Έως και την Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025 θα είναι ανοιχτή η ηλεκτρονική πλατφόρμα για την υποβολή μηχανογραφικού και παράλληλου μηχανογραφικού δελτίου από τους υποψήφιους των ΓΕΛ και των ΕΠΑΛ των Πανελλαδικών Εξετάσεων 2025.
Είναι οι μέρες που τίθεται και το δίλημμα της δεύτερης ευκαιρίας. Θα τη διεκδικήσουν άραγε, οι μαθητές που δεν θα πετύχουν εκεί που επιθυμούν ή θα προσπαθήσουν μία ακόμη χρονιά για να διεκδικήσουν τη σχολή που είναι πιο κοντά σε αυτό που θέλουν;. Ένα ερώτημα που, σίγουρα, απασχολεί πολλές οικογένειες αυτές τις μέρες μετά τα αποτελέσματα και λίγο πριν από την καταληκτική ημέρα κατάθεσης του μηχανογραφικού με τις σχολές προτίμησης.
Μια σημαντική διάσταση στο ερώτημα αυτό είναι, φυσικά, ότι πολλά παιδιά δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο τι πραγματικά θέλουν. Σίγουρα γνωρίζουν ποιες σχολές δεν θα μπορέσουν να «αντέξουν». Από την άλλη, νιώθουν ότι «κάπου πρέπει να περάσουν». Κι εδώ προκύπτει ένα ακόμη βάρος – το αίσθημα πως στα 18 «πρέπει» να ξέρεις τι θέλεις. Μια προσδοκία που, για πολλούς, είναι σχεδόν ασφυκτική. Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται –και συχνά δεν γίνεται– να έχεις κατασταλάξει. Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, τα επαγγέλματα μετασχηματίζονται, νέες ανάγκες και νέες ευκαιρίες προκύπτουν διαρκώς. Ίσως είναι καιρός να προσεγγίσουμε αυτή την επιλογή όχι ως την τελική, καθοριστική απόφαση της ζωής, αλλά ως το πρώτο βήμα σε μια διαδρομή που θα είναι, εξ ορισμού, μεταβαλλόμενη και με πολλαπλές διακλαδώσεις.
Αντέχεται, ωστόσο, να περάσεις σε μια σχολή που δεν σε συγκινεί, που δεν σου ταιριάζει, που δεν μπορεί να γίνει σκαλοπάτι για κάτι καλύτερο στη ζωή σου;
Για όσους πάντως το επιλέξουν, το διάβασμα στη «δεύτερη ευκαιρία» θα μπορούσε να είναι πιο ποιοτικό για τα παιδιά, έχοντας έναν χρόνο παραπάνω ωριμότητας και κοινωνικής εμπειρίας, και χωρίς το βάρος του σχολείου. Όμως οι ίδιες οι εξετάσεις, εκείνες οι μέρες, μοιάζουν για πολλούς απλώς αβάσταχτες. Δηλώνουν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελαν να ξαναζήσουν τη δοκιμασία των εξετάσεων και, ίσως, ψάχνουν ήδη για μια εναλλακτική.
Αντέχεται, ωστόσο, να περάσεις σε μια σχολή που δεν σε συγκινεί, που δεν σου ταιριάζει, που δεν μπορεί να γίνει σκαλοπάτι για κάτι καλύτερο στη ζωή σου; Πόσο πιο εύκολο είναι να επενδύσεις χρόνο, κόπο και όνειρα σε κάτι που δεν σε εκφράζει;
Πολλοί θα αφήσουν την τύχη ή τους άλλους –συνήθως την οικογένεια και το ευρύτερό τους περιβάλλον– να αποφασίσουν για εκείνους. Κάποιοι άλλοι, εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας, θα επιλέξουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, σε κάποιο αντικείμενο που ίσως δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στην Ελλάδα.
Δύσκολες μέρες για πολλά παιδιά που, αντί να είναι ξέγνοιαστα στις διακοπές τους, καλούνται, ακόμα και τώρα, την ύστατη στιγμή, να μελετήσουν προγράμματα σπουδών, να διαβάσουν εμπειρίες αποφοίτων, να ρωτήσουν γνωστούς και φίλους για πληροφορίες. Και την ίδια στιγμή, οι γονείς να προσπαθούν να υπολογίσουν αν μπορούν να «σηκώσουν» ένα κόστος που αγγίζει ή ξεπερνά τις 40.000 ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Μην ξεχνάμε ότι το κόστος της «δωρεάν» παιδείας παραμένει, στην πραγματικότητα, δυσβάσταχτο – και ξεκινά ήδη από το Λύκειο. Οι περισσότεροι μαθητές, ακόμα και όσοι φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία, κάνουν φροντιστήρια και ιδιαίτερα. Και το έξοδο αυτό συνεχίζεται, αν και αλλάζει μορφή, και στο πανεπιστήμιο. Η καθημερινότητα είναι ακριβή, τα ενοίκια σε πολλές πόλεις εκτοξευμένα και το οικογενειακό εισόδημα, όσο καλό κι αν είναι, συχνά δεν επαρκεί.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι, ωστόσο, το οικονομικό. Είναι, κυρίως, αν τα παιδιά θα μπορέσουν να ακολουθήσουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν. Θα το τολμήσουν; Ή θα υποκύψουν στην πίεση να «τελειώνουν» με τη διαδικασία της επιλογής, μόνο και μόνο για να μην περάσουν ξανά τη βάσανο των εξετάσεων; Για να βρεθούν ίσως ύστερα –αν τελικά αποφοιτήσουν– αντιμέτωποι με την απογοήτευση. Και λίγα χρόνια μετά, ίσως με μια ζωή που δεν διάλεξαν, αλλά απλώς αποδέχτηκαν.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό να δώσουν στον εαυτό τους την ευκαιρία να αναζητήσει το μονοπάτι που οδηγεί στα όνειρά τους. Μονοπάτι, όχι λεωφόρος. Συχνά δύσβατο και κακοτράχαλο. Αλλά αυτό είναι το μόνο αυθεντικό μονοπάτι – και δεν γίνεται ευκολότερο για κανέναν. Ούτε για τους προνομιούχους, ούτε για όσους ξεκινούν με περισσότερα εφόδια. Για όλους ισχύει το ίδιο: χρειάζεται τεράστια προσπάθεια και αφοσίωση για να αρχίσει να γίνεται βατό.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: