Για πολλούς ο πόλεμος είναι η χειρότερη μορφή «θείας τιμωρίας». Άνθρωπος σκοτώνει άνθρωπο για λόγους που πάντοτε αποτελούν συγκεντρωτικό αφήγημα άδοξων εγωισμών και ψευδών αφηγημάτων ιστορικού περιεχομένου.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, ένας λαός που έχει γαλουχηθεί με την έπαρση του εθνικού μεγαλείου και με τη βαρβαρότητα ως εθνική πρακτική συνθλίβει ως ολετήρας έναν λαό, όπως έκανε και στο παρελθόν. Ο κόσμος μοιάζει σαν να είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε ονειροπόλους που δεν φοβούνται γιατί μπορούν να κάνουν (και έχουν κάνει στο παρελθόν) τέρατα αλλά παράλληλα το αφήγημά τους χαρακτηρίζεται από πολιτική ορθότητα και λάμψη, και σε βαρβάρους που σκοτώνουν με ευκολία όποιον αμφισβητήσει το αφήγημα της καθαρότητάς τους, το πόσο ξανθό ή οθωμανικό γένος είναι.
Είναι πραγματικά επίκαιρο –και θα μου επιτρέψετε να το παραφράσω– το γνωστό απόφθεγμα του Παπανούτσου: «Καταναλώσαμε τούτο τον αιώνα αλλά δεν ευτυχήσαμε». Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε; Εδώ στο μυαλό κάποιων ο Trump υπηρέτησε τη δημοκρατία και ο Erdogan είναι τιμητής της διεθνούς νομιμότητας… Μέσα σε αυτή την ψυχολογική περιδίνηση πολλαπλών επιπέδων ο πόλεμος του Putin στην Ουκρανία και τη Δύση καλά κρατεί.
Μήπως ο πανεπιστημιακός και ειδικός επί των Διεθνών Σχέσεων Δημήτρης Αναγνωστάκης ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε;
Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία;
Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα. Ένα πρώτο σενάριο είναι αυτό του μακρύ πολέμου, για το οποίο αξιωματούχοι των χωρών της Δύσης έχουν ήδη αρχίσει να προειδοποιούν. Ένα άλλο σενάριο είναι να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις, είτε ύστερα από την αποτυχία της Ρωσίας να πετύχει μεγάλο μέρος των αντικειμενικών της στόχων είτε ύστερα από την εξάντληση και των δύο πλευρών. Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες (πολιτικές, στρατιωτικές, διπλωματικές, ανθρωπιστικές κ.ά.) του πολέμου θα είναι μαζί μας για καιρό.
Είναι μονόδρομος η επέκταση της έντασης;
Σχεδόν ποτέ δεν είναι μονόδρομος η επέκταση της έντασης, ακόμα κι αν φαίνεται συχνά έτσι από την ιστορική ματιά. Όπως έχουν τα πράγματα για την ώρα όμως, οι μαξιμαλιστικοί στόχοι της Ρωσίας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αποσυμπίεση της έντασης.
Έχει αποτύχει ως θεσμός η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Δεν νομίζω ότι έχει αποτύχει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το να προβλέπουμε τη διάλυση και πτώση της ΕΕ ή/και της Δύσης έχει γίνει πλέον κλισέ και επαναλαμβάνεται κάθε λίγο και λιγάκι. Μετά τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, πολλοί αναλυτές και δημοσιογράφοι προέβλεπαν με δραματικούς τόνους το τέλος της διατλαντικής συμμαχίας, το ίδιο και μετά την άνοδο του Donald Trump στην προεδρία. Αντίστοιχα, μετά την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη που ξεκίνησε το 2010, αλλά και με την υπόθεση Brexit, πάλι βιάστηκαν αρκετοί να μιλήσουν για το τέλος της ΕΕ.
«Τόσο οι διατλαντικοί θεσμοί όσο και η ΕΕ αποδείχτηκαν και αποδεικνύονται εξαιρετικά δυνατοί λόγω της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητάς τους. Ειδικά για την ΕΕ θα έλεγα ότι έχει μάθει να δυναμώνει από τις κρίσεις που την ταρακουνούν».
Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι διατλαντικοί θεσμοί όσο και η ΕΕ αποδείχτηκαν και αποδεικνύονται εξαιρετικά δυνατοί λόγω της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητάς τους. Ειδικά για την ΕΕ θα έλεγα ότι έχει μάθει να δυναμώνει από τις κρίσεις που την ταρακουνούν. Παίζει ρόλο βέβαια και το ποιοι ηγούνται των οργάνων της ΕΕ και το ποιοι βρίσκονται στην εξουσία σε κράτη-μέλη κλειδιά. Θα μπορούσε η ΕΕ να κάνει περισσότερα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας ή στα θέματα χρέους; Σίγουρα. Όμως αυτό δεν εξαρτάται από την ίδια, αλλά από τα κράτη-μέλη που την απαρτίζουν. Άρα, οι όποιες αποτυχίες που συχνά υπάρχουν βαραίνουν τις εθνικές κυβερνήσεις.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»;
Αυτή η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί σε δύο σκέλη: το πολιτικό-ιστορικό σκέλος και το πολιτισμικό-κοινωνικό σκέλος. Σίγουρα οι συνάδελφοι ιστορικοί μπορούν να δώσουν καλύτερες απαντήσεις, αλλά με τα λίγα που ξέρω θα έλεγα ότι διαχρονικά η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας φαίνεται να επιλέγει κάθε φορά να σταθεί με το μέρος της Δύσης (ακόμα και αν αυτή η επιλογή γίνεται διστακτικά μερικές φορές). Τώρα, στο σκέλος του πολιτισμού, των λαϊκών εθίμων, και των κοινωνικών συμβάσεων, σίγουρα έχουμε στοιχεία τα οποία, θέλεις να τα πεις «ανατολίτικα», θέλεις να τα πεις «βαλκανικά», όπως και να ’χει, μας διαφοροποιούν ως ένα βαθμό από τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης. Έχουν αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία επίπτωση στους πολιτικούς θεσμούς; Μεγάλο θέμα, για το οποίο δεν υπάρχει εύκολη απάντηση και για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά.
Αποτελεί το ΝΑΤΟ τον μόνο πρακτικό πυλώνα ασφάλειας;
Ρεαλιστικά μιλώντας, και όσον αφορά τη γειτονιά μας, ναι. Επανέρχομαι σε αυτό που ανέφερα παραπάνω σχετικά με τις «προβλέψεις» περί αποτυχίας ή διάλυσης της ΕΕ, του ΝΑΤΟ κ.λπ. Ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει επιβιώσει το ΝΑΤΟ είναι ότι είναι αρκετά ευέλικτο και προσαρμόζεται στις ανάγκες των μελών του (ή τουλάχιστον στις ανάγκες μερικών από τα μέλη του): έχει αναλάβει αποστολές αντι-τρομοκρατίας, αποστολές για την καταπολέμηση της θαλάσσιας πειρατείας, και τώρα προσαρμόζεται στην αντιμετώπιση υβριδικών μορφών πολέμου. Θα αναρωτηθεί κάποιος, θα μπορούσε η ΕΕ να αποτελέσει εναλλακτικό πυλώνα; Όμως το ερώτημα αυτό τίθεται σε λάθος βάση.
«…βλέπουμε ότι οι πηγές ανασφάλειας για τους πολίτες είναι πλέον πολλών ειδών και αποχρώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση των σχετικών διεθνών και περιφερειακών οργανισμών και θεσμών αποτελεί βασικό βήμα».
Δεδομένου ότι δεν πρόκειται να αντικατασταθεί σύντομα και εξ ολοκλήρου το ΝΑΤΟ από έναν «ευρωπαϊκό στρατό», η συζήτηση έχει μεταφερθεί στην έννοια της συμπληρωματικότητας (μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ). Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμούμε τη μεγάλη πρόοδο που έχει γίνει στην ΕΕ στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Υπάρχει ο θεσμός της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (Permanent Structured Cooperation – PESCO), στον οποίο κράτη-μέλη αποφασίζουν να συνεργαστούν σε συγκεκριμένα αμυντικά ζητήματα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας έχει αναβαθμιστεί, ενώ πρόσφατα δημοσιεύτηκε και η «Στρατηγική Πυξίδα» της ΕΕ, που περιέχει φιλόδοξα σχέδια με χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2030.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει και αυτή ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής και βοήθειας (άρθρο 42, παράγραφος 7), αντίστοιχη ως ένα βαθμό με το περίφημο άρθρο 5 του ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα μπορεί γεωπολιτικά να προωθήσει τα συμφέροντά της και να γίνει πυλώνας ειρήνης;
Το ένα δεν αναιρεί κατ’ ανάγκη το άλλο, στον βαθμό βέβαια που τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας δεν είναι αναθεωρητικά. Είμαι πάντως λίγο επιφυλακτικός στον όρο «πυλώνας σταθερότητας και ειρήνης στην περιοχή». Δεν είναι άσχημο να τον χρησιμοποιεί η Ελλάδα στα επίσημα κείμενα, ομιλίες, εκστρατείες ενημέρωσης κ.λπ. Δεν είναι όμως χρήσιμος όρος όταν υπονοείται ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει εύκολα και χωρίς κόστος μια περιφερειακή δύναμη (regional power) στη γειτονιά της. Ίσως μια καλύτερη ερμηνεία του όρου θα ήταν να πούμε ότι, για να είσαι πυλώνας σταθερότητας και ειρήνης, θα πρέπει να επενδύσεις στην «έξυπνη δύναμη» (smart power), που εμπεριέχει στοιχεία τόσο σκληρής (hard power) όσο και μαλακής ισχύος (soft power).
Στη μετά πανδημίας και Ουκρανίας πραγματικότητα, πώς ορίζεται η ασφάλεια για τους πολίτες;
Είναι πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα. Στη δεκαετία του 1990, ύστερα από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, διάφοροι αναλυτές και ηγέτες που ήταν φιλικά προσκείμενοι στη Δύση έβγαζαν προς τα έξω μια αισιοδοξία (βέβαια την ίδια εποχή η Γιουγκοσλαβία έπεφτε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, με αποκορύφωμα τη γενοκτονία στη Σρεμπρένιτσα): τέλος της ιστορίας, τέλος στους πολέμους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, τέλος στον κίνδυνο του πυρηνικού ολοκαυτώματος κ.λπ. Μιλούσαν λοιπόν για την εξάπλωση άλλων κινδύνων που αφορούσαν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους του πλανήτη: κλιματική αλλαγή, πανδημίες, επισιτιστικές κρίσεις και λοιμοί κ.ά.
Η εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία το 2014 και τώρα, τον Φεβρουάριο, επανέφερε δραματικά στην πολιτική ατζέντα ζητήματα όπως η πυρηνική αποτροπή και η πιθανότητα να γενικευτεί μια συμβατική σύρραξη στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, λόγω της πανδημίας άρχισε να ακούγεται ξανά η φράση «παγκόσμιο χωριό», που ήταν πολύ της μόδας στη δεκαετία του 1990. Άρα βλέπουμε ότι οι πηγές ανασφάλειας για τους πολίτες είναι πλέον πολλών ειδών και αποχρώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση των σχετικών διεθνών και περιφερειακών οργανισμών και θεσμών αποτελεί βασικό βήμα.
Μπορεί να συμφιλιωθεί η Δύση με τη Ρωσία και την Κίνα;
Εκτός κι αν υπάρξουν δραματικές εξελίξεις, δεν βλέπω συμφιλίωση με τη Ρωσία στο πολύ εγγύς μέλλον. Μεσοπρόθεσμα όμως, πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποιου είδους συνεννόηση. Μιλώντας συνολικά για την Κίνα και τη Ρωσία, και οι δύο είναι αναθεωρητικές δυνάμεις σε διάφορους τομείς και πεδία (αναθεώρηση συνόρων, αναθεώρηση διεθνών συνθηκών κ.λπ.). Το θέμα είναι, πρώτον, σε ποιο βαθμό η αναθεωρητική ρητορική θα συνοδεύεται και από αντίστοιχες πράξεις και, δεύτερον, πόσο διατεθειμένη θα είναι η Δύση να δημιουργήσει αντιστάσεις. Έγραψα πρόσφατα ένα άρθρο για τη συνεργασία ΕΕ-ΗΠΑ στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, όπου αναφέρω ανάμεσα στα άλλα και τις προσπάθειες Κίνας και Ρωσίας να δημιουργήσουν δικές τους ξεχωριστές συνθήκες και δομές.
***
Η παγκοσμιοποίηση μοιάζει να έχει εσωτερικό vertigo και να αναπαράγει το μεγαλύτερο αδιέξοδο της οικονομίας της αγοράς. Όσο μεγαλώνει η ελευθερία στην οικονομία τόσο ενισχύεται η ανελευθερία στην κοινωνία, στα δικαιώματα και στο κοινό μας μέλλον. Δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε. Η ελευθερία ξεκινάει και τελειώνει με τον σεβασμό, τις αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η πραγματική νομιμότητα της δημοκρατίας ανήκει όχι στους δικαιωματιστές αλλά στους δίκαιους, αυτούς δηλαδή που εμπράκτως πιστεύουν στη δικαιοσύνη.
***
Ο Δημήτρης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1984. Σπούδασε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Aberystwyth University με αντικείμενο τις στρατηγικές σπουδές και σπουδές πληροφοριών. Το 2015 ολοκλήρωσε στο University of Nottingham τη διδακτορική του διατριβή με αντικείμενο τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας. Εργάστηκε προσωρινά σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Τουρκίας (2015-2016) και στο Hope University του Λίβερπουλ (2017-2018).
Από το 2018 εργάζεται στο University of Aberdeen. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στις διεθνείς σχέσεις και τη διεθνή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια, τις διατλαντικές σχέσεις και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και άμυνας.
Δείτε ακόμη στην αθηΝΕΑ:
Γιώργος Νόκος: «Η Ρωσική Εκκλησία Λειτουργεί ως Βραχίονας του Κρεμλίνου»
Χ. Πελέκης: Οι Δημοκρατίες Έχουν ως Σκοπό και την Εξάλειψη της Αδικίας
Κωνσταντίνος Φουτζόπουλος: Οι Διεθνείς Σχέσεις Είναι σαν τις Ανθρώπινες