτευξη του καλλιτεχνικού του οράματος, αδιαφορώντας για το ανθρώπινο κόστος. Ο Attal έχει δηλώσει ότι η πρόκληση ήταν να υποδυθεί έναν χαρακτήρα που «υπήρξε σύμβολο για μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών», αλλά και που φέρει ένα βαρύ φορτίο ιστορικής ευθύνης.
Ιδιαίτερη αίσθηση στην ταινία μου προκάλεσαν επίσης: η φωτογραφία του Barnabé Wass, που καταφέρνει να δημιουργεί ενισχυτικές εικόνες της ατμόσφαιρας της ταινίας, ο φωτισμός και η επιλογή της χρωματικής παλέτας, στοιχεία που συμβάλλουν στην ανάδειξη των συναισθημάτων της Μαρίας, συχνά με σκούρους τόνους που υποδηλώνουν την επερχόμενη ζοφερή πραγματικότητα. Ξεχώρισα και τη διακριτική αλλά ουσιαστική μουσική του Benjamin Biolay, που συμπληρώνει τις εικόνες ενισχύοντας το δραματικό στοιχείο, χωρίς όμως να επισκιάζει την ιστορία. Οι μελωδίες του συνεισφέρουν στην εσωτερική διάθεση της ταινίας, υπογραμμίζοντας τη μελαγχολία και την ευθραυστότητα της Μαρίας.
Ένας Επίκαιρος Θεματικός Άξονας
Η ταινία «Την έλεγαν Μαρία» υπερβαίνει τα όρια μιας απλής βιογραφίας, αναδεικνύοντας τη διαχρονική σημασία της ιστορίας της Maria Schneider ως μιας σημαντικής προσθήκης στη συζήτηση για την εκμετάλλευση στον χώρο του κινηματογράφου και την επιτακτική ανάγκη για συναίνεση.
Λειτουργεί ως μια ισχυρή υπενθύμιση της ευθύνης των δημιουργών απέναντι στους ηθοποιούς τους. Μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι πίσω από τους ρόλους και τις ταινίες κρύβονται ανθρώπινες ψυχές που μπορεί να υποστούν ανεπανόρθωτες βλάβες – ένα μήνυμα που αντηχεί ιδιαίτερα έντονα στην εποχή μας, όπου οι συζητήσεις γύρω από το #MeToo είναι πιο επίκαιρες από ποτέ.
Είναι μια συγκινητική, ώριμη και εξαιρετικά σημαντική ταινία. Η Jessica Palud έχει σκηνοθετήσει ένα έργο με βαθιά ευαισθησία και σεβασμό, αναδεικνύοντας τη δύσκολη ιστορία της Maria Schneider με τρόπο που προσκαλεί σε προβληματισμό και ενσυναίσθηση. Η εκπληκτική ερμηνεία της Anamaria Vartolomei, που αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας, αλλά και του Matt Dillon που προσωπικά απόλαυσα ιδιαίτερα, την καθιστούν μία από τις πιο αξιοσημείωτες ταινίες της χρονιάς.
Αξίζει να τη δει κανείς όχι μόνο για την καλλιτεχνική της αρτιότητα και την εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής μέσα από τα κοστούμια και το μακιγιάζ, αλλά κυρίως για το βαρυσήμαντο κοινωνικό μήνυμα που μεταφέρει. Προσθέτει μια νέα, πιο ανθρώπινη διάσταση σε μια ιστορία που μέχρι πρότινος είχε ερμηνευτεί συχνά μέσα από το πρίσμα του σκανδάλου και όχι του ανθρώπινου πόνου.
* Η ταινία (Διανομή: Rosebud21) προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Διαβάστε επίσης στηναθηΝΕΑ:
Ο James, ο Μισισιπής και το Αδιέξοδο του «Να Μείνω ή Να Φύγω»
Τι θα Έλεγε ο Schopenhauer για τα Καλοκαιρινά Αναγνώσματα της αθηΝΕΑς;