Αποφασίσαμε να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο τι διαβάζουν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Τι βιβλία μπορεί να έχει διαβάσει η κυρία που βρίσκεται μπροστά μας στην ουρά για καφέ ή ο κύριος που πηγαίνει στη δουλειά του; Έχουν βιβλιοθήκη; Έχουν αγαπημένα βιβλία; Ποιος είναι ο συγγραφέας που τους συγκινεί; Πόσες φορές έχουν διαφωνήσει για ένα βιβλίο που κάποιος μπορεί να βρήκε αριστούργημα, όμως ο επόμενος που το ξεκίνησε το βρήκε βαρετό; Μπορεί να μην έχουν να μας πουν τίποτα – το βιβλίο να είναι γι’ αυτούς μια “ξένη γη”. Ή, μπορεί το βιβλίο να ανοίγει για εκείνους αναπάντεχες πύλες σε νέους κόσμους. Αναθέσαμε στον Λευθέρη Πλακίδα να ρωτήσει τρεις δικούς του ανθρώπους για το βιβλίο που τους έκανε εντύπωση το τελευταίο διάστημα – παλιό ή καινούργιο.
Το “4,3,2,1” του Paul Auster επιλέγει η Μαίρη Μαχαίρα
Το καλοκαίρι του 2019, αναπόφευκτα οι εμπειρίες μου είχαν περιοριστεί σ’ ένα τρίκλινο δωμάτιο σε μια ιδιωτική κλινική. Δεν παραπονιέμαι, καθώς όλα πήγαν καλά με την υγεία μου και, εκτός από το πέρα δώθε των αγαπημένων μου, είχα συντροφιά και το τελευταίο αριστούργημα του Paul Auster με τίτλο “4,3,2,1”.
Με καμία διάθεση υπερβολής, η εμβληματική γραφή στην υπέροχη μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη μου εμφύσησε την αδιαμφισβήτητη αλήθεια πως η ζωή είναι μια αλληλουχία συμπτώσεων. Μας οδηγεί στο σήμερα και την επηρεάζουμε μόνο με τις επιλογές μας. Και όλα αυτά, τη στιγμή που οι σελίδες σε ταξιδεύουν στη Νέα Υόρκη του 20ού αιώνα, μέσα από τα μάτια του συγγραφέα που έζησε εκεί τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Το βιβλίο έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα και κάθε κεφάλαιο αποτελείται από τέσσερις ενότητες. Καθεμιά εξιστορεί την παραλλαγή της ζωής του πρωταγωνιστή, υπό την επίδραση διαφορετικών συνθηκών. Έτσι, σε κάθε νέο κεφάλαιο, παρακολουθείς να ενηλικιώνονται οι τέσσερις εαυτοί του Φέργκιουσον, που έχουν τους ίδιους γονείς, το ίδιο σώμα, το ίδιο γενετικό υλικό, καθένας όμως ζει σε άλλο σπίτι, σε άλλη πόλη, υπό άλλες συνθήκες. Ο θάνατος του πατέρα, μια έκτακτη μετακόμιση, μια νέα φιλία, ένας έρωτας που ξεθωριάζει, το κατακερματισμένο τοπίο της Νέας Υόρκης – χαράζουν νέους δρόμους στη βρεφική, νεανική και ενήλικη ζωή του.
Ένας απ’ αυτούς είναι η πραγματική πορεία του συγγραφέα και σε συμβουλεύω να μην το μάθεις νωρίτερα. Σε κάθε σελίδα σε κάνει να αναρωτιέσαι: το ότι η δική σου ζωή έχει εξελιχθεί έτσι δεν σημαίνει από μόνο του ότι δεν θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί αλλιώς! Όλα είναι πιθανά και όλα είναι επιλογές, έτσι ας απολαύσουμε τη ροή τους με χαμόγελο και ανυπομονησία για το απροσδόκητο. Κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Το βιβλίο είναι μόλις 1.217 σελίδες και δεν θα βαρεθείς λεπτό. Εξάλλου, ο συγγραφέας είχε δηλώσει πως θα ήθελε να τον θυμούνται γι’ αυτό. Καλή απόλαυση!
“Το Όνομά μου είναι Rachel Corrie” επιλέγει η Χάρις Παγωνίδου
Αν οι ιστορίες που γράφονται στα βιβλία είναι ικανές να μας προκαλέσουν έντονη συγκίνηση και προβληματισμό, τότε οι αληθινές ιστορίες που γράφονται από τους ίδιους τους ήρωες μας φέρνουν σίγουρα αντιμέτωπους με την πιο αληθινή εκδοχή της ζωής, που μάλλον είναι πιο σκληρή απ’ όσο φανταζόμαστε.
Τον Ιανουάριο του 2003 η Rachel Corrie, μια Αμερικανοεβραία ακτιβίστρια, ταξίδεψε στη Λωρίδα της Γάζας στην Παλαιστίνη για να ενταχθεί στην ομάδα μη βίαιου ακτιβισμού ISM (Διεθνές Κίνημα Αλληλεγγύης). Από το παιδικό δωμάτιο στην Ολύμπια της Ουάσιγκτον, βομβαρδισμένο από ρούχα και φουλάρια, βρέθηκε στο σαλόνι μιας οικογένειας στην Παλαιστίνη, βομβαρδισμένο από οβίδες, που έπεφταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα. Δύο μήνες μετά, στις 16 Μαρτίου του 2003, η Rachel ισοπεδώθηκε από μια μπουλντόζα του Ισραηλινού στρατού. Κι αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός!
Το βιβλίο “Το Όνομα μου είναι Rachel Corrie” γράφτηκε ως θεατρικός μονόλογος από τον ηθοποιό Alan Rickman και τη Βρετανίδα δημοσιογράφο Katharine Viner. Η πραγματική ιστορία της Rachel Corrie, όμως, είναι γραμμένη στα ημερολόγια που κρατούσε από μικρή ηλικία, και σε e-mails που αντάλλασσε με τους κοντινούς της ανθρώπους – υλικό που δημοσιεύτηκε μετά τον άδικο θάνατό της. Οι αναγνώστες ή άλλοτε το κοινό, γινόμαστε μέτοχοι των πιο προσωπικών στιγμών της, μαθαίνουμε για τον πρώτο της έρωτα, για τη ζωή της στην Ουάσιγκτον, αλλά και για τις αμέτρητες ανησυχίες και επιθυμίες που καταγράφει σε λίστες με αυτοσαρκασμό και εφηβικό ενθουσιασμό.
Την ακολουθούμε στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη, βιώνουμε μαζί της το σοκ για την κατάσταση που επικρατεί εκεί, και κοιτάζουμε μέσα από τις τρύπες στους τοίχους τη ζωή των οικογενειών που την φιλοξενούν – και μαζί της την ελπίδα. Ένα απρόβλεπτο ταξίδι γεμάτο θυμό για την κοινωνική αδικία και έμπνευση για την επιτακτική πολιτική αλλαγή. Μέσα από χειμαρρώδεις αφηγήσεις και ντοκουμέντα, ολόκληρος ο ψυχικός κόσμος του κοριτσιού, που από 10 χρονών ονειρευόταν να σταματήσει την παγκόσμια πείνα, γίνεται γεφύρωμα δύο μακρινών ηπείρων, δείχνοντας με τον πιο ειλικρινή και ζωντανό τρόπο ότι κάποια πράγματα στη ζωή “δεν μπορείς να τα φανταστείς αν δεν τα δεις”.
Το “Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα” επιλέγει η Ελένη Αράπογλου
Συνήθως δεν περνάμε καλά όταν μας εξηγούν ένα αστείο. Ο Κρίστοφερ Μπουν από την άλλη, δεν περνάει καλά με τα αστεία.
Ξέρει τον μηχανισμό, μπορεί να εξηγήσει πώς γίνονται, όμως συγχύζεται. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να κάνει ένα λογοπαίγνιο, δηλαδή ένα παιχνίδι με τις λέξεις, δίνοντας διπλή σημασία σε μια συγκεκριμένη φράση. Αν σας φαίνεται περίεργη η περιγραφή της αρχιτεκτονικής του χιούμορ, δείτε τι συμβαίνει όταν ο Κρίστοφερ ακούει ένα λογοπαίγνιο:
“Αν προσπαθήσω να πω το αστείο στον εαυτό μου δίνοντας στην έκφραση δύο ή και παραπάνω διαφορετικές σημασίες ταυτόχρονα, είναι σαν να ακούω δύο ή τρία μουσικά κομμάτια ταυτόχρονα , πράγμα που και με δυσαρεστεί και με κουράζει […] Είναι σαν να προσπαθούν τρεις άνθρωποι να σου μιλήσουν ταυτόχρονα για διαφορετικά πράγματα.”
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα” του Mark Haddon. Πρόκειται για ένα βιβλίο για όλες τις ηλικίες, με εκατομμύρια αναγνώστες παγκοσμίως, που έχει μεταφερθεί με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο, σε πολλές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Έχει αποσπάσει, επίσης, πολλαπλές διακρίσεις και βραβεία. Και όχι άδικα.
Με γλώσσα άμεση, λιτή, με χιούμορ και τρυφερότητα, ο συγγραφέας του βιβλίου, μας βοηθά να διεισδύσουμε στο μυαλό ενός νέου με αυτισμό. Η ιστορία δεν κάνει πουθενά “κοιλιά”. Η εξέλιξή της και η γραφή του Haddon είναι εθιστικές. Η επιλογή του ομοδιηγητικού αφηγητή γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στον τρόπο που βιώνουμε την πραγματικότητα εμείς και στον τρόπο που τη βιώνουν οι άνθρωποι που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.
Καθώς ο Κρίστοφερ ψάχνει να βρει λύση σ’ ένα απίστευτο μυστήριο, λύνει κάποια από τα μυστήρια του αυτισμού για εμάς. Βρίσκεται αντιμέτωπος με ψέματα που τον αποδιοργανώνουν και μας φέρνει αντιμέτωπους με τα κατά συνθήκη ψεύδη που οργανώνουν τις ζωές μας. Ζει την περιπέτεια και φοβάται, όπως όσοι από μας τολμούν ή δεν τολμούν τελικά να την ζήσουν. Προσπαθεί να κάνει το σωστό, ακολουθώντας τους κανόνες σε έναν χαοτικό κόσμο. Κάνοντας βήματα μικρά, μας δείχνει πώς είναι να κάνεις άλματα.