Φωτογραφίζοντας τον Τρύγο στο Γιαννακοχώρι και στο Αμύνταιο

Trygos, Boutari

Είναι ελάχιστες οι φορές που επιθυμώ, ως φωτογράφος, όχι μόνο να μιλήσω με εικόνες, αλλά να εκφραστώ και με λέξεις. Η «ανάθεση» από τον κυρ-Γιάννη να καταγράψω τη διαδικασία του τρύγου στο Γιαννακοχώρι Νάουσας και στο Αμύνταιο έγινε τον Μάιο. Σκέφτηκα αυτομάτως: «Τρύγος, άρα η σημαντικότερη εποχή του σταφυλιού, άρα μόχθος. Δεν θα είναι μια προϊοντική lifestyle φωτογράφιση, θα είναι ένα ταξίδι γεμάτο χειρωνακτική εργασία, ιδρώτα, ανθρώπους».

Εμπειρία Ζωής στο Γιαννακοχώρι

Πήγα στο Γιαννακοχώρι τον περσινό Αύγουστο, γιατί ήθελα να δω τον τόπο του τρύγου. Να γνωρίσω τους ανθρώπους εκεί. Τα μέρη στο Αμύνταιο μου είναι πιο γνώριμα, μιας και κατάγομαι από τη Φλώρινα.

Δεν θα μείνω στην πρώτη εντύπωση, το οινοποιείο που αντίκρισα, βγαλμένο σαν από παραμύθι. Θα μιλήσω για την εντύπωση που μου έκαναν οι άνθρωποι. Ήδη από την πρώτη εκείνη επίσκεψη που έκανα, πριν ξεκινήσει η δουλειά, που θα γινόταν τον Σεπτέμβριο. Πρώτα γνώρισα την Έλσα, στο καλωσόρισμα, και τον γεωπόνο, τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης, χαμένος στα αμπέλια, ήρθε αμέσως όταν έμαθε ότι βρίσκομαι εκεί. Η Έλσα, αφού μας ξενάγησε στο οινοποιείο, μας κέρασε κρασί και φαγητό.

Ξεκίνησα να πάω προς τα αμπέλια. Ο Μπάμπης με σταμάτησε… «Έβρεξε χθες», μου είπε, «θα πάμε με το αγροτικό».

«…ένα χάραμα, όταν έμενε εδώ ο Στέλιος, είδε μια αλεπού. Το φως του ξημερώματος έκανε την αλεπού να φαίνεται μπλε. Έτσι προέκυψε και η ετικέτα “Μπλε Αλεπού”».

Ανέβηκα στην καρότσα του αγροτικού, νιώθοντας ήδη την ανάγκη να φωτογραφίσω αυτή την απίστευτη συμμετρία της φύσης γεμάτη με αμπέλια. Ο Μπάμπης μου φώναξε από τη θέση του οδηγού: «Βλέπεις τη λίμνη ανάμεσα στα αμπέλια; Είναι τεχνητή! Την έκανε ο κυρ-Γιάννης!». Συνεχίσαμε προς τα κάτω, προς τον πύργο «Κούλα», την ταυτότητα της εταιρείας.

Ξεκλειδώσαμε, μπήκαμε μέσα… «Εδώ είχε αποφασίσει να μείνει ο Στέλιος… Έζησε ένα διάστημα, για 4-5 χρόνια», μου είπε. «Αυτοί είναι ωραίοι άνθρωποι», σκέφτηκα. «Εδώ μέσα θα έμενα κι εγώ. Ένας πέτρινος πύργος φτιαγμένος επί Τουρκοκρατίας, χωρίς ρεύμα, με απομεινάρια από τις πολεμίστρες και με θέα αμπέλια. Άρχισα να φωτογραφίζω και να χαζεύω την απέραντη ομορφιά. «Ξέρεις, Όλγα», με επανέφερε στην πραγματική διάσταση του χρόνου ο Μπάμπης, «ένα χάραμα, όταν έμενε εδώ ο Στέλιος, είδε μια αλεπού. Το φως του ξημερώματος έκανε την αλεπού να φαίνεται μπλε. Έτσι προέκυψε και η ετικέτα “Μπλε Αλεπού”».

Boutari, trygosΒγήκα από τον πύργο γεμάτη δέος, κατάσταση που διακόπηκε από τη δυνατή φωνή του συνοδού μου: «Όλγα, κοίτα, ένα ζαρκάδι!» Μέχρι να σηκώσω τα μάτια είχε εξαφανιστεί. «Μας κάνει παρέα ένα ζαρκάδι πού και πού αλλά, με το που θα δει άνθρωπο, εξαφανίζεται. Ίσως το ξαναπετύχουμε».

Νομίζω ότι, αν συνεχίσω έτσι, το κείμενο δεν θα τελειώσει ποτέ… Γι’ αυτό, ολοκληρώνω εδώ την αφήγηση από την πρώτη επίσκεψη στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη, με αυτές τις λίγες εικόνες, σαν εισαγωγή στην εμπειρία ζωής που έζησα συνολικά σε αυτό το αμπελοτόπι, για να μεταφερθώ σε μιαν άλλη εποχή, έναν μήνα μετά.

Γέλια, φωνές, ιδρώτας και χέρια, χέρια να δουλεύουν ασταμάτητα μέσα στα αμπέλια. Τα χέρια μαζεύουν τα σταφύλια, όχι οι μηχανές. «Οι μηχανές τα τραυματίζουν», με ενημέρωσαν.

Σεπτέμβριος, είχε φτάσει η ώρα για τον τρύγο. Φτάσαμε στο οινοποιείο ξημέρωμα. Ο ήλιος δεν είχε αρχίσει ακόμα να ανατέλλει. Μαύρο σκοτάδι. Βγήκα από το αυτοκίνητο με τρίποδα. «Αυτό πρέπει να το καταγράψω», σκέφτηκα. Τα αμπέλια τη νύχτα. Ακούγονταν μόνο ο αέρας και το θρόισμα των φύλλων. Όμως, δεν πέρασαν 5 λεπτά και ακούστηκαν πιστολιές. Φοβήθηκα, μπήκα στο αυτοκίνητο. Ύστερα από λίγα λεπτά ακούστηκαν κι άλλες. Έμοιαζε σαν να πυροβολούσαν δίπλα μας. «Κυνηγοί», σκέφτηκα. Θα τηλεφωνήσω στον Μπάμπη. «Είναι ξημέρωμα», μου υπενθύμισε ο Φώτης. Έτσι κ αλλιώς, κατά τις 7, θα έρθει με τους ανθρώπους του τρύγου. Επέμεινα, τηλεφώνησα… Από την άλλη άκρη της γραμμής, ο Μπάμπης ακούστηκε να γελάει. «Όχι, Όλγα, δεν είναι πιστολιές, είναι τεχνητοί ήχοι για να τρομάζουν τα αγριογούρουνα που έρχονται και τρώνε τα αμπέλια». Χαλάρωσα, βγήκα από το αυτοκίνητο.

Boutari, trygos

Σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται οι πρώτοι άνθρωποι του τρύγου. Κρατούσαν ψαλίδια, μαχαίρια, σακουλάκια με φαγητό, μαντίλια και καπέλα για τον ήλιο. Κάθισαν στο μεγάλο τραπέζι. «Πρώτα θα φάμε και μετά θα ξεκινήσουμε τη δουλειά». Άρχισα να χαζεύω την ανατολή, να φωτογραφίζω με ορμή. «Ελάτε να φάτε κι εσείς», μου λένε. «Εμείς εδώ τρώμε πρώτα όλοι μαζί και μετά ξεκινάμε τη δουλειά». Με κάποιους ανθρώπους αισθάνεσαι απόλυτη οικειότητα, χωρίς να την έχει προσπαθήσει ούτε εσύ ούτε εκείνοι.

Ξεκίνησαν τη δουλειά. Έβλεπα τελάρα έτοιμα να τους «περιμένουν». Φωτογράφιζα και μάθαινα. Μάθαινα πολλά για τα σταφύλια, δοκίμαζα επιτόπου. «Σε 3 μέρες θα μαζέψουμε Ξινόμαυρο», μου είπε ο Μπάμπης ενόσω δοκίμαζε. «Όχι», αποφάνθηκε, «όχι ακόμα, θέλει άλλες 3 μέρες».

Γέλια, φωνές, ιδρώτας και χέρια, χέρια να δουλεύουν ασταμάτητα μέσα στα αμπέλια. Τα χέρια μαζεύουν τα σταφύλια, όχι οι μηχανές. «Οι μηχανές τα τραυματίζουν», με ενημέρωσαν. Παράλληλα έρχονταν, συνέχεια, τρακτέρ, στα οποία φόρτωναν τα γεμισμένα από σταφύλια τελάρα για να τα μεταφέρουν στις ειδικές αποθήκες.

Boutari, Trygos

«Όταν πέσει το φως θα σταματήσουμε», μου είπαν. Η πρώτη μέρα του τρύγου είχε πολύ ήλιο. Η δεύτερη όχι, αλλά ευτυχώς δεν έβρεξε. Η βροχή σταματάει τον τρύγο.

Τη δεύτερη μέρα έχω χαθεί μέσα στα αμπέλια φωτογραφίζοντας. «Εεεε, πού είσαι;» μου φώναξαν. «Διάλειμμα! Εδώ κάνουμε όλοι μαζί διάλειμμα. Έλα να φας!» .

«Θα είσαι και αύριο;», με ρώτησαν την τελευταία μέρα, «Αύριο τελειώνουμε το Ξινόμαυρο». Έπρεπε να πάω στο Αμύνταιο. «Κρίμα», μου είπαν, «σας συνηθίσαμε, ήσασταν καλή παρέα». Τους αγκάλιασα και τους χαιρέτησα. Τους αισθανόμουν πια δικούς μου ανθρώπους. «Θα έρθω να σας ξαναδώ του χρόνου τον Σεπτέμβριο, στον τρύγο πάλι», τους υπόσχομαι.

Boutari, trygosΟι 3 μέρες στη Νάουσα ήταν εμπειρία ζωής. Λίγο καιρό μετά, πήγα στην παρουσίαση του βιβλίου του κυρ-Γιάννη «60 Χρόνια Τρύγος». Πιο πολύ άκουγα τον κυρ-Γιάννη παρά φωτογράφιζα. Για κάποιες ιστορίες, για να τις νιώσεις, οι εικόνες δεν φτάνουν. Γνώρισα τον Στέλιο, τον Μιχάλη, τον Φάνη, τα παιδιά του, τον εγγονό του Νίκο, ο οποίος μας βοήθησε παντού, ήταν δίπλα μας όλες τις ώρες. Τη Γιώτα που με ανακάλυψε γιατί αγάπησε τη δουλειά μου. Την Ελπίδα, την Έλσα, τον Παύλο. Είναι πάρα πολλοί. Και όλοι φιλόξενοι, με θετική ενέργεια και διάθεση να μας διευκολύνουν.

Ανεβήκαμε με τον γεωπόνο στη Σαμαρόπτερα. Από εκεί, βλέπεις τον Άγιο Παντελεήμονα «πιάτο» και τη λίμνη. Αισθανόμασταν ένα με τα σύννεφα. «Εδώ μαζεύουμε λευκό», με ενημέρωσαν. Η γη είναι για λευκό.

Boutari, trygosΣτο Αμύνταιο, για τα Λευκά

Ξεκινώντας για το οινοποιείο στο Αμύνταιο μας έπιασε η κλασική «φλωρινιώτικη» ομίχλη. Ήταν περίοδος κυνηγιού και έβλεπες από το ξημέρωμα κυνηγούς μαζί με τους ανθρώπους που πήγαιναν στον τρύγο. Ανεβήκαμε με τον γεωπόνο στη Σαμαρόπτερα. Από εκεί, βλέπεις τον Άγιο Παντελεήμονα «πιάτο» και τη λίμνη. Αισθανόμασταν ένα με τα σύννεφα

«Εδώ μαζεύουμε λευκό», με ενημέρωσαν. Η γη είναι για λευκό. Την πρώτη μέρα, λόγω βροχής, δεν είχαμε τρύγο, είχαμε όμως οδοιπορικό σε όλα τα διάσπαρτα αμπέλια του κυρ-Γιάννη. Γύρω από τη λίμνη, ο τόπος ήταν γεμάτος πουλιά, κοπάδια, αλλά και τσομπανόσκυλα, που μας πήραν στο κατόπι. Όλο το μεγαλείο της φύσης εκεί. Τη δεύτερη μέρα είχαμε τρύγο. Με ήλιο. Μαζεύαμε λευκό. Μας πήρε με το αγροτικό ο γεωπόνος ξημέρωμα και πήγαμε να βρούμε τους ανθρώπους στα αμπέλια. Ξεκίνησαν να γεμίζουν τα τελάρα, αυτή τη φορά γεμάτα λευκά σταφύλια.

Στο Αμύνταιο γνώρισα άλλους τόσους «οικείους» ανθρώπους, Φωτογράφισα το οινοποιείο, ανέβηκα σε κλαρκ, οι άνθρωποί του δέχτηκαν να μας χαρίσουν λήψεις με το «πορτρέτο» τους, μας κέρασαν, μας επέτρεψαν να γίνουμε μέρος της καθημερινότητάς τους, έστω για λίγο.

Boutari, trygos

Δεν ξέρω πώς να κλείσω αυτό το κείμενο… Δεν ξέρω αν κατάφερα να αποτυπώσω κάπως το φωτογραφικό ταξίδι στα δύο κτήματα, η «σοδειά» του οποίου κατέληξε σε μια φωτογραφική έκθεση στο Κτήμα Κυρ-Γιάννη, στη Νάουσα. Σε αυτήν, εκθέτω 27 εικόνες, επιλογή που έγινε με μεγάλη δυσκολία. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερες, για να καταφέρω να προσεγγίσω το storytelling των 9 ημερών σε Νάουσα και Αμύνταιο. Στο άρθρο βλέπετε κάποιες από την έκθεση και κάποιες από το οδοιπορικό. Η επιλογή των οποίων και πάλι έγινε με μεγάλη δυσκολία.

Θα ήθελα  να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους, έναν έναν ξεχωριστά, με τους οποίους ήμουν μαζί από το πρωί στον τρύγο. Από τον οδηγό τρακτέρ, τους γεωπόνους, τα κορίτσια στα οινοποιεία. Γι’ αυτό το οδοιπορικό των 9 ημερών, που ξεκίνησε με ήλιο, που διακόπηκε από βροχές και ομίχλες και ολοκληρώθηκε με ήλιο ακόμα πιο «λαμπερό» από όταν ξεκινούσε. Ένα οδοιπορικό-εμπειρία που μίλησε στην ψυχή μου.

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

Γιάννης Μπουτάρης: 60 Χρόνια Τρύγος

Οινοποιία Μπουτάρη: Με Δύναμη από τη Θεσσαλονίκη

Wine Battle: Παλαιός Κόσμος Vs. Νέος Κόσμος

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Η Όλγα Δέικου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ακριτική πόλη της Φλώρινας. Το 2002 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ και έκτοτε ζει μόνιμα στην πόλη. Στη συνέχεια σπούδασε φωτογραφία και σήμερα εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος, συνεργαζόμενη με εταιρείες, ιδιώτες και έντυπα, τα τελευταία 12 χρόνια. Η πορεία της συμπεριλαμβάνει σπουδαία έργα, μεταξύ αυτών και η εικαστική ταυτότητα του 23ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+