Το έργο του Γιάννη Οικονομίδη λειτουργεί ακριβώς όπως ο τίτλος του: σαν σπιρτόκουτο όπου οι ήρωες-σπίρτα εντός του μόλις βγουν από τη θέση τους ανάβουν φωτιά μέσω της τριβής που, αν και δεν είναι βραδυφλεγής αλλά μικρή και σύντομη, κάνει αίσθηση και γίνεται θορυβώδης, ενώ μετά την καύση τίποτα δεν μπορεί να μείνει ίδιο.
Η Κατάρρευση της Πατριαρχίας
Μέσω του έργου προβάλλονται χαρακτήρες της διπλανής πόρτας σε απόγνωση, ενώ καταρρίπτονται τα πρότυπα της πατριαρχίας σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτικό, παύοντας ο άνδρας να αποτελεί ηθική και ιδεολογική αυθεντία. Σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα, με τη ζέστη να είναι ανυπόφορη, μια τηλεόραση παίζει αδιάκοπα, τσιγάρα, φραπές.
Στη μεταφορά της ομότιτλης ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη σε μιούζικαλ που ανέβηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση θα βρεις εναρμονισμένα το λαϊκό άσμα ενός πατέρα καφετζή, τη φωνή μιας μάνας σε πρόθυρα υστερίας, το ρυθμικό παραλήρημα ενός σεξιστή γιου, την αθυρόστομη κόρη Κική, την άρια του κουνιάδου, τις ψιλές νότες της άκληρης ξαδέρφης και τον υπάλληλο του Μήτσου, τον Βαγγέλη, που δεν ξέρει τι θα κάνει με τη Λίντα.
Από Ταινία, Μιούζικαλ
Ο Γιάννης Νιάρρος κατάφερε να οργανώσει με συνέπεια τη μεταφορά της ταινίας στο θεατρικό σανίδι, ξαναδιαβάζοντάς τη σε μορφή λιμπρέτου. Στο απαιτητικό αυτό εγχείρημα αρωγός υπήρξε ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος. Το αρχικό «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη έδωσε τη θέση του στη μιούζικαλ εκδοχή του, αποτελώντας μια ολοκληρωμένη σκηνική πρόταση, στο οποίο η αθυροστομία, οι έντονοι διαπληκτισμοί και οι cult ατάκες «ντύνονται» μουσικά και ελαφραίνει το βαρύ σκηνικό κλίμα που αποδίδεται στην κορύφωση των λιμπρέτων.
Ο Γιάννης Νιάρρος με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο ουσιαστικά ανασυστήνουν το έργο με τη σύμφωνη γνώμη του Γιάννη Οικονομίδη, σε ένα κοινό που ενδεχομένως μέρος του να μη γνωρίζει την πρωτότυπη κινηματογραφική εκδοχή του.
Από Τραπ μέχρι Όπερα
Το «Σπιρτόκουτο» παρουσιάστηκε κάνοντας τα εν οίκω εν δήμω, σε μια συνάντηση πολλών μουσικών ειδών, από Bruckner μέχρι Καζαντζίδη (τραπ, τζαζ, όπερα, ροκ, ηπειρώτικο κλαρίνο, λαικό κ.ά.).
Το γεγονός ότι πρόκειται για μια προσεγμένη παράσταση που κανένας δεν «παραφωνεί» πιστοποιείται από το καστ και τους επί σκηνής εξαιρετικούς μουσικούς: Σοφία Ευκλείδου (τσέλο), Δημήτρης Κλωνής (ντραμς), Αλέξανδρος Λιβιτσάνος (πλήκτρα), Γιώργος Μπουλντής (μπάσο), Σπύρος Νίκας (σαξόφωνο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο), Κώστας Σαπούνης (τρομπέτα), Δημήτρης Στασινός (κιθάρα).
Δύο δυνατά πρόσωπα αποτελούν και το κέντρο των εξελίξεων: ο Γιάννης Αναστασάκης (Μήτσος), φύσει και θέσει… οικονομιδικός, και η Αγορίτσα Οικονόμου (Μαρία), με επιβλητική παρουσία, δίνουν παλμό στην παράσταση, σε σκηνική συνύπαρξη με τα υπόλοιπα μέλη της αγίας ελληνικής οικογένειας.
Πολύ δυνατή η σκηνή στο φινάλε, περικλείει τον λόγο ύπαρξης αυτού του ανεβάσματος. Αξιόλογα φωνητικά τα σόλο της Δάφνης Δαυίδ (Μαργαρίτα) και του Μάριου Σαραντίδη (Γιώργος), ενώ ο Αποστόλης Ψυχράμης (Βαγγέλης), η Νάνσυ Σιδέρη (Κική), η Ελένη Μπούκλη (Άντζελα) και ο Γιώργος Κατσής (Λουκάς) συμπληρώνουν το κάδρο της ιστορίας, με τον τελευταίο να κάνει μια εντυπωσιακή εμφάνιση που όμως πλατειάζει. Συμμέτοχοι στη δράση είναι οι γείτονες (Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου, Eλένη Μπούκλη, Θεοδοσία Σαββάκη).
Το «Σπιρτόκουτο, The Musical», αν και επρόκειτο για δύσκολο εγχείρημα, εν πολλοίς φτιάχτηκε και βρήκε τη θέση του στη Στέγη, μεγεθύνοντας μέσω παρωδίας και με κάποια υπερβολή τα προβλήματα που ξεκινούν από την οικογένεια εντός των τεσσάρων τοιχών, κρατώντας τον πυρήνα του αρχικού έργου.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Πήγαμε στο Σπίτι των Smiths για να δούμε τη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» από τους Loxodox