Σήμερα το πρωί διάβασα αυτό το άρθρο στο STAT για τα “πρώτα γενέθλια” του κορωνοϊού SARS-CoV-2. Με την πανδημία να κλείνει χρόνο, παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο τι γνωρίζουν σήμερα οι επιστήμονες για το πώς ο κορωνοϊός εξαπλώνεται, μολύνει και αρρωσταίνει τον οργανισμό μας.
Θα μου πείτε, και εύλογα, έναν χρόνο τώρα μόνο με τον κορωνοϊό δεν ασχολούμαστε; Ασφαλώς. Έχω όμως την αίσθηση ότι ακριβώς επειδή η κρίση αυτή μακροημερεύει, η κόπωση που νιώθουμε τείνει να μας κάνει πιο απρόσεκτους, πιο αδιάφορους. Το βλέπω σ’ εμένα, το διαπιστώνω όμως και σε πολλούς γύρω μου.
Θα πρέπει κάπως να περάσει τουλάχιστον αυτό το πρώτο τρίμηνο του χρόνου χωρίς να ξεφύγει εκ νέου από τον έλεγχό μας η πανδημία
Παρατηρώ μια αβάσιμη εντύπωση ότι αν δεν μας συνέβη μέχρι τώρα, δεν θα μας συμβεί ποτέ. Μια πεποίθηση ότι, ακόμα κι αν συμβεί σ’ εμάς, δεν θα είμαστε απ’ αυτούς που θα νοσήσουν βαριά. Και τέλος, μια αδυναμία να αντιληφθούμε τι θα σήμαινε ένα τρίτο κύμα στην Ελλάδα για όσους χρειαστούν περίθαλψη. Λες και το περσινό σύνθημα να “δαμάσουμε την καμπύλη” των κρουσμάτων πλέον δεν μας αφορά.
Έχουμε μάθει να είμαστε πιο προσεκτικοί -στην Ελλάδα έχουμε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά συμμόρφωσης με τη χρήση μάσκας- και η εκστρατεία εμβολιασμού έχει ξεκινήσει. Όμως ακόμα δεν είμαστε ασφαλείς. Θα πρέπει κάπως να περάσει τουλάχιστον αυτό το πρώτο τρίμηνο του χρόνου χωρίς να ξεφύγει εκ νέου από τον έλεγχό μας η πανδημία. Κι αυτό θα πρέπει να το πετύχουμε, χωρίς να κλειστούμε μέσα με τον καθολικό τρόπο που μας επέβαλε το πρώτο lockdown. Γιατί, έναν χρόνο αργότερα, τα περιθώρια της οικονομίας να αντεπεξέλθει είναι πολύ πιο περιορισμένα.
Το πρόβλημα βέβαια με οτιδήποτε δεν είναι καθολικό, είναι ότι υπόκειται σ’ έναν μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό στη διάθεση καθενός από εμάς να τηρήσει τα μέτρα, να κρατήσει τις αποστάσεις, να κάνει υπομονή για λίγους μήνες ακόμα. Και, ως κοινωνικά όντα, έχουμε την τάση να παρασυρόμαστε. Ανθρώπινο σίγουρα. Τετελεσμένο σε ό,τι αφορά την εορταστική περίοδο. Εξαιρετικά επικίνδυνο για τους επόμενους μήνες.
Σκεφτείτε το έτσι: στο σταυροδρόμι αυτό, η όποια χαλάρωση βλέπουμε στα μέτρα, πρέπει οπωσδήποτε να “μαζεύεται” γιατί η έξαρση του ιού καραδοκεί. Αντί να νιώθουμε ότι η χαλάρωση ήρθε επειδή ο κίνδυνος αποσοβήθηκε, και άρα να χαλαρώνουμε περαιτέρω, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε κάτι για να κρατήσουμε χαμηλά τα επίπεδα κρουσμάτων. Όσο πιο πολλά από τα “προαιρετικά”, τα ανθρώπινα, αυτά που μας έχουν λείψει τόσο πολύ όλους αυτούς τους μήνες θυσιάζει καθένας από εμάς, τόσο μικρότερη θα είναι η ανάγκη να θυσιάσει πάλι, συλλήβδην, κάτι αντί για εμάς η πολιτεία.