Να διαβάσω το βιβλίο ή να δω τη ταινία; Ή μάλλον, ας το θέσουμε διαφορετικά. Αν διαβάσω το βιβλίο, μήπως δεν πρέπει να δω την ταινία; Ερώτημα το οποίο είμαι σίγουρη ότι όλοι οι αθεράπευτα βιβλιοφάγοι έχουν κάνει στον εαυτό τους, καθώς πολλές φορές, ίσως και τις περισσότερες, η ταινία δεν κατάφερε να μεταφέρει στον θεατή τα πραγματικά συναισθήματα που μπόρεσε αβίαστα να προκαλέσει το αντίστοιχο βιβλίο στους αναγνώστες του.
Αναζητώντας Ταυτότητα
Παραδείγματος χάριν, αυτήν την περίοδο έχει πέσει στα χέρια μου το βιβλίο του Iain Reid με τίτλο “Σκέφτομαι Να Βάλω Ένα Τέλος“, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, το οποίο και βρίσκω εξαιρετικό. Το βιβλίο τα συνδυάζει όλα. Τρόμο και φόβο, ανατροπές και πολλαπλά νοήματα, το φιλοσοφείν μπερδεμένο με ψυχολογικά ερωτήματα. Ένα θρίλερ, που, μέσα από τις σελίδες του, σε ταξιδεύει στο ερειπωμένο σχολείο όπου φυλακίζεται η ηρωίδα του και, μαζί με τον Reid, ξεκινά και ο αναγνώστης να διερευνά την ταυτότητά του -τα γνωστά, δηλαδή, ποιος είμαι, πού πάω, τι κάνω στη ζωή μου- να αναρωτιέται για το απέραντο της ανθρώπινης ψυχής και να αναζητά να μάθει για τα μεγέθη της μοναξιάς.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα “απολαυστικά” απολαυστικό βιβλίο, κάτι που ίσως να μην ισχύει και για την ταινία. Οι προσδοκίες μου είναι υψηλές, καθώς είμαι και θα είμαι αιώνια θαυμάστρια του δημιουργού της “Αιώνιας Λιακάδας Ενός Καθαρού Μυαλού”, Charles Kaufman, ο οποίος και εύχομαι πραγματικά να μπορέσει να μεταφέρει την ιστορία του βραβευμένου Καναδού συγγραφέα στον κινηματογράφο με την ίδια ζέση και επιτυχία. Κάτι μου λέει, όμως, ότι η παραγωγή του Netflix, κάπου, σε κάποια σημεία, ίσως και να χωλαίνει, αφού μερικές κριτικές που ήδη έχουν διαρρεύσει στο διαδίκτυο δεν θα χαρακτηρίζονταν ιδιαιτέρως διθυραμβικές, καθώς αναφέρονται στην ταινία ως βαρετό και αργό προϊόν. Ας μη βιαστούμε όμως να βγάλουμε συμπεράσματα.
Η ιστορία του κινηματογράφου, εξάλλου, έχει βάλει αρκετές φορές τα γυαλιά σε όλους εκείνους τους δύσπιστους που ξέχασαν τα πολλά που είπαν κι έσπευσαν να απολαύσουν το βιβλίο τους στην οθόνη. Ναι, συγκαταλέγομαι κι εγώ σε αυτούς, το παραδέχομαι. Ένοχη η κατηγορουμένη.
Δια Χειρός Reese
Τώρα πια, στην πρώτη γραμμή βρίσκεται και η μικρή οθόνη, καθώς οι σειρές τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και καλύτερες. Όπως έγινε στην περίπτωση του “Μικρές Φωτιές Παντού“. Το μπεστ σέλερ της Celeste Ng, που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και που σημείωσε τρομερή επιτυχία σε πωλήσεις, δεν πέρασε απαρατήρητο από την δαιμόνια βιβλιοφάγο, Reese Witherspoon.
Κοντολογίς το βιβλίο, με το μαγικό ραβδάκι της ηθοποιού και παραγωγού του Χόλιγουντ, μετατράπηκε σε σειρά για λογαριασμό της Hulu και ήδη προβάλλεται στις οθόνες μας από τις 18 Μαρτίου, κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Τα κλασικά αμερικάνικα προάστια με τους “αλάνθαστους” κήπους, τις υπέροχα γυαλισμένες πόρτες και τις φρεσκομυρωδιές των νοικοκυρών τους, κρύβουν ένα σωρό μυστικά, ίντριγκες και οικογενειακά δράματα. Το βιβλίο αυτό είναι μια ακόμη προσπάθεια απομυθοποίησης του αψεγάδιαστου βίου των Αμερικάνων, εστιάζοντας μοναδικά στο προάστιο του Κλίβλαντ όπου μεγάλωσε η ίδια η συγγραφέας, πράγμα που ζωντανεύει ακόμη περισσότερο την ιστορία και μας ιντριγκάρει, καθότι σχεδόν αυτοβιογραφικό.
Πρόκειται για μια κοινότητα χωμένη κάπου στο Οχάιο, που διακρίνεται, τόσο στο βιβλίο όσο και στην πραγματικότητα, από μία φαινομενική τελειότητα, εμμένοντας όμως στο στοιχείο των ρωγμών της ειδυλλιακής κοινότητας όταν εισβάλλουν σε αυτήν άνθρωποι αδαείς, ως προς τους κανόνες της. Μία ακόμη κόντρα ανάμεσα στην προνομιούχα αστική αμερικάνικη τάξη, με τον απλό και ίσως λίγο πιο καλλιτεχνικό κόσμο.
Το ίδιο γλαφυρό, αλλά και εκφραστικότατο ύφος, διατηρεί και πάει ένα βήμα παραπέρα η Witherspoon, που ερμηνεύει την Έλενα Ρίτσαρντσον, την κεντρική, τέλεια ηρωίδα, που μας δίνει μέσα από την ερμηνεία της να καταλάβουμε τόσο εκείνη, όσο και το υπόλοιπο καστ, τη δύναμη της μητρότητας αλλά και τη σημασία των κανόνων, όταν πρόκειται για την αποτροπή ενός κινδύνου. Τόσο το βιβλίο, όσο και η σειρά, έχουν τον ίδιο στόχο, να μας επιστήσουν την προσοχή στο γεγονός πως μια σπίθα είναι αρκετή για να καταστρέψει τα πάντα και να φέρει στην επιφάνεια λάθη του παρελθόντος σε μεγαλύτερο μέγεθος.
Ανατριχιαστικά Επίκαιρο
Ίδιου μεγέθους βιβλίο, αλλά και επιτυχημένη μεταφορά σε σειρά, είναι και το “The Handmaid’s Tale” (“Η Ιστορία της Πορφυρής Δούλης”), που κυκλοφόρησε στη χώρα μας το 1989 από τις Εκδόσεις Εστία, και το οποίο όχι μόνο κέρδισε τις εντυπώσεις, αλλά δημιούργησε και μεγάλο κοινωνικό προβληματισμό, καθώς φαίνεται πως κάτι που συνέβαινε το 1985, τότε δηλαδή που εκδόθηκε το βιβλίο, δεν απέχει καθόλου από τη σημερινή εποχή.
Στην περίπτωση αυτής της ιστορίας, η σειρά ξεπερνά τις προσδοκίες, αφού, τόσο οι ηθοποιοί με τις εκπληκτικές ερμηνείες τους, όσο και η μεταφορά της πλοκής με τον πιο βίαιο, ωμό και μυστηριακό τρόπο στην οθόνη, δεν μπορούν παρά να πάρουν άριστα-δέκα. Προσωπικά, δεν θα ξεχάσω στο πρώτο κιόλας επεισόδιο τη σκηνή του βιασμού, που με έκανε να θέλω, αλλά και να μη θέλω να δω το παρακάτω.
Το εντυπωσιακό με αυτό το βιβλίο είναι πώς έφτασε σήμερα, δηλαδή το 2017 που πρωτοκυκλοφόρησε η σειρά πάλι από τη Hulu, να γίνεται μπεστ σέλερ μεγατόνων, κάτι που δεν συνέβη στην εποχή του. Η ιστορία ήρθε και κούμπωσε στην επικαιρότητα: εκλογή του Donald Trump, τηλεοπτική μεταφορά, επαναφορά στα πράγματα της συγγραφέα του βιβλίου Margaret Atwood, θέματα γυναικείας χειραφέτησης και σεξουαλικής κακοποίησης, στρατηγική λαών για άβουλες κοινωνίες χωρισμένες σε δύο και μόνον κοινωνικές τάξεις, δηλαδή εξουσιαστές και είλωτες. Όλα στο σήμερα, γραμμένα από τότε.
Η Gilead, το μέρος δηλαδή όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, μετατρέπεται σε νέα Αμερική, αποκτά άκρο-θεοκρατικό προφίλ, αφήνει τον πουριτανισμό να σουλατσάρει απελευθερωμένος, μετατρέπει και τους πιο ανίδεους σε συντηρητικούς και καθρεφτίζει κυρίως στα πρόσωπα των αντρών, τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Κοινώς, οι άντρες παίρνουν το πάνω χέρι, αποτρέπουν και απαγορεύουν στις γυναίκες τους με τον πιο μεσαιωνικό τρόπο το δικαίωμα στη μόρφωση, εξαφανίζοντας βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, τους στερούν την επιλεκτική μοναξιά, καθώς καμία γυναίκα σε αυτή τη χώρα δεν μπορεί να περπατάει μόνη της ή να ανταλλάσσει βλέμματα με άλλους ανθρώπους, κόβουν το νήμα των ανθρωπίνων σχέσεων και της φιλίας, και άλλα τέτοιου είδους δικτατορικά, που σου κόβουν την ανάσα. Ένας πραγματικός εφιάλτης, που συναντάται τόσο στο βιβλίο, όσο και στη μεταφορά του στη μικρή οθόνη.
Κι ερχόμαστε στις γυναίκες με τα κόκκινα φορέματα, τα λευκά καπέλα και τα χαμένα βλέμματα – τις υπηρέτριες που τους έκλεψαν όλο το παρελθόν, τις ανάγκασαν να αλλάξουν ταυτότητα και να ξεχάσουν τα πραγματικά τους ονόματα και τις μεταμόρφωσαν σε σάκους γονιμότητας για τις στείρες συζύγους τους. Κι όταν προσφέρουν ένα παιδί στο πλούσιο αστικό ζευγάρι, φυσικά μετά από βιασμό και καθόλου συναίσθημα, τότε θα πρέπει να εγκαταλείψουν το σπίτι και το παιδί που ως δια μαγείας δεν είναι παιδί τους, για να κάνουν το ίδιο θέλημα στο επόμενο άτεκνο ζευγάρι. Και μέσα σε όλα, μυστικά, κρυφές λέσχες, παράνομοι δεσμοί, μαύρη αγορά.
Συγκλονιστικό βιβλίο, ακόμη πιο συγκλονιστική σειρά, και μια ερμηνεία της Elisabeth Moss ως κεντρική ηρωίδα, αυτή της Offred, που αφηγείται την ιστορία μέσα από τα δικά της βιώματα και που, με την επαναστατική της διάθεση, θα παλέψει για τη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της παλιάς της ζωής.
Μεγάλη Οθόνη – Βιβλίο: 1-0
Κι ο κινηματογράφος, όμως, δε χωλαίνει στη μεταφορά των βιβλίων στη δική του οθόνη. Μπορεί στη μόδα πια να είναι οι σειρές, όμως υπάρχουν ταινίες στη βιβλιοθήκη του σινεμά, που δεν πέρασαν απαρατήρητες. Και μιας και θίξαμε το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης, της μη κανονικότητας των κοινωνιών, καθώς και των ταξικών διαφορών, ίσως να είναι ορθό να αναφερθούμε σε μία ακόμη παρεμφερή ιστορία, που άφησε κι εκείνη το σημάδι της. Αναφέρομαι στις μυστηριώδεις γυναίκες του Στέπφορντ.
Ωδή στη τελειότητα με το ζόρι ή αλλιώς, σε μια κοινωνία που απαιτεί από τις γυναίκες να είναι δούλες και κυρές, όμορφες, λαμπερές, καθόλου γκρινιάρες, ρομπότ. Όλα αυτά μαζεύτηκαν και κλείστηκαν στο μυαλό του Ira Levin, ο οποίος με τη σειρά του τα είπε και ξεθύμανε στο βιβλίο του “The Stepford Wives”, και μπορεί όλα τα παραπάνω να αποτελούν και το τυπικό δείγμα της δεκαετίας του 1970, όμως, απ’ ό ‘τι φαίνεται, δεν απέχουν πολύ και από το σήμερα.
Όπως ήταν επόμενο να συμβεί, η ιστορία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους κυνηγούς του Χόλιγουντ, καθώς η πλοκή είχε να προσφέρει στο κοινό της μπόλικο κοινωνικό προβληματισμό, συνωμοσίες, αλλά και μερικές νότες θρίλερ. Άκρως εμπορικό, δεν βρίσκετε;
Η ιστορία ξεκινάει με μία καριερίστα φωτογράφο από τη Νέα Υόρκη, την Τζοάνα Έμπερχαρτ, δηλαδή την ηρωίδα του βιβλίου, η οποία μετακομίζει σε αυτή τη μικρή πόλη, μετά από προτροπή του άντρα της Γουόλτερ. Έτσι, χωρίς πολλά πολλά, μαζεύει τα παιδιά, τον άντρα και τις φεμινιστικές της ιδέες, και όλοι μαζί τραβούν για το εξοχικό και φιλειρηνικό Στέπφορντ. Πολύ γρήγορα όμως, η Τζοάνα συνειδητοποιεί πως κάτι κρύβεται πίσω από τις αψεγάδιαστες γυναίκες του τόπου. Μηδενός εξαιρουμένης, κάθε μία απ’ αυτές διαθέτει το πακέτο ομορφιά-παραδοσιακή νοικοκυρά-τέλεια μαμά-υπάκουη σύζυγος-ικανότατη μαγείρισσα-καθόλου ενδιαφέρον για κάτι άλλο πέραν του νοικοκυριού. Άλλη μια καταπιεσμένη επαναστάτρια που θα ανατρέψει την κανονικότητα μίας φαινομενικά “τέλειας” κοινωνίας.
Δυστυχώς, η ταινία του 1975 δεν είχε την απήχηση που όλοι περίμεναν, καθώς ήταν αρκετά αργή η εξέλιξη της υπόθεσής της. Το 2004 όμως, γίνεται ξανά προσπάθεια να μεταφερθεί η ιστορία του βιβλίου στο σινεμά, και το Χόλιγουντ επιστρατεύει για τον πρωταγωνιστικό ρόλο τη Nicole Kidman, το απόλυτα αψεγάδιαστο πρόσωπο κι ένα γερό χαρτί, που σπάνια αποτυγχάνει. Η ταινία πήγε καλύτερα από το βιβλίο, παρ’ όλα αυτά θύμισε σε κάποιους βιβλιόφιλους να ξεσκονίσουν τις σελίδες του.
Και η Ελλάδα Μπορεί
Δεν είναι όμως μόνο το Χόλυγουντ ή οι ξένες παραγωγές που επιτυγχάνουν να μας εντυπωσιάσουν μεταφέροντας τα βιβλία στην οθόνη. Και στην Ελλάδα ξεχώρισαν σειρές που εντυπωσίασαν με τον ίδιο τρόπο που εντυπωσίασε και το βιβλίο τους. Όλοι θυμόμαστε “Το Νησί”, τις “Μάγισσες της Σμύρνης”, “Το Δέκα”, και κανείς δε ξεχνάει “Το Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή, που είδαμε στους δέκτες μας τον Οκτώβρη του 1995, να παίρνει σάρκα και οστά από το κανάλι του ΑΝΤ1, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη.
Η Ελλάδα στην περίοδο του Μεσοπολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, ξετυλίγεται σιγά-σιγά, τόσο μέσα από το βιβλίο, όσο και μέσα από τη σειρά, η οποία και διατηρεί την τρυφερότητά του έργου του Ταχτσή, αλλά και το χιούμορ του. Μέσα από τις ζωές της Νίνας και της Εκάβης, ζούμε κι εμείς τον αγώνα της επιβίωσης, τη σκληρότητα των γεγονότων, όλη την ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Ένας χυμώδης και οξύς Ταχτσής, με μια αδιαμφισβήτητη γραφή και μια στρατιά αξιόλογων ηθοποιών, ικανών να απογειώσουν την ιστορία.
Όταν το Βιβλίο Είναι Μέτριο
Πανηγυρικά κερδίζει ο κινηματόγραφος την ίδια του την πηγή, δηλαδή το βιβλίο που τον ενέπνευσε, με τη ταινία “Forrest Gump“, που απέσπασε έξι Όσκαρ και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στον αμερικάνικο κινηματογράφο, με έναν Tom Hanks στα καλύτερά του. Το ομώνυμο βιβλίο του Winston Groom που εκδόθηκε το 1986 δεν είχε την ίδια τύχη. Ίσως να φταίει και το γεγονός ότι εσωκλείονται σε αυτό ένα σωρό μικρές ιστορίες που δεν τις είδαμε ποτέ στην ταινία, όπως για παράδειγμα τον Φόρεστ να γίνεται αστροναύτης, να ταξιδεύει στο Διάστημα ή να χάνεται σε μια ζούγκλα και παραλίγο να φαγωθεί από τους κανίβαλους.
Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία ενός αθώου παιδιού, που παγιδεύεται στο σώμα ενός καλοκάγαθου ενήλικα άντρα, που θέλει, και τελικώς μπορεί, να κατακτήσει τον κόσμο. Με τα γρήγορα πόδια του και την καλή του διάθεση, στα τριάντα του γίνεται νούμερο ένα στο αμερικανικό ποδόσφαιρο, ήρωας πολέμου, ποπ είδωλο, η αιτία ανάδειξης του Elvis Presley, ο υπεύθυνος της συγγραφής του “Imagine” του John Lennon και της ίδρυσης της Apple, και τέλος, υπαίτιος για την αποκάλυψη του σκανδάλου του Watergate, κάνοντας σαφές πως κανένας σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ασήμαντος.
Βιβλίο ή Οθόνη; Οθόνη ή Βιβλίο;
Θα μπορούσα να αναφερθώ σε μια ατελείωτη λίστα αναφορικά με το βιβλίο και σειρές ή ταινίες, καθώς αδιαμφισβήτητα η λογοτεχνία κέρδισε από την πρώτη στιγμή τόσο τη μεγάλη όσο και τη μικρή οθόνη, αφού αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης. Για κάποιους, ίσως να είναι πιο εύκολο να αφιερώσουν δύο ώρες για να μάθουν τα σχετικά μιας ιστορίας, παρά πολύ περισσότερο χρόνο, ώστε να τελειώσουν το βιβλίο. Σίγουρα πάντως και τα δυο, ιδίως αν είναι εξίσου πετυχημένα, έχουν το ενδιαφέρον τους. Σε έναν κόσμο όπου η τέχνη κλονίζεται μέρα με τη μέρα, είτε διαλέξεις τον εύκολο δρόμο, αυτόν της οθόνης, είτε χαθείς μέσα στις σελίδες του βιβλίου, είναι σαφέστατα άξιο λόγου. Όπως και να έχει, καλή απόλαυση.