Οι δημοπρασίες είναι ένα μέσο διεξαγωγής εμπορίου που χρονολογείται εδώ και αιώνες, με τις ρίζες του θεσμού να εντοπίζονται στην αρχαιότητα. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρθηκε πρώτος στη διαδικασία της δημοπρασίας, η οποία είχε λάβει χώρα στη Βαβυλώνα περίπου το 500 π.Χ.
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι δημοπρασίες χρησίμευαν για τη διάθεση περιουσιών μέσω ενός μηχανισμού ο οποίος ήταν γνωστός ως «Atrium Auctionarium». Τον 1ο αιώνα μ.Χ. ο Πομπήιος δημοπράτης Lucius Caecilius Iucundus έπαιρνε προμήθεια 1%, ενώ υπάρχουν στοιχεία πως οι Ρωμαίοι επινόησαν την προμήθεια του αγοραστή.
Οι δημοπρασίες τέχνης φαίνεται να έχουν παράλληλη ανάπτυξη στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις στο πέρασμα των αιώνων, όμως δεν υπάρχει ενιαία διαδικασία μέχρι τον 16ο αιώνα, οπότε και εισάγονται συστήματα δημοπράτησης στις βασικές αγορές τέχνης, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Το 1556 στη Γαλλία νομιμοποιήθηκε το επάγγελμα των εκτιμητών ή δημοπρατών, στους οποίους είχε δοθεί το αποκλειστικό δικαίωμα εκτίμησης και δημοπράτησης ιδιόκτητης περιουσίας προς πτώχευση, με όσα αντικείμενα και έργα τέχνης περιλαμβάνονταν σε αυτή.
Στην Αγγλία, η παλαιότερη και βασική μέθοδος μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν η πώληση με αναμμένα κεριά, κατά την οποία επιτυχημένη προσφορά (bid) ήταν η τελευταία που δινόταν προτού σβήσει το κερί. Μια άλλη ενδιαφέρουσα μέθοδος ονομαζόταν «Mineing», στην οποία ο δημοπράτης ξεκινούσε φωνάζοντας μία υψηλή τιμή και διαδοχικά μείωνε το ποσό έως ότου κάποιος φώναζε «Δικό μου!» και έτσι έκλεινε τη συμφωνία. Πάντως, έπειτα από διάφορους πειραματισμούς με τη μέθοδο του κεριού, υπερίσχυσε το σύστημα αυξητικών και διαδοχικών προσφορών, το οποίο έμεινε γνωστό ως «Η Αγγλική Μέθοδος» («The English Method») και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.
Στην Αγγλία επίσης, στα μέσα του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν οι Christie’s και Sotheby’s, που αποτελούν τους δύο μεγαλύτερους οίκους δημοπρασιών στον κόσμο. Ο James Christie ήταν ο πρώτος δημοφιλής δημοπράτης και κύριος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των δημοπρασιών τέχνης ως γεγονότων διασημοτήτων. Η επιτυχία του οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους ευγενικούς του τρόπους, οι οποίοι τον ανέδειξαν στη βρετανική αριστοκρατία, νομιμοποιώντας έτσι τη δημοπράτηση έργων τέχνης ως κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα.
Ο Samuel Baker, εκδότης και πωλητής βιβλίων, ίδρυσε τον οίκο που αργότερα μετονομάστηκε σε Sotheby’s κατόπιν ανάθεσης για να δημοπρατήσει τα βιβλία και τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του Sir John Stanley. Οι πρώτες δημοπρασίες του οίκου αφορούσαν αποκλειστικά σπάνιες συλλογές βιβλιοθηκών, γεγονός που τους ανέδειξε και τους καθιέρωσε στο πεδίο των βιβλίων και των χειρογράφων.
Η ίδρυση των πρώτων οίκων δημοπρασίας στην Αγγλία συμπίπτει χρονικά με τη Γεωργιανή Εποχή (1714-1830) και προκύπτει λόγω της σημαντικής οικονομικής άνθησης της Μεγάλης Βρετανίας. Μεγάλες συλλογές δημοπρατούνταν στο σύνολό τους από κληρονόμους ή διαζευγμένους συζύγους, σε πωλήσεις που διαρκούσαν μέχρι και 40 ημέρες, πολλές φορές στις ίδιες τις επαύλεις, για τις οποίες βρίσκονταν εύκολα αγοραστές τόσο από την τάξη των ευγενών και των μεγαλοαστών της Βρετανίας, όσο και από βασιλείς άλλων χωρών. Η τεράστια ζήτηση για αγορά πινάκων στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα οδήγησε τους οίκους στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού λαχνών, ολοένα σπανιότερων και ακριβότερων, και στην κατηγοριοποίηση των δημοπρασιών με βάση το ύφος των έργων αλλά και τα ενδιαφέροντα του κοινού.
Στην Αμερική, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο δημοπράτης Samuel P. Avery αποκτούσε τα έργα απευθείας από τους καλλιτέχνες, προκειμένου να είναι βέβαιος για τη γνησιότητα των λαχνών. Επιπλέον, παρακινούσε τους συλλέκτες να επενδύουν στην τέχνη. Από την άλλη, ο εξειδικευμένος έμπορος Ernst Gambart αγόραζε σε δημοπρασίες μεγάλο αριθμό έργων ζώντων καλλιτεχνών, πληρώνοντας εξωφρενικές τιμές, τραβώντας έτσι την προσοχή και ανεβάζοντας την οικονομική αξία των έργων. Το 1885, ο Thomas Kirby μετέτρεψε μια δημοπρασία σε δημόσιο θέαμα, βάζοντας φρουρούς να προστατεύουν τους πίνακες, φορώντας μάλιστα μεταξωτά γάντια, και εισιτήριο εισόδου στον χώρο της δημοπρασίας, αναδεικνύοντας τη σημασία του γεγονότος. Η ατμόσφαιρα ήταν αυτή της επιτηδευμένης πολυτέλειας –«Οι θυρωροί, τώρα ντυμένοι με την επίσημη ενδυμασία της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, τοποθετούσαν κάθε πίνακα σε καβαλέτο καλυμμένο με πορφυρό βελούδο»– και η δημοπρασία είχε απόλυτη επιτυχία.
Μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλοι οίκοι έκαναν δημοπρασίες με έργα-γόητρα, φέρνοντας στην αίθουσα επιφανείς προσωπικότητες. Μέχρι το 1970 οι οίκοι είχαν αποκτήσει προφίλ κύρους και είχαν γίνει η σημαντικότερη δύναμη στη μοντέρνα αγορά τέχνης. Αυτή η δυναμική τούς ώθησε στη δημιουργία πολυάριθμων παραρτημάτων στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου, δίνοντας βήμα σε τοπικούς οίκους δημοπρασιών να αναπτύξουν σημαντική δραστηριότητα, συχνά εξειδικευμένη στην τοπική αγορά και τα ενδιαφέροντα της εκάστοτε χώρας.
Στην Ελλάδα, οι πρώτες δημοπρασίες έκαναν την εμφάνισή τους μετά το τέλος του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου. Την πρώτη ολοκληρωμένη δημοπρασία οργάνωσε στην Αθήνα το 1984 ο εκδοτικός Οίκος Σπανός και αφορούσε σπάνια βιβλία. Σε αυτή δημοπρατήθηκαν 15.000 βιβλία σε διάρκεια 6 ημερών! Το παράδειγμα του Οίκου Σπανού ακολούθησαν και άλλοι, ενώ το 1989 ιδρύεται ο Οίκος Βέργος, ο οποίος καθιέρωσε τις ανοιχτές εκθέσεις προς το κοινό, καθιστώντας τα έργα τέχνης προσβάσιμα σε όλους.
Σήμερα, ο Οίκος Βέργος κατέχει ηγετική θέση στη δευτερογενή ελληνική αγορά τέχνης και στα σπάνια βιβλία, ενώ αρκετοί ακόμη οίκοι δημοπρασιών δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, καλύπτοντας ευρύ φάσμα κατηγοριών: από έργα τέχνης, βιβλία και χαρακτικά μέχρι ιστορικά αντικείμενα, νομίσματα και γραμματόσημα.
Στην παγκόσμια αγορά, μέσα από ποικίλες κατηγορίες δημοπρασιών και τιμές που αγγίζουν τριψήφιους έως εννιαψήφιους αριθμούς, δίνεται η δυνατότητα στο ευρύ κοινό να αποκτήσει μοναδικά αγαθά, καταρρίπτοντας πλέον τη θεωρία πως η υψηλή τέχνη και η συλλεκτική δραστηριότητα αφορά μόνο την οικονομική ελίτ. Στα συλλεκτικά αντικείμενα συγκαταλέγεται μεγάλη γκάμα ειδών: από έπιπλα design, μουσικά όργανα, κοσμήματα και κρασιά μέχρι κόμικ, αθλητικά είδη, ρούχα, ακόμα και αυτοκίνητα. Τελευταία προσθήκη στη λίστα είναι αυτή των NFTs (Non Fungible Tokens), τα οποία εισάχθηκαν στην αγορά δημοπρασιών τον Μάρτιο του 2021, με σκοπό να προσελκύσουν τους συλλέκτες που χρησιμοποιούν ως μέσο συναλλαγής το κρυπτονόμισμα.
Παράλληλα, νέες τάσεις λειτουργίας, όπως οι διαδικτυακές δημοπρασίες ή οι δημοπρασίες με μετάδοση live-streaming, έχουν εμφανιστεί στην ψηφιακή εποχή, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού, που αλληλεπιδρά ακόμα και μέσα από ηλεκτρονικές συσκευές. Μάλιστα, κατά την Covid εποχή, το διαδίκτυο αποτέλεσε το βασικό εργαλείο των οίκων, οι οποίοι προσαρμόστηκαν άμεσα στα νέα δεδομένα. Κατά την περίοδο της πανδημίας πραγματοποιήθηκε μεγάλος αριθμός πωλήσεων και οι τιμές πολλές φορές ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Θεωρείται πια δεδομένο πως οι αξιόλογοι οίκοι δημοπρασιών έχουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αγορά τέχνης, καθώς επηρεάζουν τη μόδα και τις τάσεις της αγοράς και σε μεγάλο βαθμό ορίζουν τις αξίες των έργων τέχνης και των συλλεκτικών αντικειμένων. Η δημοσίευση των τιμών, η επιλογή έργων σπουδαίας καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, οι εκτενείς κατάλογοι που συχνά συνοδεύονται από επιστημονική έρευνα, η παρουσίαση των έργων σε εκθέσεις που προηγούνται της δημοπρασίας, δημιουργούν στους συλλέκτες εμπιστοσύνη και ασφάλεια για την απόκτηση έργων με ιστορικό, καλλιτεχνικό και επενδυτικό χαρακτήρα.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Days of Art», τεύχος 14.
Πηγές:
- «A History of the Auction», Brian Learmount, Barnard and Learmount, Great Britain, 1985
- «High Art Down Home», Stuart Plattner, University of Chicago Press, Chicago and London, 1996
- «Pedigree and Panache», Shireen Huda, Australian National University Press, 2008 [Downloaded from JSTOR]
- «The Art Market 2022; An Art Basel & UBS Report», Dr Clare McAndrew, 2022
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Παλαιοβιβλιοπωλεία στα Εξάρχεια: Αφήστε Μας Εκεί!
Μπιενάλε Βενετίας: Η Ελληνική Συμμετοχή της Λουκίας Αλαβάνου