Μία περιδιάβαση στις νοτιοδυτικές περιοχές της γειτονικής χώρας αποδεικνύεται εξαιρετικά διαφωτιστική για το πώς αντιλαμβάνεται το συλλογικό εαυτό της, πώς τον προσδιορίζει εντός της βαλκανικής οικογένειας, αλλά και πόσο σημαντική για την εσωτερική της ηρεμία είναι η ύπαρξη ενός εθνικού αφηγήματος που να τους χωρά όλους.
Η μακρόχρονη διένεξη της Βόρειας Μακεδονίας με την Ελλάδα για την ονομασία της έφερε στην επιφάνεια όλες τις κακοδαιμονίες της ψυχροπολεμικής περιόδου, κυρίως όμως εμπόδισε την ουσιαστική ενδοσκόπηση και καθυστέρησε σημαντικά τη διαδικασία συγκρότησης μιας ταυτότητας χρήσιμης στο σύγχρονο κόσμο.
Σήμερα, η Βόρεια Μακεδονία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μιας δύσκολης οικονομικής πραγματικότητας και ενός ιδεατού παρελθόντος. Ο πληθυσμός της είναι διαιρεμένος σε εθνοπολιτισμικές κοινότητες (Σλαβομακεδόνες, Αλβανοί, Ρομά) που λίγο συνομιλούν μεταξύ τους αφενός, αφετέρου συγκινούνται με διαφορετικά -ενίοτε αντικρουόμενα- εθνικά αφηγήματα.
Έχουν δε χαράξει και διαφορετικές διαδρομές επιβίωσης: οι Ρομά εγκαθίστανται στις παρυφές των πόλεων, κάνοντας παρασιτικές εργασίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Αλβανοί στις νοτιοδυτικές περιοχές ζουν με τα μεταναστευτικά εμβάσματα και το παραεμπόριο, οι Σλαβομακεδόνες επιμένουν στην ευρωπαϊκή προοπτική τους, αλλά υφίστανται την υψηλή ανεργία και την πίεση της κινεζικής επενδυτικής δραστηριότητας.
Σε μια χώρα με προβληματικές πηγές εσόδων και πολλαπλά αδιέξοδα που εκτονώνονται με εθνικιστική ρητορική, η φθηνή ή κακή χρήση μιας πολιτισμικής κληρονομιάς δεν ενοχλεί ιδιαίτερα. Πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για ταυτότητα που κανείς δε θεωρεί και τόσο δική του.
Στην καθημερινή τους συναναστροφή με τους Έλληνες που επισκέπτονται τη χώρα τους για ψώνια, καζίνο, φθηνές οδοντιατρικές υπηρεσίες, οι Βορειομακεδόνες ποιούν την ανάγκη φιλοτιμία απέναντι στον ισχυρότερο γείτονα που θεωρείται υπεύθυνος για την απομόνωση τους, αλλά συμβάλλει στην οικονομική τους ενίσχυση. Η Βόρεια Μακεδονία δε διαθέτει πλουτοπαραγωγικές πηγές τέτοιες που να ευνοούν τη σημαντική οικονομική της άνθηση τώρα ή στο μέλλον. Ο τρόπος που έχει ανοιχτεί στο διεθνές περιβάλλον (ελλείψει ευρωπαϊκής στήριξης) είναι μάλλον προβληματικός και εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους απ’ όσες λύσεις στην απορρόφηση εργατικού δυναμικού προσφέρει πρόσκαιρα.
Η λίμνη της Οχρίδας, μια προστατευόμενη περιοχή φυσικού κάλλους και μεγάλου πολιτιστικού ενδιαφέροντος, αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων περιγράφονται παραπάνω. Ιστορικά η Οχρίδα είναι συνδεδεμένη με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων. Στους παραλίμνιους οικισμούς της βρίσκει κανείς τα απομεινάρια μιας βυζαντινής πρακτικής που ξεκίνησαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος και ολοκλήρωσε ο μετέπειτα ανακηρυχθείς “όσιος” Ναούμ. Τα εξαιρετικά δείγματα αρχιτεκτονικής και ναοδομίας της Οχρίδας φανερώνουν τη σημασία της και καταδεικνύουν τις στοχεύσεις της βυζαντινής γεωστρατηγικής του 9ου μ.Χ. αιώνα. Είναι η εποχή που διαμορφώνεται όχι μόνο η φυσιογνωμία της συγκεκριμένης περιοχής, αλλά ευρύτερα της βαλκανικής, και πρόκειται για ένα καλό σημείο ιστορικής εκκίνησης για να κατανοήσει κανείς από πού και πώς συντίθεται το μωσαϊκό της.
Η σημερινή σχέση της Οχρίδας με το μοναδικό παρελθόν της είναι αντιφατική και χρηστική. Για τον ντόπιο πληθυσμό -λόγω του ανοιχτού τραύματος από τη διπλωματική σύγκρουση με την Ελλάδα- ως παρελθόν ορίζεται οτιδήποτε παραπέμπει ευθέως στον “μακεδονισμό”. Το Βυζάντιο ελάχιστα μπορεί να συνδράμει σε αυτό. Έτσι, και παρά την καλή τους αποκατάσταση, τα μνημεία μετατρέπονται σε μικρά σκηνικά-αφορμή για την ανάπτυξη ολόγυρά τους χώρων τύπου αρχαιολογικής Disneyland που απευθύνονται σε πακέτα μαζικού τουρισμού (κινεζικού και ρωσικού κυρίως). Σε μια χώρα με προβληματικές πηγές εσόδων και πολλαπλά αδιέξοδα που εκτονώνονται με εθνικιστική ρητορική, η φθηνή ή κακή χρήση μιας πολιτισμικής κληρονομιάς δεν ενοχλεί ιδιαίτερα. Πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για ταυτότητα που κανείς δε θεωρεί και τόσο δική του.