«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Για Γυναίκες που δεν Λύγισαν

Γυναίκες

Η Ανίλα, η Άννα, η Όλγα, η Αντιγόνη και πολλές ακόμη γυναίκες αντέδρασαν στα κατεστημένα, στα ανώτερα, στα επιβεβλημένα και στα άδικα. Έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τόλμησαν – και ας προδιέγραφαν έτσι το τέλος τους. Θα ήταν η αρχή όμως για άλλες πολλές.

Έπρεπε να φανεί η αλήθεια και να καταδικαστεί ο ένοχος. Έπρεπε να αποδοθεί η δικαιοσύνη για να έχει νόημα η λέξη και να συνεχίζει να υπάρχει ως λήμμα στο λεξικό. Όμως το τίμημα, για καθεμιά τους, ήταν βαρύ. Ο ηρωισμός τους πληρώθηκε με επώδυνο τρόπο, αλλά οι πράξεις τους και το αποτέλεσμα έμειναν να φωτίζουν την ιστορία με ανεξίτηλο φως.

Αντιγόνη απ’ το Πουσκάρ | Μαρία Σκιαδαρέση | Εκδόσεις Πατάκη

ΓυναίκεςΣτη Θήβα –αλλά θα μπορούσε και οπουδήποτε αλλού– ζει μια οικογένεια πανίσχυρη, αλλά όπως πάντα με κρυμμένα μυστικά και αποσιωπημένες ιστορίες ενοχής.

Η σκηνή του θεάτρου. Μετανάστες τριγύρω που δουλεύουν στα χωράφια των εύπορων κατοίκων της περιοχής και ντόπιοι εργάτες, άνθρωποι του μόχθου, αλλά και όλο το χωριό.

Ο χορός του θεάτρου. Ο Πεκμετζής είναι ο μεγάλος γαιοκτήμονας της περιοχής με οθωμανική καταγωγή. Η γυναίκα του έχει πεθάνει και ο ίδιος αρρωσταίνει και καταλήγει ανήμπορος σε αμαξίδιο. Ο γιος του, ο Χρήστος, δεν είναι ιδιαίτερα ικανός για αυτά που τον προορίζουν, πράγμα που ο Πεκμετζής φροντίζει συνέχεια να το τονίζει. Ό άλλος του γιος, ο αγαπημένος του, είχε δολοφονηθεί υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Έχει όμως δίπλα του και τον Χόντι, τον ινδό μετανάστη που εμπιστεύεται και του έχει αναθέσει τις δουλειές του.

Ο Χόντι έχει φέρει κοντά του και την αδερφή του, την Ανίλα. Οι δυο τους κατάγονταν από ανώτερη κάστα στη χώρα τους. Μαζί τους ήταν και ο Νισίθ, από πολύ χαμηλή κάστα, που δραπέτευσε από την πατρίδα του λόγω της φτώχειας του. Οι τρεις τους βρέθηκαν στη Θήβα θέλοντας να αλλάξουν τη μοίρα τους –καθένας από τη δική του σκοπιά–, τη μοίρα που διαμόρφωσαν αναγκαστικά οι συνθήκες.

Είναι η εποχή του τρύγου. Ο Χόντι, το δεξί χέρι του Πεκμετζή, ο έμπιστος και υπεύθυνος στα κτήματα, εξαφανίζεται. Ένας φόνος ταράζει πάλι την περιοχή και την οικογένεια. Το χωριό ψιθυρίζει και φοβάται. Όλοι ασχολούνται με αυτό. Γιατί δίνουν τόση σημασία σε έναν ξένο που βρέθηκε δολοφονημένος;

Η αστυνομία δείχνει να μην μπορεί να βγάλει άκρη. Ο νεκρός μένει άταφος. Η Ανίλα, η αδερφή του, ως άλλη Αντιγόνη, αγέρωχη, ατρόμητη και αποφασιστική, θα κάνει αυτό που πιστεύει και έχει μάθει από τους θεούς και όχι από τους νόμους των ανθρώπων. Θα αψηφήσει τους νόμους και θα κάνει τα πάντα για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να αποδοθεί η δικαιοσύνη – η ύστατη τιμή στον αδερφό της.

«Και μια νέα γυναίκα, που υψώνει ανάστημα και αποχαιρετά τον αδερφό της με τον τρόπο που πιστεύει πως του αρμόζει, όπως ακριβώς πριν από αιώνες, στα ίδια χώματα, η Αντιγόνη αποχαιρέτησε τον δικό της αδερφό, αψηφώντας τους κινδύνους. Εγκλήματα και τιμωρίες, υποταγμένα όλα στη θεά Ανάγκη, μάνα της Ειμαρμένης».

Πόσο επίκαιρη στις μέρες μας η απόδοση της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Σαν αρχαίο δράμα που παίζεται αιώνες στη γη, σαν να επαναλαμβάνεται η ζωή μαζί με την ιστορία και τα λάθη της, χωρίς να γίνεται μάθημα η διδαχή της, παρά μόνο σε λίγους που δεν έχουν τα πλούτη και την εξουσία αλλά το θάρρος και την τιμή.

Δευτέρα Παρουσία | Τζούλια Γκανάσου | Εκδόσεις Καστανιώτη

Γυναίκες«Μια πόλη βομβαρδίζεται. Η δεκαεφτάχρονη Άννα και η Όλγα, η γιαγιά της, βρίσκονται στο άδειο σαλόνι του σπιτιού τους. Το κορίτσι προτείνει να φύγουν, να βρουν καταφύγιο. Η γιαγιά αρνείται. Η Άννα διαπιστώνει ότι τα πόδια της Όλγας έχουν παραλύσει. Τότε η εγγονή παίρνει τη γιαγιά στην πλάτη και βγαίνουν από το σπίτι. Οι δύο γυναίκες σαν ένα σώμα…»

Μαίνεται ο πόλεμος, αυτό το τερατώδες δημιούργημα, αυτή η αδικαιολόγητη πράξη και απόφαση που τρέφει τη ματαιοδοξία και τον πλούτο αυτών που αποφασίζουν.

Η Άννα κουβαλάει στην πλάτη της τη γενιά της, ίσως ορίζοντας και την επόμενη γενιά. Βαρύ το φορτίο, γεμάτο από τα ανθρώπινα, αλλά και ο δρόμος δύσκολος και δυσβάσταχτος. Απελπιστικά δύσκολος. Οι φλόγες του πολέμου καταστρέφουν τα πάντα στο πέρασμά τους, όχι μόνο τα χρειώδη για τη ζωή, αλλά και τα ιδεώδη.

Η Άννα κουβαλάει το σώμα και νιώθει τα χέρια της γιαγιάς της άλλοτε μαλακά σαν τα ζυμαράκια που έπλαθε και άλλοτε σαν κισσούς που περιέπλεκαν και προστάτευαν, με όλα όσα έχει καταγράψει το ανίκανο πλέον σώμα, αλλά και αυτά που λάμβανε σαν διδαχές όλα αυτά τα χρόνια. Όλα είχαν γίνει ένα σώμα και μια ψυχή, μια βούληση, μια πράξη.

Ο τόπος άδειασε δεν υπάρχει ούτε νερό. Πρέπει να βρουν κάπου να μείνουν, να σωθούν.

«Απειλούνταν (…) το άνω μέρος είχε πάψει να απαιτεί να γίνει μόνο το δικό του. Ήταν δύο συμβαλλόμενοι, ισότιμοι δικαίως. Το άνω μέρος όφειλε να πάψει να σφίγγει τα μπράτσα και να δίνει εντολές, (…) ήταν υποχρεωμένο να γίνει συνεργός και όχι διατάζων αρχηγός, αρκούσαν οι απώλειες, περίσσευαν οι δοκιμασίες, ηχούσαν οι σειρήνες , έπρεπε να βρουν καταφύγιο (…)».

«(…) ο “πολιτισμένος” πόλεμος (…) θα μας επέτρεπε να πηγαίνουμε στη δουλειά, να ψωνίζουμε, να… να… θα κρυβόμασταν μόνο όταν θα ηχούσαν οι σειρήνες. Κουραφέξαλα!».

Και στους πολέμους παίζονται τα πιο βρώμικα παιχνίδια. Στήνονται επιχειρήσεις, όπως στο καταφύγιο που κατέφυγαν οι δυο γυναίκες σε ένα σώμα για να σωθούν. Εκεί όπου η Άννα αναγκάστηκε να υποκύψει πρόσκαιρα, να γίνει παρένθετη μητέρα σε ένα εμπόριο βρεφών στα καταφύγια του πολέμου. Τι άνισο και παράδοξο: ενώ καταστρέφεται ο κόσμος, εκείνοι να ετοιμάζουν άλλον κατά παραγγελία και επί πληρωμή. Μόνο που την πληρώνουν πάντα τα θύματα.

Ή Άννα θα υπομείνει γιατί έχει τη σοφία της γιαγιάς και την εξυπνάδα και το θάρρος της νιότης της. Θα βρει τρόπους και θα αντεπεξέλθει σε όλη αυτή την παράλογη και δυστοπική κατάσταση. Θα αναγκαστεί να δώσει και να υποστεί πολλά, αλλά, όπως και να ’χει, κυοφορεί την ελπίδα και το μέλλον, που ελπίζει να είναι καλύτερο. Θα ζυμώσει το μυαλό της και θα σχεδιάσει τις κινήσεις της όπως ο κισσός, για να ξεφύγουν. Γιατί οι γυναίκες πάντα είναι η κυοφορούσα ελπίδα.

«(…) θα φτάσουν άραγε στα σύνορα; Και τι θα θυσιάσουν; (…)».

«(…) Ναι,  δεν έπρεπε να φτάσουν στα σύνορα ως επαίτες, αλλά ως μάρτυρες, ως μία πομπή προσπαθώντας να διαφύγουν από έναν “πολιτισμένο” πόλεμο που τους στέρησε τα πάντα (…)».

Σαν αρχαία τραγωδία, σαν σύγχρονο δυστοπικό παραμύθι για μεγάλους. Πόνος και αγανάκτηση για τις ζωές που καταστρέφονται, για τις ζωές που αδικούνται, για τους πολιτισμούς που χάνονται, για τα ερείπια που μένουν πίσω και θα πρέπει να ξαναφτιαχτούν, όμως με γκρεμισμένα τα προγονικά. Γιατί; Για ένα ζοφερό μέλλον αυτών που γεννιούνται, όπου όλα θα επαναληφθούν με τον ένα ή τον άλλο –πιο σύγχρονο ίσως– τρόπο. Γιατί;


Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:

«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Η Ανάγκη για Λύτρωση

Πάμε να Πιάσουμε Ουρανό με τη Μαρία Φραγκουδάκη

Εκτυπωτές: Μια Πονεμένη Ιστορία!

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Στέλλα Ερεσσίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει καταγωγή από τη Λέσβο και τη Νάξο. Τελειώνοντας το Λύκειο, μεταξύ άλλων, έκανε προετοιμασία για τη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά τελικά την κέρδισε η οικογένεια. Έχει δυο παιδιά. Εργάζεται σε εκδοτικό οίκο ή αλλιώς, στο χώρο του βιβλίου, εδώ και 23 χρόνια. Της αρέσει να μπλέκει με πολλά και πάντα διαφορετικά πράγματα, αρκεί να σχετίζονται με έμπνευση και δημιουργία ενώ όλο και κάτι καινούριο βρίσκεται στις σκέψεις της. Όλα όμως, έχουν σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη. Το διάβασμα έχει πάντα την πρώτη θέση. Οι συζητήσεις με φίλους είναι η πιο αγαπημένη της κατάσταση. Και αγαπημένο θέμα συζήτησης: η αίσθηση που της αφήνει κάθε ανάγνωσμα.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+