«Την αγαπούσα απεριόριστα για 40 χρόνια. Ακόμα την αγαπώ. Δεν την αγαπούσα για 10. Κατά τους βιασμούς της, την άκουγα να λέει “όχι”, αλλά συνέχιζα. Παραδέχομαι τις κατηγορίες στο σύνολό τους […] είμαι ένας βιαστής όπως όλοι οι άλλοι σε αυτή την αίθουσα».
Οι φράσεις ανήκουν στον Dominique Pelicot, τον 71χρονο άντρα ο οποίος, όπως ομολόγησε, νάρκωνε επί 10 χρόνια τη συζυγό του και καλούσε άλλους άνδρες στο σπίτι του για να βιάζουν την σε κατάσταση αναισθησίας γυναίκα του ενώ εκείνος βιντεοσκοπούσε.
Περιγράφοντας μια πραγματικά τραγικά τραυματική παιδική ηλικία, ο Pelicot στη χθεσινή απολογία του ενώπιον των δικαστών παραδέχθηκε ευθαρσώς πως ό,τι έκανε στη γυναίκα του, την οποία, όπως τόνισε, αγαπούσε και εξακολουθεί να αγαπάει, το έκανε γιατί της είχε «προτείνει να κάνουμε “swinging” [σ.σ. ανταλλαγή συντρόφων] και εκείνη δεν ήθελε».
Το παράλογο παραλήρημα του καθ΄ομολογίαν κακοποιητή εντός της δικαστικής αίθουσας είναι ένα από τα κομμάτια του ασύλληπτου κύκλου βίας που για 10 ολόκληρα χρόνια διαδραματιζόταν σε ένα μικρό γαλλικό χωριό – και με διάφορες παραλλαγές διαδραματίζεται δυστυχώς σε πόλεις και χωριά σε όλο τον κόσμο.
Η αποτρόπαια υπόθεση Mazan, όπως αποκαλείται, με θύμα την 72χρονη Gisèle Pelicot, η οποία βιώνει τώρα και έναν δικαστικό μαραθώνιο, είναι μια ιστορία που δεν αφήνει ασυγκίνητο κανέναν και εγείρει, εκτός των άλλων, ζητήματα ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη, κοινωνική και πολιτική αξιοπρέπεια.
Η Gisèle Pelicot δεν δέχτηκε, όπως είχε το δικαίωμα, αυτή η δίκη να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. «Για να μετατοπιστεί η ντροπή», όπως δήλωσε αρχικά.
Κατά Τύχη…
Ως ντόμινο εξελίξεων που αποδεικνύονται κάθε άλλο παρά καλοζυγισμένες και αποτελεσματικές ακόμη και για τα πιο διεστραμμένα και σεξιστικά μυαλά, φέρνει στην επιφάνεια τη σήψη ενός κοινωνικού συστήματος που όχι μόνο δεν διαλύει μεσαιωνικές αντιλήψεις –όπως ότι γάμος σημαίνει ιδιοκτησία–, αλλά υποθάλπει και εγκληματίες στο όνομα πατροπαράδοτων «αξιών».
Ταυτόχρονα, επαναφέρει στο προσκήνιο αναπάντητα ερωτήματα, όπως κατά πόσο η απροκάλυπτη δημοσιοποίηση ειδεχθών εγκλημάτων είναι χρήσιμη, αλλά και ζητήματα υπερεκτίμησης ή υποτίμησης κινημάτων όπως το #ΜeΤoo (στη Γαλλία τουλάχιστον, η ευθύνη για τη σεξουαλική κακοποίηση κατά των γυναικών δεν έχει καθόλου ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές).
Η Gisèle Pelicot, έπειτα από 50 χρόνια γάμου με τον Dominique Pelicot, έμαθε κατά τύχη πως από το 2011 και για μια δεκαετία ο άντρας της τη νάρκωνε, ψάρευε σε ένα chat room χωρίς moderator (μη επιτηρούμενο) της διαβόητης γαλλικής ιστοσελίδας Coco –η οποία μόνο στη Γαλλία εμπλέκεται σε περισσότερες από 23.000 αστυνομικές υποθέσεις από το 2021 έως το 2024– και τους καλούσε να βιάσουν τη γυναίκα του, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση αναισθησίας, ενώ εκείνος βιντεοσκοπούσε. Η Pelicot έμαθε τι της συνέβαινε όταν στα τέλη του 2020 κλήθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου της έδειξαν μερικά από τα 20.000 ταξινομημένα ανά ημερομηνία σε έναν ηλεκτρονικό φάκελο με τίτλο «Κακοποίηση» αρχεία με βίντεο και φωτογραφίες.
Τα αρχεία ανήκαν στον άντρα της, ο οποίος λίγες ημέρες πριν είχε συλληφθεί σε ένα σουπερμάρκετ στο χωριό Καρπαντρά της Προβηγκίας όχι για τους βιασμούς της συζύγου του, αλλά έπειτα από καταγγελία τριών γυναικών που δήλωσαν στην αστυνομία ότι προσπαθούσε να βγάλει φωτογραφίες με το κινητό του κάτω από τις φούστες τους ενόσω ψώνιζαν στο κατάστημα.
«…υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι εάν ένας σύζυγος δώσει τη συγκατάθεσή του για πρόσβαση στο σώμα της γυναίκας του, τότε οποιοσδήποτε δικαιούται να διαπράξει βιασμό».
«Τα Ειδεχθέστερα Εγκλήματα τα Διαπράττουν Φυσιολογικοί Άνθρωποι»*
Η υπόθεση βρίσκεται πλέον στο δικαστήριο της Αβινιόν. Ο ίδιος ο Dominique Pelicot έχει παραδεχτεί την ενοχή του. Στη δικαστική αίθουσα παρευρίσκονται 50 από τους 72 υπόπτους, ηλικίας από 26 έως 74 ετών. Πυροσβέστες, δημοσιογράφοι, φοιτητές, οδηγοί φορτηγών, νοσοκόμοι, συνταξιούχοι, δημοτικοί σύμβουλοι. Κάποιοι είναι κάτοικοι του (κατά τ’ άλλα) γραφικού μεσαιωνικού χωριού των 6.000 κατοίκων Mazan της Προβηγκίας. Κάποιοι από τους κατηγορούμενους είναι από αυτό το χωριό. Άλλοι από τις γύρω περιοχές. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν ποινικό μητρώο. Πολλοί από αυτούς έχουν παιδιά. Άλλοι έχουν ιστορικό βίας κατά των γυναικών. Οι περισσότεροι αρνούνται τις κατηγορίες και υποστηρίζουν πως το θύμα γνώριζε και συναινούσε με τις πράξεις τους.
Η Gisèle Pelicot δεν δέχτηκε, όπως είχε το δικαίωμα, αυτή η δίκη να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών. «Για να μετατοπιστεί η ντροπή», όπως δήλωσε αρχικά. Για να αφιερώσει «αυτόν τον αγώνα σε όλους τους ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες, σε όλο τον κόσμο, που είναι θύματα σεξουαλικής βίας. Σε όλα αυτά τα θύματα θέλω να πω σήμερα “κοιτάξτε γύρω σας, δεν είστε μόνοι”».
Η αξιοθαύμαστη δύναμη της Gisèle Pelicot χαιρετήθηκε από πλήθος κόσμου και όχι μόνο στη Γαλλία, ενώ το γεγονός ότι η δίκη δεν γίνεται κεκλεισμένων των θυρών έχει εξαιρετικά θετική επίδραση. Η σημαντικότερη –ή έστω μια εκ των σημαντικότερων– από αυτές περικλείεται στη δήλωση της αναπληρώτριας καθηγήτριας νομικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Carleton στην Οτάβα Ummni Khan: «Το γεγονός ότι υπήρχαν τόσοι πολλοί άντρες πρόθυμοι να εμπλακούν σε αυτή την αποτρόπαια επίθεση και ότι οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 20 έως 70 ετών σημαίνει ότι υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι εάν ένας σύζυγος δώσει τη συγκατάθεσή του για πρόσβαση στο σώμα της γυναίκας του, τότε οποιοσδήποτε δικαιούται να διαπράξει βιασμό».
Η δημοσιοποίηση των πεπραγμένων εντός της δικαστικής αίθουσας δεν είναι μια απλή, ελεγχόμενη υπόθεση, φυσικά. Για παράδειγμα, προσωπικά στοιχεία των κατηγορουμένων –ταυτότητα, επώνυμο, επάγγελμα, ακόμη και φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου– κοινοποιήθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με αποτέλεσμα παιδιά των κατηγορουμένων να στοχοποιούνται στο σχολείο τους, σύζυγοι και άλλα μέλη της οικογένειας των κατηγορουμένων να δέχονται κακοποιητικά σχόλια και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι να υφίστανται απειλές για την ασφάλειά τους.
Ωστόσο, όταν ένας άνθρωπος, βάναυσα και αναίτια κακοποιημένος όπως η Gisèle Pelicot, έχει το σθένος να εκθέτει σε δημόσια θέα το αίσχος της ανθρώπινης φύσης για το οποίο η ίδια δεν έχει την παραμικρή ευθύνη, μόνο άξια βαθύτατου σεβασμού μπορεί να είναι.
* Hannah Arendt
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Sarah Baartman, η Γυναίκα που δεν Όριζε σε Τίποτα την Ύπαρξή της
Κυβερνοασφάλεια: Το Μεγάλο Στοίχημα της Δεκαετίας
Σχολεία Χωρίς Κινητά: Μια Συζήτηση σε Όλη την Ευρώπη