Στις 2 Νοεμβρίου 1917 αποστέλλεται η διακήρυξη του Balfour. Με ένα κείμενο 67 λέξεων, η Βρετανική αυτοκρατορία δηλώνει πως “η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας είναι ευνοϊκά διακείμενη στην ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό”.
Ο Ρόλος του Balfour
Η διακήρυξη υπογράφεται από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Arthur James Balfour και αποστέλλεται στον ηγέτη της εβραϊκής βρετανικής κοινότητας λόρδο Lionel Walter Rothschild. Προϊόν πολύμηνων διαβουλεύσεων, η πράξη αυτή έχει, μέχρι σήμερα, δεχτεί έντονη κριτική.
Οι επικριτές της κάνουν λόγο για παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, καθώς στερεί το δικαίωμα του λαού των Παλαιστινίων για αυτοδιάθεση και συμβάλλει στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ 31 χρόνια αργότερα. Όπως θα σχολιάσει κάποτε ο Ούγγρο-Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Arthur Koestler: “Ένα έθνος υπόσχεται σε ένα άλλο έθνος τη γη ενός τρίτου έθνους”.
Παραδόξως, αρκετοί ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει τον Balfour αντισημίτη. Επί πρωθυπουργίας του, από το 1902 έως το 1905, εισήγαγε σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική για να αποτρέψει την είσοδο Εβραίων που ζητούσαν καταφύγιο από τα πογκρόμ στην ανατολική Ευρώπη.
Ο Εβραίος υπουργός Edwin Montagu ήταν ορκισμένος εχθρός του Balfour και της πρότασής του. Σύμφωνη γνώμη φαίνεται να είχε και μεγάλο μέρος της εβραϊκής κοινότητας της Βρετανίας, το οποίο έβλεπε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στη Μέση Ανατολή σαν μια προσπάθεια απομάκρυνσής τους από τη χώρα ή περιορισμού των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Ο Montagu θεωρούσε τη δημιουργία κράτους με συνδετικό κρίκο τη θρησκεία παράλογη ιδέα. Ανέφερε τότε σε σχετικό υπόμνημα: “Σας βεβαιώνω ότι δεν υπάρχει ένα εβραϊκό έθνος” και συμπλήρωνε πως μια τέτοια άποψη θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε “ότι ένας Άγγλος χριστιανός και ένας Γάλλος χριστιανός ανήκουν στο ίδιο έθνος”.
Η Επιλογή της Παλαιστίνης
Από την πλευρά του, πάντως, το σιωνιστικό κίνημα είχε όντως ως στόχο τη δημιουργία μιας εβραϊκής πατρίδας με εδαφική κυριαρχία. Όμως, για τον Theodor Herzl και τους άλλους σιωνιστές ηγέτες, ο τελικός προορισμός είχε μικρή σημασία. Είχαν, άλλωστε, γίνει προτάσεις για εγκατάσταση Εβραίων στην Αργεντινή, την Ουγκάντα, την Κύπρο, τη Σιβηρία ή ακόμα και σε μια όαση του Περσικού Κόλπου κοντά στο σημερινό Μπαχρέιν.
Η επιλογή της Παλαιστίνης από τους Βρετανούς γίνεται βάσει γεωπολιτικών συμφερόντων. Σε μια ιδιαίτερα ρευστή χρονική συγκυρία, όπου η προοπτική της νίκης στον πόλεμο φαινόταν αρκετά κοντά, το Λονδίνο αναζητούσε πρόσκαιρες συμμαχίες, αλλά και μία πρόφαση για να αποτρέψει την κυριαρχία της Γαλλίας στην περιοχή που σήμερα αποτελείται από το Ισραήλ, τα παλαιστινιακά εδάφη, τον Λίβανο και τη Συρία.
Η μάχη αφορούσε κυρίως τον έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ και το πέρασμα προς την Ινδία, αλλά και τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής. Η Βρετανία, μάλιστα, επιχειρεί να παίξει “διπλό παιχνίδι” αφού, παράλληλα με τη διακήρυξη, διαπραγματεύεται με τον τότε σαρίφη τη Μέκκας Hussein και υπόσχεται στους Άραβες τα ίδια ακριβώς εδάφη, μαζί με ανεξαρτησία. Ως αντάλλαγμα θα πρόσφεραν συμμαχία ενάντια στην καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι μετέπειτα συσχετισμοί δυνάμεων, όμως, θα μειώσουν τα οφέλη της παρακμάζουσας πλέον Βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο επακόλουθος δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ανάδειξη των ΗΠΑ ως οικονομικής και πολιτικής δύναμης θα οδηγήσουν στη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ με την υποστήριξη των τελευταίων.
Διαβάστε Ακόμα στην αθηΝΕΑ: Γιατί οι Γυναίκες Αποσιωπώνται από την Ιστορία;