Οι Δευτέρες ανήκουν στα παιδικά τραύματα. Στις ιστορίες με τις κλειδαμπαρωμένες στα σκοτάδια οικογένειες που δεν βρίσκουν τρόπο να ανασάνουν, γιατί δεν ξέρουν πώς και από πού να πάρουν αέρα, ή γιατί δεν νοιάστηκαν ποτέ να βρουν διέξοδο.
Και οι Τρίτες στα παιδικά χρόνια ανήκουν τρόπον τινά. Στην εποχή που όλα διαμορφώνονται, παγιώνονται και ανατρέπονται πέρα από τη σύμφωνη γνώμη των μεγάλων. Για την ακρίβεια, παρά τη σφοδρή και καταστροφική αντίρρηση των μεγάλων.
Και τις Δευτέρες και τις Τρίτες, εκεί στο Show What? της πλατείας Μεσολογγίου στο Παγκράτι, μια βαθιά πληγή της κοινωνίας ντύνεται το πέπλο του θεάτρου για να μιλήσει για τα δύσκολα, χωρίς διδαχή, ούτε καν ως φωνή διαμαρτυρίας.
Παίρνοντας τον πιο δύσβατο δρόμο, αυτόν του συναισθήματος, αυτόν που αφήνει χαρακιές στo πρόσωπo των ανθρώπων και κατορθώνει να συμπαρασύρει τους θεατές σε έναν κόσμο που φλέγεται –ακόμη κι αν δεν τα καταφέρνει– για αποδοχή και αγάπη.
Ψυχή και των δύο έργων, μιας ιστορίας ενδοοικογενειακής βίας με τον τίτλο το «Χώμα στην Μπανιέρα» και ενός μονολόγου για την τόλμη του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του με τον τίτλο «Την Τρίτη στο Σούπερ-Μάρκετ», είναι ο Φαίδων Καστρής.
Καλλιτέχνης με μακρόχρονη εμπειρία, ηθοποιός με αφοπλιστικά συγκινητική ερμηνεία, διάσημος και πρώτο όνομα για όσους αγαπάει και τον αγαπούν, ο Φαίδων Καστρής είναι ένας sui generis τύπος που απ’ ό,τι φαίνεται ξέρει να βάζει το δάχτυλο στο μέλι όχι για να καρπωθεί δόξα και χρήμα, αλλά για να γιατρέψει τραύματα με τον τρόπο που ξέρει, το θέατρο.
Φέτος, για την ακρίβεια και φέτος, σε βλέπουμε σε δύο θεατρικές παραστάσεις στον πολυχώρο Show What?. Στο «Χώμα στην Μπανιέρα», που έχεις γράψει εσύ, και στο «Την Τρίτη στο Σούπερ-Μάρκετ» του Emmanuel Darley. Ας ξεκινήσουμε από το «Χώμα», ένα κείμενο αλληγορικό, με ήρωες τέσσερα παιδιά εγκλωβισμένα στην κλειστή κακοποιητική τους οικογένεια. Τι σε ενέπνευσε να γράψεις αυτό το έργο; Υπάρχουν δικά σου βιώματα στο κείμενο;
Έγραψα το «Χώμα» το 2001. Είκοσι δύο χρόνια μετά το σκηνοθετώ και παίζω τον «μικρό» Φωτάκη με πολύ αγαπημένους ηθοποιούς-«αδέλφια» μαζί μου στην μπανιέρα… Έγραψα το έργο ως ηθοποιός, ποτέ δεν ένιωσα συγγραφέας. Νιώθω πως βγήκε από μέσα μου σαν κραυγή ή και σαν αναστεναγμός βαθύς που δεν μπορείς να τον σηκώσεις. Είναι μια αλληγορία, οριακά θα έλεγα και μια μαύρη κωμωδία, ένα ποιητικό έργο με ήρωες παιδιά, ένα έργο για το τραύμα στην παιδική ηλικία που καθορίζει τη ζωή που θα ή που δεν θα ζήσουμε.
Το έργο μιλά για την κακοποίηση, την παιδική κακοποίηση. Αφηγείται ένα μικρό θρίλερ, μια μικρή ιστορία, περισσότερο όμως αφουγκράζεται το κρυμμένο στην ντουλάπα τέρας, το τέρας κάτω από το παιδικό κρεβάτι μας… Δεν είναι βιωματικό το κείμενο, εννοώ δεν έχει προσωπικά μου βιώματα. Άλλωστε δεν είναι ρεαλιστικό.
Μεγαλώνοντας σε ένα μικροαστικό περιβάλλον, αρκετά διαφορετικός ο ίδιος από τα παιδιά γύρω μου, είχα δει το τέρας, είχα δει το παιχνίδι του από πολύ μικρός, είχα δει τα τέρατα πολλών παιδιών γύρω μου, τέρατα απερίγραπτα, για τα οποία δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε.
Η «αγία κακοποιητική οικογένεια» με σλόγκαν το «η μάνα είναι πάπλωμα» θα βιαστεί να κρύψει κάτω από το πάπλωμα, απ’ το χαλάκι, την παρεξηγημένη έννοια της αγάπης. Η καλή μας μαμά, γιαγιά και θεία θα καταχωνιάσει όλα τα οικογενειακά εγκλήματα, θα βυθίσει ακούσια και εκούσια όλα αυτά τα συνήθως αρσενικά ανομήματα, τα θηριώδη, θα τα κοιμίσει μαγεμένα στην κατάρα και στη σιωπή.
Μου πήρε πολλά χρόνια να αναγνωρίσω ως κακοποιητική τη συμπεριφορά που είχα εισπράξει. Όταν έγινα πατέρας, ήρθα αντιμέτωπος με τον φόβο μήπως και πάθει το παιδί μου όπως κι εγώ, εγώ που δεν αποδεχόμουν μέχρι τότε ως κακοποιητικό το πάθημά μου… Αυτό με ώθησε να γράψω το «Χώμα στην Μπανιέρα», η ανάγκη μου να αναγνωρίσω, να αποδεχτώ το ίδιο το γεγονός ως κακοποιητικό.
Έγραψες το «Χώμα στην Μπανιέρα» το 2001. Πώς αισθάνεσαι που μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας παραμένει τόσο επίκαιρη;
Δυστυχώς σήμερα με τη ζωή μας απλωμένη στο διαδίκτυο, με μια αποκρουστική ανάγκη του θηρίου να εκδηλωθεί, να ξεπουλήσει ακόμη το ίδιο το έγκλημά του, η κακοποίηση, σαν μόνιμη είδηση πια, σαν video λάφυρο από κινητό σε κινητό, στα μέσα και στα έξω, η κακοποίηση ωμή, σύμπτωμα και εκδήλωση της «ανθρώπινης αρρώστιας» ενός δήθεν πολιτισμού που εμπορευματοποιεί και παράλληλα καταστρέφει, θηριοποιεί και επιδεικνύει, δίνουμε έναν αγώνα, εγώ στο θέατρο, άλλοι στην πρώτη γραμμή, στη ζωή, για το παιδί και τον άνθρωπο. Το παιδί, το ζωάκι, το δέντρο, το χώμα, το ποτάμι, η θάλασσα, ο ουρανός θέλουν αγάπη για να σωθούν.
Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο πιο τραυματικός κρίκος μιας οικογένειας;
Ο περισσότερο τραυματικός, αθεράπευτος και επικίνδυνος, κρίκος έχει να κάνει πάντα με τον καθένα μας ξεχωριστά. Τα παιδιά ευάλωτα και αδιαμόρφωτα αντλούν και μιμούνται, φτερώνουν και δοκιμάζουν τα φτερά τους. Ο γονιός, παράλληλα με το παιδί, ακολουθεί, θυμάται και επαναλειτουργεί τον κωδικό.
Έχει μεγάλη σημασία τα παλιά τραύματα να έχουν αναγνωριστεί, να έχουν όσο το δυνατόν επουλωθεί, τα παιδιά να μάθουν πως καθαρίζουν οι πληγές, πως η αγάπη, ο σεβασμός, ο «εαυτός καθεαυτός», όπως λέει και η Μαρί Πιερ στο «Σούπερ Μάρκετ», είναι δικαίωμα του ενός και του άλλου, του κάθε άλλου.
Πόσο νόημα έχει να σκαλίζουμε κάτω από το χώμα;
Το χώμα θέλει σκάλισμα, το χώμα με το σκάλισμα αναπνέει, το χώμα κρύβει σκουλήκια, αυτά είναι και η δύναμή του και το τέλος του, το χώμα κρύβει φόβους και τρόμους, σκοτάδια, αν σκαλίζουμε μέσα μας, όλο και πιο βαθιά από φορά σε φορά, όταν κατέβουμε στον Κάτω Κόσμο μας, που λέει στο έργο ο Φωτάκης, στον κόσμο ανάμεσα, όχι στον Άδη, αλλά στο χώμα, θα φτάσουμε εκεί που δεν φοβόμαστε πια. Αν δεν σκαλίζουμε, ίσως να μη θεραπευτούμε ποτέ.
Το έργο του Emmanuel Darley «Την Τρίτη στο Σούπερ-Μάρκετ», το οποίο παίζεις κάθε Τρίτη στο Show What?, πολύ έξυπνη επιλογή ημέρας κατά τη γνώμη μου, είναι η ιστορία της Μαρί-Πιερ που κάποτε υπήρξε Ζαν-Πιερ. Γιατί θέλησες να ερμηνεύσεις αυτό το έργο;
Θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για όλα αυτά που αισθάνομαι και γιατί θέλω να ερμηνεύω, να μοιράζομαι το Μαριπιεράκι, όπως αποκαλώ αυτό το έργο. Ας πω αρχικά πως αγαπώ τη Μαρί Πιερ, της έχω παραδοθεί, με κατοικεί και με χωράει ολόκληρο. Αγαπώ τη στιγμή που εκείνη λέει «είμαι γυναίκα αυτή καθεαυτή», κι εγώ μέσα μου λέω «είμαι ηθοποιός αυτός καθεαυτός», είμαι δηλαδή αυτό που ονειρεύτηκα να γίνω και έγινα.
Βλέποντας την παράσταση αναρωτιόμουν ποια είναι η πιο τραγική φιγούρα του έργου, η Μαρί-Πιερ ή ο πατέρας της και ο κοινωνικός περίγυρος, τους οποίους δεν βλέπουμε επί σκηνής, αλλά η ύπαρξή τους είναι ανατριχιαστικά επιβλητική. Εσύ τι λες;
Καταλαβαίνω την ερώτηση, αλλά θα απαντήσω εμφατικά η Μαρί-Πιερ, η Μαρί-Πιερ είναι το μεγάλο θύμα. Φυσικά κι ο πατέρας της Αντρέ είναι θύμα του κόσμου, αλλά του κόσμου που και ο ίδιος υπολήπτεται και υποστηρίζει, παρότι και ο ίδιος συνθλίβεται.
Ποιος είναι –αν υπάρχει– ο κοινός παρονομαστής των δύο παραστάσεων;
Υπάρχει ένας δεσμός, ίσως όχι στα έργα, αλλά σε μένα που τα συγκοινωνώ.
Γιατί επέλεξες έναν ζεστό και μικρό χώρο όπως το Show What?; Πόσο δύσκολο είναι να βρίσκεσαι κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τον θεατή;
Το Show What? της Λένας και του Μάκη, φίλοι και οικογένεια, αγκάλιασε το «Μαριπιεράκι» στο ξεκίνημά του. Μου πρόσφεραν τη φιλοξενία τους με αγάπη και πίστη σε αυτό που είμαι και γνωρίζουν κι εκείνοι χρόνια πολλά πως κάνω.
Ήταν αυτό που λένε η στιγμή για να γίνει, κι εγώ σαν έτοιμος από καιρό μπήκα φουλ ερωτευμένος με όλα, με το έργο, με τον χώρο, με τους ανθρώπους μου γύρω. Βέβαια πια την ικανότητα, την εμπειρία, τη γενναιότητα και τη γενναιοδωρία να δοθώ, να παραδοθώ, να ταπεινωθώ, αλλά και να εξυψωθώ γυμνός ολόγυμνος, άνθρωπος και ηθοποιός, άντρας, γυναίκα, παιδί και γέρος, ψυχή τε και σώματι ηθοποιός.
Έχεις πλούσιο βιογραφικό. Ωστόσο δεν είσαι αυτό που θα λέγαμε αναγνωρίσιμος, διάσημος, πρώτο όνομα. Σε νοιάζει; Έχει σημασία άραγε;
Μα για μένα και όσους με γνωρίζουν είμαι και αναγνωρίσιμος και διάσημος και πρώτο όνομα! Αυτό με νοιάζει κι αυτό έχει σημασία. Το θέατρο είναι μια τέχνη, τρανς και μαζί θνητή. Δεν είναι όπως στο σινεμά που περνούν σε ένα είδος αθανασίας οι καλλιτέχνες. Το θέατρο επηρεάζει μόνο τους θεατές, γίνεται βίωμα, ιός που μπολιάζει, εμβόλιο που έρχεται να σώσει και να μεταδώσει. Το θέατρο είναι εκκλησία. Κι εγώ ζω κι αγαπώ αυτή την εκκλησία, είτε λειτουργεί σε μπαρ, σε μουσείο, σε θεατρική σκηνή, είτε, ακόμη καλύτερα, στην Επίδαυρο.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Φωτογράφος του Μήνα | Εύη Καραγιαννίδη