Γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται κρίσιμες συγκρούσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι αδυναμίες και τα προβλήματα που προκύπτουν στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, αν και είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, πηγάζουν εν μέρει από το αναπτυξιακό στάδιο της εφηβείας περίοδο κατά την οποία διαμορφώνεται η ταυτότητα του ατόμου, που κατά τον ψυχολόγο και ψυχαναλυτή Erik Erikson είναι ο σταθερός πυρήνας της προσωπικότητας, και διαμορφώνεται η αντίληψη του εαυτού.
Η περίοδος της εφηβείας χαρακτηρίζεται ως περίοδος αναζήτησης νέων ρόλων, που οδηγούν στη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου, ως περίοδος έντονου συναισθηματισμού, αυξανόμενης αυτονομίας και απόκτησης μιας άλλης αίσθησης του Εαυτού, όπου βασικές συνιστώσες του αποτελούν η αυτοαντίληψη και η αυτοεκτίμηση (Μακρή-Μπότσαρη, 2002. Λεονταρή, 1998). Η εφηβεία δεν παύει να είναι μια κρίσιμη και ευαίσθητη ηλικιακή περίοδος για την κοινωνικό-συναισθηματική ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και ψυχοκοινωνικοί παράμετροι όπως η ενσυναίσθηση και η κοινωνικοποίηση λειτουργούν σημαντικά στη δημιουργία και διατήρηση των διαπροσωπικών σχέσεων.
Η οικοδόμηση στενότερων συναισθηματικών δεσμών μέσα στην οικογένεια συμβάλλει στην ανάπτυξη ανώτερης συναισθηματικής νοημοσύνης, συνεπώς συντελεί στην οικοδόμηση πιο στέρεων διαπροσωπικών σχέσεων, καθώς το κάθε άτομο μέσα στις σχέσεις αποτελεί μια ξεχωριστή προσωπικότητα, προβάλλοντας στοιχεία του περιβάλλοντός του και το σύνολο των ιδιαίτερων στοιχείων του, δηλαδή τις νοητικές ικανότητες, την ιδιοσυγκρασία, τις κοινωνικές δεξιότητες και τα συναισθήματα.
Επικεντρώνοντας στην ενσυναίσθηση, δηλαδή την προσπάθεια του ατόμου να κατανοήσει στο μέγιστο βαθμό την εμπειρία κάποιου άλλου, είτε πρόκειται για συναίσθημα, για συμπεριφορά, είτε για διανοητική κατάσταση ή πλαίσιο αναφοράς (Δεληγιάννη, 2009), η έλλειψή της έχει ως συνέπεια τη δυσκολία στην ταυτοποίηση διαφορετικών τύπων συναισθημάτων και στην έκφρασή τους, καθώς και τη δυσκολία αναγνώρισης των συναισθηματικών αντιδράσεων των άλλων και αδυναμία στην δημιουργία ισχυρών δεσμών με τους άλλους. Η έλλειψη ενσυναίσθησης δεν προάγει τη δημιουργία παραγωγικών διαπροσωπικών σχέσεων, οι οποίες να θεωρούνται συναισθηματικά νοήμονες.
Η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης προϋποθέτει την ανάπτυξη της αντίληψης, κατανόησης και εξωτερίκευσης των συναισθημάτων κατά τη διαδικασία της διαπροσωπικής επικοινωνίας (Παππά, 2013). Η επίγνωση, η αποδοχή και ο σεβασμός του εαυτού μας και κατά συνέπεια και του άλλου και η ανάδειξη των θετικών χαρακτηριστικών συντείνει στην αξιολόγηση της έντασης των συναισθημάτων και στον έλεγχο των παρορμήσεων με στόχο την επίτευξη της συναισθηματικής ανάπτυξης. Για να είναι αρμονική κάθε σχέση, η ρίζα της φροντίδας πηγάζει από τη συναισθηματική σύμπνοια, από την ικανότητα για ενσυναίσθηση, συμβάλλοντας θετικά και στις ερωτικές σχέσεις (Goleman, 2019).
”You never really understand a person until you consider things from his point of view… until you climb into his skin and walk around in it.” Harper Lee
Η ενσυναίσθηση συνδέεται με την κοινωνικοποίηση και την επικοινωνία. Η δημιουργία και η ανάπτυξη σχέσεων με άλλους είναι θεμέλιος λίθος της κοινωνίας και το πως το άτομο συναισθάνεται και αφουγκράζεται τις ανάγκες και τις προσδοκίες των άλλων συμβάλλει σημαντικά στην αποτελεσματική επικοινωνία. Οι Cole και Cole (2001), σύμφωνα με τον Sigmund Freud, περιγράφουν την κοινωνική ανάπτυξη, ως μια αμφίπλευρη διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος από την παιδική ηλικία ενσωματώνεται στην ευρύτερη κοινωνική κοινότητα και ταυτόχρονα διαφοροποιείται ως ξεχωριστό άτομο. Η ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων δηλώνει την ικανότητα του ατόμου να διαχειριστεί τις διαπροσωπικές του σχέσεις αναπτύσσοντας την ενσυναισθητική ικανότητα και αλληλεπιδρώντας αποτελεσματικά με το κοινωνικό περιβάλλον και πετυχαίνοντας κοινωνικούς στόχους.
Για τον Alfred Adler ο άνθρωπος είναι κατά βάση ένα κοινωνικό όν, για αυτό και έστρεψε την προσοχή του στην περιγραφή των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο Adler είδε τον άνθρωπο ριζωμένο στην κοινότητα των συνανθρώπων, γνωρίζοντας ότι η υπερνίκηση του άγχους στη ζωή είναι δυνατή μόνο με τη δημιουργία μιας ανθεκτικής σχέσης προς το ανθρώπινο περιβάλλον (Rattner, 1970). Συνεπώς, η κοινωνική διαπροσωπική διάδραση θέτει τις βάσεις των διαπροσωπικών σχέσεων, στις οποίες κυρίαρχη θέση λαμβάνει το συναίσθημα, κεντρική λειτουργία του οποίου είναι η οργάνωση και διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων (Fischer & Manstead, 2008· Keltner & Heidt, 2001· Parkinson, 1995· Parkinson, Fischer, & Manstead, 2005, όπ. ανάφ. στο Καφέτσιος, 2018).
Οι σύγχρονες διαπροσωπικές σχέσεις λόγω των έντονων ρυθμών ζωής και της έλλειψης προσωπικού χρόνου πλήττονται κι από το φαινόμενο της έλλειψης επικοινωνίας που εστιάζεται στην μη ανεπτυγμένη κοινωνική δεξιότητα του ατόμου και στο λανθασμένο λεκτικό και μη λεκτικό τρόπο μετάδοσης του μηνύματος. Ως επικοινωνία ορίζεται η αμοιβαία κατανόηση μεταξύ ατόμων ή η μεταφορά δεδομένων από τον πομπό στον δέκτη με τη βοήθεια ενός από τα πολυάριθμα φυσικά και τεχνητά μέσα. Κάθε είδους επικοινωνία δημιουργεί μια σχέση, που περιέχει ένα ερμηνευτικό κώδικα που διαβάζεται από τους άλλους.
Η αδυναμία του κάθε ατόμου να εκφράσει ξεκάθαρα τις σκέψεις του, τα συναισθήματα και τις ανάγκες του στο συνομιλητή του είτε αυτός είναι συγγενής, φίλος, σύντροφος, συνεργάτης, προκαλεί σύγχυση στην επικοινωνία, η οποία καθίσταται αδύναμη και δύσκολη, όπως κι όταν η επικοινωνία είναι εγωκεντρική και δεν εισακούγεται η άλλη φωνή. Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας, το κάθε άτομο που λειτουργεί ως πομπός οφείλει να αφήνει χώρο στο δέκτη να πει εκείνο που σκέφτεται ή ετοιμάζεται να πει, επιτρέποντας οποιαδήποτε επεξήγηση που θα συνέβαλε στην επίτευξη μιας ολοκληρωμένης μεταφοράς των επικοινωνιακών μηνυμάτων.
Όταν το άτομο ακούει με ενσυναίσθηση το συνομιλητή του, μπορεί να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει το μήνυμα, κατανοώντας τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου και καλλιεργώντας παράλληλα ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού.
Καταληκτικά, αν στις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει ενσυναίσθηση, εκφράζονται σκέψεις και συναισθήματα και οι κώδικες επικοινωνίας είναι σωστοί και ολοκληρωμένοι, οι σχέσεις θα θεμελιώνονται σε στέρεες βάσεις και θα γίνονται πιο στενές, με τη σκέψη το Εμείς να χωράει στο Εγώ.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Cole, M., & Cole, S. (2001). Η ανάπτυξη των παιδιών. Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία (Τόμ. Β). (μτφ. Μ. Σόλμαν) Αθήνα: Τυπωθήτω- Γεώργιος Δαρδανός.
Δεληγιάννη, Κ. (2009). Συναισθηματική νοημοσύνη, ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη παιδιών και μέθοδοι διαπαιδαγώγησης γονέων (Διπλωματικής εργασία). Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Goleman, D. (2019). Η συναισθηματική νοημοσύνη. Γιατί το «EQ» είναι πιο σημαντικό από το «IQ»;. (μτφ. Α. Παπασταύρου) Αθήνα: Πεδίο.
Rattner, J. (1970). Ατομική Ψυχολογία. Εισαγωγή στη θεωρία της ψυχολογίας του βάθους του Άλφρεντ Άντλερ. (μτφ. Γ. Βαμβαλή). Αθήνα: Μπουκουμάνη.
Καφέτσιος, Κ. (2018, Ιούνιος). Συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις: Μια γόνιμη διαλεκτική. Ψυχολογία, 23 (1), 54-69. Ανακτήθηκε από https://elpse.com/JournalPsychology/23(1).html.
Λεονταρή, Α. (1998). Αυτοαντίληψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μακρή-Μπότσαρη, Ε. (2002). Η ανάπτυξη του εαυτού στην εφηβεία. Στο Χ. Νόβα- Καλτσούνη (Επιμ.), Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Θέματα εφηβείας (σσ. 17-41). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Παππά. Β. (2013). Η λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.