Όσο περνάει ο καιρός ενισχύεται η πεποίθησή μου ότι τα κοινωνικά δίκτυα πριν και πάνω από όλα αποτελούν τη χοάνη διοχέτευσης όλων των ταπεινών μας ενστίκτων. Τοξικότητα, μπουρδολογία, ξερολισμός και μικροπρέπεια υπό την ασπίδα της ανωνυμίας που μας δίνει ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, η οποία, εν τέλει, είναι η απόδειξη της απόλυτης γύμνιας.
Λαμπρές εξαιρέσεις υπάρχουν. Όπως αυτή του Αχιλλέα Χεκίμογλου που κάθε του ανάρτηση στο LinkedIn είναι μια σταγόνα γρήγορης γνώσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και το βιβλίο που έγραψε για την Ολυμπιακή τολμά την έρευνα σε μια εποχή που όλα ορίζονται με συντεταγμένες το τίποτα και το τιποτένιο. Πόσο σημαντικό είναι να είσαι μόλις λίγο μετά τα 40, πατέρας, επιτυχημένος επαγγελματίας και συγχρόνως λάτρης της γνώσης που μοιράζεται;
Τι σε παρακινεί να γράφεις;
Υπάρχουν εκεί έξω απίθανες πραγματικές ιστορίες, με τρομερή πλοκή και σύνθετες προσωπικότητες, που είναι στο σύνολό τους παντελώς άγνωστες, και σίγουρα συναρπαστικές. Ό,τι γνωρίζουμε για αυτές προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες και –σπανιότερα– από τα ελάχιστα βιβλία των συντελεστών τους. Αυτές οι μαρτυρίες κινδυνεύουν να σβήσουν και να χαθούν για πάντα όταν η γενιά των ανθρώπων που τις έζησαν φύγει από τη ζωή. Ήδη, το βλέπουμε αυτό να συμβαίνει με εκείνους που ήταν νέοι τη δεκαετία του 1950, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να αγνοούμε τρομερά πράγματα. Το να φωτίσεις αυτές τις γωνιές, μέσα από κάθε διαθέσιμο τεκμήριο, είναι κάτι που θεωρώ συναρπαστικό. Ένας άνθρωπος κάθεται να γράψει βιβλίο όταν κάτι τον μαγνητίζει καθηλωτικά – και βαθμιαία του γίνεται έμμονη ιδέα. Στην περίπτωσή μου, ισχύει το «γινάτι» του (πρώην) ρεπόρτερ: το να κινείς γη και ουρανό μέχρι να βρεις αυτό που ψάχνεις, αλλά και να βιώνεις την ικανοποίηση όταν το βλέπεις δημοσιευμένο.
«Υπάρχουν εκεί έξω απίθανες πραγματικές ιστορίες, με τρομερή πλοκή και σύνθετες προσωπικότητες, που είναι στο σύνολό τους παντελώς άγνωστες, και σίγουρα συναρπαστικές».
Μπορεί η λογοτεχνία να έχει και ερευνητική διάσταση;
Προφανώς και μπορεί, δεδομένου ότι οι αληθινές ιστορίες συχνά ξεπερνούν την πλέον ακραία φαντασία της μυθοπλασίας.
Ποια η διαφορά του author από τον writer;
Author είναι αυτός που γράφει τα δικά του – δηλαδή έργα στα οποία έχει την κυριότητα και τα οποία εκφράζουν πλήρως τις θέσεις του. Writer μπορεί να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος συντάσσει κείμενα – δελτία Τύπου, εταιρικά κείμενα, τεχνικές προδιαγραφές κ.λπ. Στα ελληνικά, η αντίστοιχη διαφορά θα μπορούσε να είναι μεταξύ συγγραφέα και συντάκτη.
Πώς είναι το πέρασμα από τη δημοσιογραφία στην επικοινωνία;
Οι δύο αυτές αντίπερα όχθες αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά καθεμία υλοποιεί το έργο της σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Ο δημοσιογράφος –ειδικά ο διαπιστευμένος– λειτουργεί συχνά ως «in-house freelancer», δηλαδή αποτελεί μια διακριτή μονάδα παραγωγής έργου, χωρίς κατ’ ανάγκη να συνεργάζεται στενά με τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Τα σιλό του θεματικού ρεπορτάζ μπορεί να είναι ερμητικά κλειστά σε ένα μέσο ενημέρωσης. Αντίθετα, η επικοινωνία στο εταιρικό περιβάλλον έχει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή έργου και λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός διατμηματικά.
Αυτή η μετάβαση από τον ένα ρόλο στον άλλο, δεν είναι πάντα εύκολη και απαιτεί χρόνο, υπομονή και προσαρμογή. Άλλωστε, το deadline της δημοσιογραφίας είναι συνήθως τώρα, ενώ στο εταιρικό γίγνεσθαι κάποια πράγματα μπορεί να μετατίθενται επί εβδομάδες. Είναι σπανιότερες, βέβαια, σε αυτό η αδρεναλίνη και οι συγκινήσεις της δημοσιογραφίας, αλλά πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που κάνει τη συγκεκριμένη μετάβαση βρίσκει και τα κανάλια να τη διοχετεύσει. Εγώ το έκανα με το βιβλίο μου «Ο Ωνάσης και ο Σμηναγός Χ» και πριν από αυτό με το «ΣΚΡΟΛ».
Πες μας λίγα λόγια για το βιβλίο σου.
«Ο Ωνάσης και ο Σμηναγός Χ» έρχεται να ανοίξει για πρώτη φορά στα χρονικά τα μεταπολεμικά αρχεία της πολιτικής αεροπορίας, ανατρέποντας μύθους και παραδοχές, αλλά και αναδεικνύοντας τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της αεροπορικής προσπάθειας. Η αεροπορία υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωση του κοινωνικού καθεστώτος που προέκυψε από τις εκλογές του 1946, καθώς ήταν το μόνο συγκοινωνιακό μέσο που διατήρησε ανοιχτή την επικοινωνία μεταξύ της Αθήνας και των ηπειρωτικών επαρχιών της χώρας στον Εμφύλιο. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ξένη επένδυση μεταπολεμικά ήταν αυτή της συμμετοχής της TWA στην αεροπορική εταιρεία ΤΑΕ του Στέφανου Ζώτου, που είναι και ο πρωταγωνιστής του βιβλίου μου.
Ο Ζώτος υπήρξε ο πατέρας της πολιτικής αεροπορίας και χωρίς αυτόν κατά πάσα πιθανότητα η ανάπτυξη των αεροπορικών συγκοινωνιών θα είχε αργήσει πάρα πολύ, ενώ ο Ωνάσης δεν θα είχε παραλάβει τίποτε, παρά μόνο βίδες και καλές προθέσεις. Η Ολυμπιακή Αεροπορία που μνημονεύουμε μέχρι σήμερα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα rebranding και μια εταιρική μετεξέλιξη της ΤΑΕ – ήταν ο δικός της στόλος και οι δικοί της άνθρωποι που έχτισαν τον θρύλο της Ολυμπιακής. Επιπλέον, η πολιτική αεροπορία της Ελλάδας υπήρξε, όπως αποκαλύπτει το βιβλίο, όχι μόνο πεδίο γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και το σημείο εκκίνησης της θρυλικής σύγκρουσης Ωνάση και Νιάρχου.
«“Ο Ωνάσης και ο Σμηναγός Χ” έρχεται να ανοίξει για πρώτη φορά στα χρονικά τα μεταπολεμικά αρχεία της πολιτικής αεροπορίας, ανατρέποντας μύθους και παραδοχές, αλλά και αναδεικνύοντας τους πραγματικούς πρωταγωνιστές της αεροπορικής προσπάθειας στην Ελλάδα».
Η αεροπορία υπήρξε επίσης εργαλείο πολιτικής επιρροής, ανάπτυξης της χώρας και διασύνδεσής της με το εξωτερικό. Και πάντοτε ήταν μια περισσότερο πολιτική και λιγότερο επιχειρηματική υπόθεση, όπως συχνά συμβαίνει στο επιχειρείν της Ελλάδας – και αυτή ήταν μια διάσταση που οι policy makers της εποχής προσπάθησαν εντατικά να την κρατήσουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Τι σε συγκλονίζει περισσότερο σήμερα;
Η σχετικοποίηση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, αλλά και η ανερυθρίαστη τοξικότητα. Παλιά το τέρας απέφευγε να δείξει το πρόσωπό του. Σήμερα όμως υπερηφανεύεται, το επιδεικνύει χωρίς αιδώ και κομπάζει. Αυτό δεν συνέβαινε παλιά. Έχουμε συνηθίσει επικίνδυνα το τέρας, με ό,τι και εάν σημαίνει αυτή η λέξη για τον καθένα μας.
Το παρελθόν δίνει μαθήματα για το μέλλον;
Η μελέτη της ιστορίας προσφέρεται για να αντλήσει κανείς παραδείγματα, μαθήματα και συμπεράσματα. Ποτέ καμία περίσταση σήμερα δεν είναι ίδια με κάποια άλλη από το χθες, ωστόσο η «μεγάλη εικόνα» της ιστορίας μπορεί να είναι διδακτική και να παράσχει χρήσιμες κατευθύνσεις και βέλτιστες πρακτικές. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι σε κάθε περίπτωση επιβολής δικαίου του ισχυρού ανατρέχουμε στον Θουκυδίδη και σε όσα περιγράφει σχετικά με την Αθήνα και την Μήλο – είναι τόσο διαχρονικά.
Ειδικά το επιχειρείν έχει να αντλήσει τεράστια μαθήματα από το παρελθόν – και όχι μόνο από το πεδίο της οικονομίας. Οι εμπορικές μάρκες σήμερα δίνουν καθημερινό αγώνα για να διαφοροποιηθούν απέναντι στον ανταγωνισμό τους και μπορούν να αντλήσουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα από την πολιτική και κοινωνική εξιστόρηση. Αυτή είναι και η άυλη αξία της ιστορίας και γι’ αυτό είναι χρήσιμο οι επιχειρήσεις να έχουν στο δυναμικό τους και ανθρώπους που μπορούν να ενσωματώσουν στον εμπορικό σκοπό και στο εταιρικό narrative στοιχεία αυτού του σαγηνευτικού κόσμου.
Το παρόν αλλάζει;
Ναι, το παρόν μπορεί να αλλάξει. Και αλλάζει με δύο τρόπους. Είτε από την ίδια την κοινωνική βάση είτε από την ηγεσία. Συχνά όμως γίνονται και τα δύο, ενώ η αλλαγή μπορεί να είναι τόσο προς την καλή όσο και προς την κακή κατεύθυνση. Η πρόοδος και η παρακμή συνυπάρχουν στην Ελλάδα και συλλειτουργούν εν είδει Γιν-Γιανγκ. Για παράδειγμα, στα θέματα της ισότητας και της ίσης συμμετοχής όλων των πολιτών στο κοινωνικό γίγνεσθαι έχουν γίνει άλματα στη χώρα μας, καθώς η πλειονότητα πια αναγνωρίζει τη σημασία τους. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι συμβαίνει γύρω από ζητήματα όπως η δυσλεξία, το ΔΕΠΥ και ο παιδικός αυτισμός.
Αντίθετα, όλο και χειροτερεύουν κοινωνικές συμπεριφορές, όπως αυτή της αντικοινωνικής ή επικίνδυνης οδήγησης, που τείνει πια να παγιωθεί. Η κοινωνία, δηλαδή, φαίνεται ότι έχει αποδεχθεί το αναπόφευκτο της τάσης αυτής και η πολιτεία ατύπως αναγνωρίζει ότι ελάχιστα μπορεί πλέον να την επηρεάσει. Η εξέλιξη της κοινωνίας μας είναι συχνά μια άσκηση ισορροπίας τρόμου ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις.
«Ειδικά το επιχειρείν έχει να αντλήσει τεράστια μαθήματα από το παρελθόν – και όχι μόνο από το πεδίο της οικονομίας […] και γι’ αυτό είναι χρήσιμο οι επιχειρήσεις να έχουν στο δυναμικό τους και ανθρώπους που μπορούν να ενσωματώσουν στον εμπορικό σκοπό και στο εταιρικό narrative στοιχεία αυτού του σαγηνευτικού κόσμου».
Τι ετοιμάζεις συγγραφικά στο μέλλον;
Υπάρχει ένα μεγάλο, αχαρτογράφητο και άκρως ενδιαφέρον πεδίο γύρω από την πολιτική οικονομία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, το οποίο προσφέρεται για ανάλυση και εμβάθυνση, καθώς κρύβει τρομερές ζυμώσεις ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία.
Οι μεταφορές, η ενέργεια, η τεχνολογία, η πολεοδομία –και όχι μόνο– είναι κάποιοι από τους τομείς αυτούς και ουσιαστικά υπήρξαν οι καταλύτες για τον μετασχηματισμό μας από μια πάμπτωχη βαλκανική χώρα σε ένα σχετικά σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Η ανασυγκρότηση της Ελλάδας τον προηγούμενο αιώνα ήταν μεν ατελής, όμως είχε αρκετά χαρακτηριστικά εποποιίας, αλλά και σημαντικούς πρωταγωνιστές. Η διατήρηση της ιστορικής μνήμης αυτής της προσπάθειας μπορεί να λειτουργήσει και ως «οδηγός» για τις σημερινές και τις αυριανές μας προκλήσεις.
Μπορεί να είναι full time δουλειά η συγγραφή;
Δεν νομίζω να υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που ζουν από τα βιβλία τους. Πάρα πολλοί συγγραφείς κινούνται επαγγελματικά στον ευρύτερο εκδοτικό χώρο και βγάζουν το ψωμί τους από παράλληλες σχετικές δραστηριότητες. Θεωρητικά, μπορείς να γράφεις όλη την ημέρα – τον πήχη τον ορίζεις εσύ στη ζωή.
Για μένα το γράψιμο είναι ένα χόμπι που με γεμίζει ψυχικά και μου προσφέρει ένα αίσθημα αποστολής, αλλά δεν έχω αυταπάτες και σίγουρα δεν φιλοδοξώ να ζήσω από αυτό. Σε μεγαλύτερες αγορές ίσως κάτι τέτοιο να ήταν εφικτό, όμως η Ελλάδα είναι και μικρή και γλωσσικά απομονωμένη, ενώ το αναγνωστικό της κοινό δεν είναι μεγάλο.
***
Έχουμε ένα δύσκολο καλοκαίρι μπροστά μας. Σαν μια ανηφόρα που ανεβαίνουμε με αμάξι του 1980. Πρώτη, δευτέρα και το πόδι στο γκάζι να πατήσει για να μη σβήσει η μηχανή. Όλοι ετοιμαζόμαστε ακόμα και για τις διακοπές που δεν θα πάμε. Κάνουμε τεστ συνεχώς για τον κορωνοϊό. Ψάχνουμε δροσιά και λύτρωση χωρίς κόστος. Τα βιβλία παραμένουν μια οάση. Και η ελπίδα ότι ο Σεπτέμβριος μπορεί να είναι και καλύτερος.
Συναυλίες γίνονται παντού και οι θερινοί, κόντρα στον καιρό, επιβιώνουν με ταινίες επιπέδου Netflix. Οι τράπερ ντύνονται όπως τραγουδάνε, χωρίς γούστο και ουσία. Ας είναι. Έπρεπε να ακριβύνει το προσούτο και η ρόκα για να εκτιμήσουν κάποιοι την ταπεινή ντομάτα Κρήτης. Και να ανταλλάξουν τα panettone με ένα ωραίο ζυμωτό. Καλό καλοκαίρι.
***
O Αχιλλέας Χεκίμογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1979. Σπούδασε δημοσιογραφία και εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός στον «88μισό» και ως πολιτιστικός συντάκτης στον τοπικό Τύπο της Θεσσαλονίκης. Το 2007 ξεκίνησε να εργάζεται ως ελεύθερος ρεπόρτερ στην εφημερίδα «Το Βήμα», ενώ το 2010 ανέλαβε το ρεπορτάζ του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, καλύπτοντας τις συγκοινωνίες, τις τηλεπικοινωνίες και την ψηφιακή οικονομία της Ελλάδας.
Το 2016 αποχώρησε από τη δημοσιογραφία και εντάχθηκε στη Διεύθυνση Εξωτερικών Υποθέσεων της Vodafone Ελλάδας. Το ερευνητικό του ενδιαφέρον εστιάζεται στην ιστορία των συγκοινωνιών, της πολεοδομίας, των ψηφιακών τεχνολογιών και της ενέργειας στην Ελλάδα. Είναι πατέρας δύο παιδιών.
Δείτε ακόμη στην αθηΝΕΑ:
Θάνος Καμπύλης: «Οικονομική Ενίσχυση χωρίς Mentoring δεν έχει Ουσία»