Γιάννης Μπουτάρης: 60 Χρόνια Τρύγος

Γιάννης Μπουτάρης

«Ρούφηξε τη ζωή μέχρι το μεδούλι». Μια μεταφορά που δεν αποτελεί σχήμα λόγου σε ό,τι αφορά τον Γιάννη Μπουτάρη. Όπως ταιριαστή για τον βίο του είναι και η φράση «μέθυσε από την αγάπη του για τη ζωή». Μια μυθιστορηματική ζωή, που σίγουρα δεν χώρεσε ούτε στις 350 σελίδες του βιβλίου «Εξήντα Χρόνια Τρύγος…»*, εκμυστηρεύσεις του ίδιου, που κατέγραψε η Μαρία Μαυρικάκη.

Όποιος συναντήσει έστω και μία φορά τον Γιάννη Μπουτάρη θα έχει να το λέει για πάντα. Όποιος έχει συνεργαστεί μαζί του σε ένα από τα αναρίθμητα που έχει κάνει, μπορεί να σου διηγηθεί ιστορίες στα όρια του μύθου. Αλλά και για εκείνους που στέκονται απέναντί του επίσης έχει υπάρξει πληθωρικός, ενισχύοντας πλουσιοπάροχα το οπλοστάσιό τους. Γιατί είναι από εκείνες τις περιπτώσεις των ανθρώπων για τους οποίους ισχύει η φράση «όσοι τον λατρεύουν, άλλοι τόσοι δεν τον γουστάρουν».

Αν έχεις ζήσει στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία 40 χρόνια, είναι αδύνατον να μην τον έχεις συναντήσει κάπου. Είναι αδύνατον να μην έχεις αναφέρει το όνομά του σε συζητήσεις. Οι περισσότεροι έχουν πιει τα κρασιά του σε ποσότητες όσες και το νερό με το οποίο έχουν ξεδιψάσει.

Δεν δίστασε να φωτογραφηθεί γυμνός για καλό σκοπό. Κομμάτι της ζωής του έχει γίνει εξαιρετικό ντοκιμαντέρ (από τον Δημήτρη Αθυρίδη). Η ομιλία του στο TEDx ήταν τόσο συγκλονιστική, που «ακύρωσε» κάθε προσπάθεια παρακολούθησης των άλλων ομιλητών στη συνέχεια. Μια εμβληματική φιγούρα. Μέσα σε όλα. Αυτός είναι Κυρ Γιάννης.

Γιάννης Μπουτάρης

Από μικρός ήθελε να γίνεται το δικό του. Να ξεχωρίζει, να κερδίζει, να κάνει το κέφι του. Εξ απαλών ονύχων κατάλαβε ότι έχει ιδιαίτερα χαρίσματα – και του έδωσε και κατάλαβε. Ερωτεύτηκε με κινηματογραφικό τρόπο. Παντρεύτηκε σε ηλικία που άλλοι κάνουν την πρώτη τους σοβαρή σχέση. Έκανε τρία παιδιά μέχρι τα 30 του. Από Γιαννάκης έγινε Κυρ Γιάννης εν μία νυκτί, όταν πέθανε ο θείος του και ανέλαβε την εταιρεία. Ξεφορτώθηκε το τρελά επικερδές ούζο που πρόσφερε στην οικογενειακή επιχείρηση, εκτός από χρήματα, δόξα, γιατί θεωρούσε ότι αποτελούσε τροχοπέδη στα σχέδιά του για το κρασί. Ο αδελφός του, ο Κωνσταντίνος, τον στήριξε σε εκείνη την ιστορική απόφαση.

Ασχολήθηκε με τον Άρη, στο μπάσκετ, χρηματοδοτώντας την προσπάθεια για τίτλους και πρωταθλήματα. Μοίρασε πολλά εκατομμύρια για την ομάδα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του ελληνικού μπάσκετ. Χώρισε από τη γυναίκα του, την Αθηνά. Βούτηξε στον αλκοολισμό. Αλλά βγήκε με πανηγυρικό τρόπο και από αυτό. Δεν σταματάει να θυμίζει σε όλους ότι είναι 30 χρόνια καθαρός, αλλά και σε ανάρρωση ως αλκοολικός. Επέστρεψε στην Αθήνα. Δημιούργησε τον Αρκτούρο. Έφυγε από την Μπουτάρης Οινοποιητική και ίδρυσε την Kir-Υianni.

Μπήκε στην πολιτική. Κατέβηκε υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Δράση. Δημιούργησε την Πρωτοβουλία. Εκλέχτηκε δήμαρχος. Για δύο θητείες. Μια περίοδος κατά την οποία αυξήθηκαν κατακόρυφα οι επισκέψεις Τούρκων και Ισραηλινών στην πόλη. Έγινε πρόεδρος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Η Θεσσαλονίκη τού οφείλει πολλά. Χάρη στην τεράστια δημοφιλία του, έχει συνδέσει το όνομά του με την πόλη. Αγάπησε πολύ την εξωστρέφεια, τον πολιτισμό, την «τέχνη του ωραίου». Και, όπως δηλώνουν οι τρεις τελείες στον τίτλο του βιβλίου, έχει ακόμη πολλά να δώσει, να κάνει.

Καπνίζει πάντα πολύ. Πάρα πολύ. Θα ήθελα να το κόψει. Έτσι λέει, αλλά, στα 10 λεπτά χωρίς καπνό, ψάχνει τα τσιγάρα του. Τώρα είναι πρόεδρος στο Μουσείο Ολοκαυτώματος και ασχολείται με την ανάδειξη του τουρισμού στον Δήμο Αμυνταίου. Λόγω καταγωγής από το Νυμφαίο, το υπέροχο βλαχοχώρι στα 1.350 μέτρα του νομού Φλώρινας, τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για την ευρύτερη περιοχή. Έχει σχέδια για την Κιβωτό του Οίνου στο Τατόι, που παλεύει να πραγματοποιηθούν εδώ και 15 χρόνια. Και κάποια άλλα όνειρα, που θα υλοποιήσει στο μέλλον. Ναι, γιατί έχει μέλλον. Είναι μόλις 79 ετών. Χωρισμένος πρόσφατα και από τη δεύτερη γυναίκα του. Και διαθέσιμος για ό,τι μπορεί η ζωή να του προσφέρει.

Γιάννης Μπουτάρης

Κρασί δεν μπορεί να πιει. Ξέρει, όμως, να επιλέγει το καλύτερο. Μπορεί να μη γεύεται τη χαρά που προσφέρει η απόλαυση ενός καλού κρασιού, έχει όμως διάθεση και λαχτάρα να μάθει τους άλλους να πίνουν το σωστό κρασί, να διαμορφώσει οινική κουλτούρα, για να βρει το ελληνικό κρασί τη θέση που δικαιούται.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι με τον Γιάννη Μπουτάρη δεν θα βαρεθείς. Είναι άχρονος. Μαζί του ο χρόνος διαστέλλεται. Αν τον είχε γνωρίσει ο Jim Jarmusch σίγουρα θα είχε φτιάξει μια ταινία για τη ζωή του. Αντί αυτού, μια εξαιρετική εισαγωγή για να γνωρίσετε τον μαγικό κόσμο του είναι το νέο του βιβλίο.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί** μιλήσαμε βασικά για το κρασί. Τα υπόλοιπα τα αφήσαμε για το μέλλον.

Το Ούζο και η Ποτοποιία

Γιάννης ΜπουτάρηςΤο ημερολόγιο έδειχνε δεκαετία του ’60 και η Μπουτάρης ήταν μια τεράστια για τα δεδομένα της εποχής ποτοποιία. Είχε το μεγαλύτερο μερίδιο στην πώληση ούζου. Με την τρίτη γενιά Μπουτάρη στα ηνία, η επιχείρηση πήγαινε σφαίρα.

«Ο μπαμπάς μου το αγαπούσε το ούζο και το κατέστησε το βαρύ πυροβολικό της εταιρείας. Εφάρμοζε τρόπους προώθησης που σήμερα θα διδάσκονταν σε σχολές μάρκετινγκ, παράδειγμα η κίνηση που έκανε την Καθαρά Δευτέρα, όταν έστελνε ούζο στην αγορά Μοδιάνο. Τα πενηνταράκια του Μπουτάρη στόλιζαν τους πάγκους των ψαράδικων και προσφέρονταν δωρεάν στους πελάτες, ως τέλειο συνοδευτικό στα νηστίσιμα και στα θαλασσινά που ψώνιζαν λόγω της ημέρας. Ποια θα ήταν καλύτερη διαφήμιση στα τέλη της δεκαετίας του ’50; Να γιατί το ούζο μας έφτασε νούμερο ένα στη Θεσσαλονίκη και αποτελούσε το 80% του τζίρου της εταιρείας, παρά τον σκληρό ανταγωνισμό».

Ο ίδιος όμως ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ο άνθρωπος που έκλεισε αυτή τη δραστηριότητα που τόσο πετυχημένα είχε διαμορφώσει ο πατέρας του. «Η εταιρεία είχε προσανατολισμό στα κρασιά. Κατά την κρίση μου το ούζο περίσσευε. Σπάνια κάποιος που ξεκινά να πιει ένα ούζο το γυρίζει μετά στο κρασί, κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει με ούζο, η μυρωδιά του και η γεύση του είναι κατακτητικές. “Δεν γίνεται να είμαστε και ποτοποιοί και οινοπαραγωγοί, πρέπει να διαλέξουμε”, τους γκρίνιαζα. Όταν αισθάνθηκα πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή, χωρίς καν να ενημερώσω τον μπαμπά, μίλησα στον αδελφό μου. “Έχουμε βγάλει ένα σωρό καλά κρασιά, που πάνε σφαίρα σε πωλήσεις, τι το θέλουμε το κωλοούζο τώρα να μπερδευόμαστε;” Και ο Κωνσταντίνος συμφώνησε».

Η Δημιουργία της Kir-Yianni

Γιάννης Μπουτάρης

Ο Κυρ Γιάννης διηγείται γλαφυρά ποιος και πώς βάφτισε τα κρασιά του και την εταιρεία Kir-Yianni, όταν τη δεκαετία του ’90 διαχώρισαν τα δύο αδέλφια την Μπουτάρης Οινοποιητική.

«Μετά την αποχώρηση από τη μεγάλη εταιρεία, βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ και δεν μπορούσα να καταλήξω πώς θα πω την καινούργια. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομά μου για τα ίδια μου τα κρασιά. Δεν έβρισκα σωστό να δημιουργηθεί μπέρδεμα και ανταγωνισμός με την Μπουτάρη.

Σε ένα ταξίδι στον Καναδά που έκανα για την προώθηση των κρασιών μας, συναντήθηκα με τον γιο μου, τον Μιχάλη, που σπούδαζε στη Βοστώνη και είχε έρθει στο Μόντρεαλ για να με συνοδέψει στις επισκέψεις μου σε μονοπώλια και πελάτες. Με αποφασιστικότητα στην ερώτησή μου πώς να πω την εταιρεία μου είπε: “Κυρ-Γιάννη θα την πεις”.

Η προσφώνηση Κυρ Γιάννη ήταν μια αναγνώριση που έλαβα από τους αμπελουργούς και παραγωγούς του κρασιού στη Νάουσα όταν πέθανε ο μπάρμπας μου και πήρα εγώ τα ηνία. Ήταν η αναγνώριση της ιεραρχίας που στην επαρχία ήταν πολύ σημαντική. Έτσι, από Γιαννάκης που ήμουν για κάποια χρόνια έγινα Κυρ Γιάννης μέσα σε ένα βράδυ. Αυτή είναι και η αγαπημένη μου προσφώνηση.

Μου τόνισε ο Μιχάλης, τότε, ότι στο Βυζάντιο ήταν τιμητική προσφώνηση το “κυρ” και ότι το συναντούμε και στα ποιήματα του Διγενή Ακρίτα και στον Καβάφη. Χρησιμοποίησε και το αγγλοσαξονικό “sir” που το χρησιμοποιούσαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα για να με πείσει. Θυμήθηκα και όλο το τελετουργικό με τον θείο Κωστάκη και τη διαδοχή της διοίκησης της εταιρείας από μένα ως ο νέος κύρης στη Νάουσα πριν από πολλά χρόνια. Το ανήσυχο πνεύμα του Μιχάλη βάφτισε πετυχημένα τη νέα τότε εταιρεία».

«Η προσφώνηση Κυρ Γιάννη ήταν μια αναγνώριση που έλαβα από τους αμπελουργούς και παραγωγούς του κρασιού στη Νάουσα όταν πέθανε ο μπάρμπας μου και πήρα εγώ τα ηνία. Έτσι, από Γιαννάκης που ήμουν για κάποια χρόνια έγινα Κυρ Γιάννης μέσα σε ένα βράδυ».

Το Αμπέλι

Μπουτάρης

Αν δεν έχεις αμπέλι, δεν ορίζεις το κρασί που φτιάχνεις. Του αρέσει να το τονίζει αυτό. Αλλά και το πώς άλλαξε ένα ολόκληρο οινοτόπι. Μια περιοχή που σήμερα είναι γνωστή για το περίφημο Ξινόμαυρο. Κινήσεις και ενέργειες που μου θυμίζει ότι έγιναν σε δεκαετίες κατά τις οποίες το κρασί δεν ήταν αυτό που είναι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

«Ο ρόλος του αμπελιού για μένα είναι τεράστιος. Εκεί γίνεται το κρασί. Αν δεν έχεις καλό αμπέλι, δεν μπορείς να κάνεις καλό κρασί. Και ποιο είναι το καλό αμπέλι. Εκείνο που ελέγχεις. Που ξέρεις τις ρίζες του και που μπορείς να εγγυηθείς την ποιότητά του. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να αλλάξουν, με πρώτο τον μικρό κλήρο. Αλλά δύσκολα θα εισακουστούν οι αμπελουργοί. Είναι κεντρική απόφαση. Κυβερνητική. Κάποια στιγμή θα πρέπει να ξεφύγουμε από τον λαϊκισμό και να δούμε την πραγματικότητα και τις ανάγκες της εποχής. Με λίγα στρέμματα δεν μπορείς να αναπτυχθείς. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να φτιάχνει κρασί που δεν θα καλύπτει απλώς τις ανάγκες του, να κάνει επιχείρηση.

Αλλά ας γυρίσουμε λίγο στο παρελθόν. Στην εποχή που στη Νάουσα είχαμε ως εταιρεία λίγα διάσπαρτα στρέμματα και πολλές ανάγκες για σταφύλια. Η ονομασία Μπουτάρη ήταν ταυτισμένη με το αμπέλι της Νάουσας, όμως στα τέλη της δεκαετίας του ’60 οι εποχές του παππού είχαν παρέλθει προ πολλού. Η φυλλοξήρα και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν διαλύσει τους αμπελώνες. Κατεβάζαμε, λοιπόν, σταφύλια από το Αμύνταιο. Εκείνη την εποχή (τη δεκαετία του ’70) αποφάσισα να προτείνω στους αγρότες στη Νάουσα να βάλουν και άλλα αμπέλια. Αλλά δεν έβλεπα άμεση ανταπόκριση. Τότε πήρα το ρίσκο και έκανα την επιλογή να γίνω κι εγώ αμπελουργός. Να κάνω την αρχή. Στην οικογένεια δεν το ήθελαν ποτέ. Ήταν κρασάδες, όχι αμπελουργοί. Το έκανα κρυφά. Και δεν είχα σύμμαχο –ως συνήθως– τον αδελφό μου, που εκείνα τα χρόνια έλειπε, στην αρχή για σπουδές στην Αθήνα, μετά στη Γαλλία.

Μόνος μου πήρα το ρίσκο, χωρίς χρήματα, με κάποιο δάνειο που πίστευα ότι θα με βοηθούσε ο μπαμπάς μου αν δεν πήγαινε κάτι καλά. Τρελή απόφαση. Αγόρασα το κτήμα και έμπλεξα με τις “λάσπες”. Ευτυχώς ο μπαμπάς πλήρωνε κάθε μήνα τη δόση και έτσι γίναμε αμπελουργοί και οινοποιοί, από έμποροι και οινοποιοί που μας καθόριζε το ούζο. Το οποίο απεχθανόμουν και ήθελα να απαλλαγώ από αυτό. Κάτι που θα γινόταν αρκετά αργότερα.

Μπουτάρης

Καταφέραμε να αγοράσουμε 110 στρέμματα γης, που ήταν η αρχή για να δημιουργηθεί η σημερινή έκταση του Κτήματος Γιαννακοχώρι της Κυρ-Γιάννη. Το πώς ήταν η γη που είχα αγοράσει τότε και πώς έφτασε να γίνει αμπέλι είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία που περιέχει πολύ κόπο και προσπάθεια. Χάρη στον Τριαντάφυλλο Στάγκο, που ήταν ένας γαλλοσπουδασμένος γεωπόνος που είχε φυτώριο έξω από τη Θεσσαλονίκη και μας κατηύθυνε πώς θα δημιουργήσουμε τους κλώνους που χρειαζόμασταν. Πήραμε από τον Άγιο Παντελεήμονα στο Αμύνταιο, από επιλεγμένα κλήματα Ξινόμαυρου, βέργες με μάτια, τα πήγαμε στο φυτώριο και εκεί έγινε ο εμβολιασμός.

«Πήρα το ρίσκο και έκανα την επιλογή να γίνω και εγώ αμπελουργός. Να κάνω την αρχή. Στην οικογένεια δεν το ήθελαν ποτέ. Ήταν κρασάδες, όχι αμπελουργοί. Το έκανα κρυφά».

Έτσι γεννήθηκε ο αμπελώνας. Που πήρε κάποια χρόνια μέσα στη δεκαετία του ’70 για να βγάλει καρπούς και να αποδώσει. Η φράση “φυτεύω αμπέλι για το εγγόνι μου” σημαίνει κάτι περισσότερο από την κληρονομιά. Είναι η αγάπη για το προϊόν, που δεν μαθαίνεται, δεν αγοράζεται, απλά βιώνεται.

Το αμπέλι είναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί πως δεν φέρνει άμεσο οικονομικό αποτέλεσμα. Είναι μια μακροχρόνια επένδυση, που απαιτεί υπομονή και πολύ κόπο. Εκείνα τα χρόνια αναγεννήθηκε ο ναουσαίικος αμπελώνας, που αργότερα έφτασε τα 7.000 στρέμματα, από τα μόλις 500 που υπήρχαν».

Η Κιβωτός του Οίνου

Μπουτάρης

Ανήσυχος πάντα, είχε στο μυαλό του και άλλα σχέδια για το κρασί. Πιο μεγαλεπήβολα. Για να δημιουργηθεί μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Έβλεπε μπροστά. Κάτι είχε εντοπίσει και φαίνεται ότι θα δικαιωθεί.

«Η Κιβωτός του Οίνου που θα γίνει στο Τατόι, μία πρόταση που είχα κάνει πριν από 15 χρόνια, δείχνει ότι θα υλοποιηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση, με πρωτοβουλία του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη και της υπουργού Πολιτισμού, της Λίνας Μενδώνη. Θα δοθούν 300 στρέμματα για να καλλιεργηθούν οι 350 διαφορετικές ελληνικές ποικιλίες κρασιού.

Με αυτό τον τρόπο θα διασωθούν ποικιλίες που οι νέοι αμπελουργοί και οινοποιοί θα έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν. Να βγάλουν κρασιά με ποικιλίες που σήμερα είναι άγνωστες. Εγώ δεν θέλω καμία σύνδεση με όλο αυτό. Θέλω απλώς να γίνει, για να βοηθήσει όλο τον κλάδο. Να συσταθεί ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, που να μπορεί να το λειτουργήσει σε όλα τα στάδια. Να μην είναι δημόσια εταιρεία. Αλλά να παραχωρήσει το Δημόσιο την εκμετάλλευση της προσπάθειας.

Το Ινστιτούτο Οίνου μπορεί να συμμετέχει. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορεί να το χρηματοδοτήσει. Αν όλα πάνε καλά, θα γίνει μια μικρή επανάσταση που θα βοηθήσει πολύ τον κλάδο. Σκεφτείτε ότι σε όλο αυτό που θα δημιουργηθεί, όταν ολοκληρωθούν οι εργασίες, θα πηγαίνουν οικογένειες, παρέες, οι οποίοι, μετά τις δραστηριότητες που θα κάνουν στον χώρο, θα πηγαίνουν για φαγητό και θα δοκιμάζουν κρασιά από τον αμπελώνα του κτήματος. Θα έχει έσοδα και θα μπορεί να επιβιώνει όλη η προσπάθεια, χωρίς να χρειάζεται να το χρηματοδοτεί συνέχεια το Δημόσιο».

Οινική Κουλτούρα

ΜπουτάρηςΈνας άνθρωπος που έχει κουλτούρα για όλα, θέλει να δει να υπάρχει και στο κρασί.

«Πίνουμε κρασί, αλλά δεν ξέρουμε για το κρασί. Καταναλώνει ο Έλληνας πολύ κρασί. Δεν είναι όμως καταγεγραμμένο. Πολύ χύμα. Αλλά και πολλοί που πίνουν ότι να ’ναι. Η ανάπτυξη της οινικής κουλτούρας στην Ελλάδα θα αλλάξει τα δεδομένα για το κρασί και θα προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στον χώρο της γαστρονομίας. Άλλο κρασί θα πιω την Κυριακή, άλλο τις καθημερινές, άλλο σε μία επέτειο. Σε κάθε περίσταση, διαφορετικό κρασί.

Το τιμάς το κρασί. Και όταν πίνεις τρία τέσσερα, όπως λέει και ο Όμηρος, είναι της χαράς. Αν συνεχίσεις να πίνεις, θα γυρίσει εις βάρος σου. Θα γίνει εχθρός σου. Είναι η διπλή υπόσταση του κρασιού. Για αυτό και το χρησιμοποιούν στη θεία κοινωνία. Για τη διπλή του υπόσταση. Σε κάνει “θεό”, αλλά μπορεί και να σε καταστρέψει.

Η ανάπτυξη της οινικής κουλτούρας στην Ελλάδα θα αλλάξει τα δεδομένα για το κρασί και θα προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στον χώρο της γαστρονομίας.

Ο μικρός κλήρος δεν ευνοεί κανέναν. Αν δεν έχεις πάνω από 50 στρέμματα δεν μπορείς να επιβιώσεις. Πρέπει το κράτος να αλλάξει την κουλτούρα σε αυτό το θέμα. Η Ελλάδα δεν έχει τις τεράστιες εκτάσεις που έχουν χώρες όπως η Αυστραλία, η Χιλή, η Αργεντινή ή η Καλιφόρνια. Πρέπει να κάνουμε κρασιά ποιοτικά.

Είχα κάνει την πρόταση παλιότερα στη ΔΕΗ και τους τη θύμισα και τώρα, να δώσουν τουλάχιστον 1.500 στρέμματα στην περιοχή Αμυνταίου και να την κάνουν αμπέλια. Με έχουν τοποθετήσει επικεφαλής εκεί από τον Δήμο Αμυνταίου σε μια επιτροπή τουρισμού και παλεύουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αναπτυχθεί η περιοχή. Μπορούν να γίνουν πολλά. Με συνεργασίες. Έχουν μια σειρά από εξαιρετικά σημεία εστίασης. Υπάρχουν τα οινοποιεία, το Νυμφαίο, οι τέσσερις λίμνες. Νέα παιδιά που ασχολούνται. Βασικό κομμάτι είναι και στον τουρισμό το μάρκετινγκ και η επικοινωνία. Αυτό που λείπει από το κρασί στην Ελλάδα.

Υπάρχει το θέμα της κλιματικής αλλαγής, στη Νότια Αγγλία αυξάνονται κάθε χρόνο οι αμπελώνες. Πολλαπλασιάζονται γιατί τους βοηθάει πλέον ο καιρός. Έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία. Όταν αρχίσουν να κάνουν οι Άγγλοι κρασί, με τις γνώσεις του μάρκετινγκ που διαθέτουν, θα μας κατακτήσουν».

Μάρκετινγκ

Μπουτάρης

Επιμένει σε αυτό το θέμα. Τρελαίνεται που δεν κάνουν οι Έλληνες περισσότερα. Που δεν επικοινωνούν όσα δημιουργούν.

«Πάντα ζήλευα τους Γάλλους για πολλά. Για το μάρκετινγκ πάνω από όλα. Καθιέρωσαν ένα κρασί, το Beaujolais Νouveau, σε όλο τον κόσμο. Ειδικά παλιότερα, ήταν τεράστια μόδα εκείνη την τρίτη Πέμπτη του Νοεμβρίου, τη μέρα που λάνσαραν το συγκεκριμένο κρασί.

Ονειρευόμουν κάτι ανάλογο να συμβεί και με τη δική μας ρετσίνα. Η πιπεράτη, η κεχριμπαρένια ρετσίνα να γίνει το ελληνικό Beaujolais. Η φρέσκια ρετσίνα, που τη νιώθεις στο στόμα να τσιμπάει και νοστιμίζει από το ανθρακικό της. Που είναι ιδανική για τα μεζεκλίκια που προσφέρονται σε κάθε ταβέρνα στην Ελλάδα. Ένα κρασί δροσερό, σεμνό σε αλκοόλ, αρκεί να μην το αφήσεις καιρό. Μετά ξεσαλώνει και δεν συμμαζεύεται. Αν φτιάξουμε το προϊόν και το προσέξουμε, δε βάζουμε ότι να ’ναι μέσα και φροντίσουμε να έχει τα χαρακτηριστικά που το κάνουν μοναδικό, η ρετσίνα θα βρει ξανά τον δρόμο της στο τραπέζι.

«Ονειρευόμουν κάτι ανάλογο να συμβεί και με τη δική μας ρετσίνα. Η πιπεράτη, η κεχριμπαρένια ρετσίνα να γίνει το ελληνικό Beaujolais. Η φρέσκια ρετσίνα, που τη νιώθεις στο στόμα να τσιμπάει και νοστιμίζει από το ανθρακικό της».

Όλα αυτά τα σκεφτόμουν πριν από 20 και κάτι χρόνια και κάποιοι εμπνευσμένοι οινοπαραγωγοί τα έκαναν πράξη. Ο Στέλιος Κεχρής και ο Γιάννης Παρασκευόπουλος δημιούργησαν από τότε ο καθένας τους μια ρετσίνα ξεχωριστή. Και ακολούθησαν και άλλοι. Θα γίνουν πολλά τα επόμενα χρόνια. Αλλά, για να γίνουν, πρέπει να μπουν μπροστά όσοι έχουν όραμα και βλέπουν ευκαιρίες. Το κρασί θέλει τον χρόνο του. Και ο κόσμος πρέπει να το αγκαλιάσει με το σωστό τρόπο. Να το μάθει. Θέλει τρόπο».

Είμαι Κρασάς…

Γιάννης ΜπουτάρηςΜία άλλη ατάκα του έχει ενδιαφέρον γιατί αναφέρεται στο αμπέλι που είναι η βάση του κρασιού.

«Δηλώνω κρασάς. Σπάνια συστήνομαι ως οινοπαραγωγός. Δεν παράγω απλώς οίνο, τον περιποιούμαι κιόλας, οπότε θέλω μια πιο περιεκτική λέξη και ας είναι μόνο δύο συλλαβές. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη “κρασί”, βυζαντινή και επομένως πιο οικεία στη νοοτροπία μου, από την αρχαιοελληνική λέξη “οίνος” ή τη λατινική “vinum”, οι οποίες παραπέμπουν σε συμπόσια και σε αμάν, βαριά φιλοσοφία.

Το αμπέλι κάνει το κρασί. Το έδαφος, το κλίμα, η ποικιλία που θα επιλέξεις να έχεις. Οι ντόπιες ποικιλίες πρέπει να έχουν προτεραιότητα και μετά οι ξενικές. Δεν μου αρέσουν τα υβρίδια και λατρεύω το πραγματικό, το φυσικό αμπέλι που αποτυπώνει με τον δικό του τρόπο την ιστορία του ανθρώπου πάνω στη Γη. Ο χυμός του σταφυλιού γίνεται το μελάνι της.

«Δηλώνω κρασάς. Σπάνια συστήνομαι ως οινοπαραγωγός. Δεν παράγω απλώς οίνο, τον περιποιούμαι κιόλας, οπότε θέλω μια πιο περιεκτική λέξη και ας είναι μόνο δύο συλλαβές».

Η αισθητική του κρασιού μονοπωλούσε πάντα το γούστο μου. Ο τρόπος που απελευθερώνει την ομορφιά του όταν, φρέσκο ακόμη, τρέχει σαν ποτάμι από τη μία δεξαμενή στην άλλη για να γίνει ο αερισμός του, ή όταν ξεπηδά από το μπουκάλι όπου ησύχαζε και ερεθίζει τις πέντε αισθήσεις μας, όλα αυτά με εξιτάρουν. Η ετικέτα και ο σχεδιασμός της, ο ήχος του φελλού όταν ανοίγει το μπουκάλι, η ροή του κρασιού στο ποτήρι.

Το κρασί μάς μαθαίνει ιστορία, γεωγραφία, τέχνη, φιλοσοφία. Είναι τρόπος ζωής. Τα σούπερ μάρκετ θα καινοτομήσουν κάποια στιγμή και θα έχουν έναν οινοχόο για να παρουσιάζει όσα χρειάζεται να ξέρει ένας πελάτης για το κρασί που θα επιλέξει τελικά. Θα είναι μία τέλεια ευκαιρία που θα αλλάξει τα δεδομένα στην πώληση των κρασιών στο σούπερ μάρκετ».

Επισκέψιμα Οινοποιεία

Μπουτάρης

Μια άλλη εκδοχή για τον οινικό τουρισμό που περιλαμβάνεται σε εκείνα που θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν είναι και τα επισκέψιμα οινοποιεία. Κάτι που το παλεύει πολλά χρόνια. Από τις εποχές που ταξίδευε στο εξωτερικό πριν από 40 χρόνια και έβλεπε στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία τι προσφέρουν σε οικονομικό αποτύπωμα. Αλλά θεωρεί ότι υπάρχουν και άλλες παράμετροι, που συνδέονται με την αισθητική και τον πολιτισμό.

«Μου αρέσουν τα επισκέψιμα οινοποιεία που έχουν να προσφέρουν μια συνολική αισθητική απόλαυση. Αυτό που ξεκίνησε ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου να έχει έργα τέχνης στον αμπελώνα του ήταν εξαιρετική ιδέα και το υιοθέτησα και εγώ, τοποθετώντας παλιά μηχανήματα οινοποιίας, αντικείμενα βιομηχανικού σχεδιασμού, και στα επόμενα χρόνια, χάρη στην προσπάθεια και την προσέγγιση της νύφης μου της Νικομάχης, έχουμε αναβαθμίσει το επισκέψιμο στο κτήμα.

Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις επισκέπτες στο οινοποιείο. Οικονομικό αποτύπωμα και τεράστια προβολή και επικοινωνία. Όπως έλεγα από τη δεκαετία του ’70, ένα μπουκάλι να πίνει ο επισκέπτης και ένα να παίρνει μαζί του, θα σωθούν οι οινοποιοί.

Πρέπει ο κλάδος να αναπτυχθεί. Να γίνουν περισσότερα και να προχωρήσει μπροστά όλος ο κλάδος, για να έχουν όφελος όλοι».

«Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις επισκέπτες στο οινοποιείο. Οικονομικό αποτύπωμα και τεράστια προβολή και επικοινωνία. Όπως έλεγα από τη δεκαετία του ’70, ένα μπουκάλι να πίνει ο επισκέπτης και ένα να παίρνει μαζί του».

Δήμος Θεσσαλονίκης, Νυμφαίο και Αρκτούρος

Ειπώθηκαν πολλά ακόμη, και για όλα αυτά τα θέματα. Η θητεία του στον Δήμο Θεσσαλονίκης ήταν μια μεγάλη περίοδος της ζωής του Γιάννη Μπουτάρη. Εννιά χρόνια δήμαρχος. Ένας αστός με άποψη για την καθημερινότητα της πόλης. Με την επιθυμία να αλλάξει πολλά. Για την πολιτική και τη διαδρομή του θα γράψουμε σε επόμενη συνέντευξη.

Για το Νυμφαίο και τους Βλάχους μου είπε επίσης πολλά, το μυαλό του είναι στην επόμενη μέρα της ανάπτυξης του τουρισμού στην περιοχή του Αμυνταίου. Εκεί βλέπει και τον Αρκτούρο ως μια τεράστια πηγή έλξης για επισκέψεις από όλο τον κόσμο. Άλλη μεγάλη του αγάπη που αναπτύσσεται εδώ και 30 χρόνια. Είπαμε να τα ξαναπούμε του χρόνου, που είναι η επέτειος.

Ο Κυρ Γιάννης είναι ανεξάντλητος, μοναδικός, απολαυστικός. Όπως και τα κρασιά του. Μεγαλώνει και γίνεται σαν τον παλιό κρασί. Ήρεμο, άλλα με δυνατή μύτη και σώμα. Μεστό και με εκείνη την επίγευση του σπάνιου. Η συνάντηση μαζί του δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ. Όπως και μ’ ένα ποτήρι κρασί, αισθάνεσαι ότι μέσα του κρύβεται η μαγεία της φύσης και της ζωής.

* Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

** Αναδημοσίευση συνέντευξης που πρωτοδημοσιεύτηκε στην αθηΝΕΑ στις 21.3.2021.

 

Στην αθηΝΕΑ αγαπάμε τους Έλληνες οινοποιούς. Δείτε επίσης:

Χρήστος Μπόσκος: Το Αμύνταιο Είναι η Πηγή της Ζωής Μου

Το Κτήμα Κοκοτού Μέσα απ’ τα Λόγια του Δημιουργού του

Η Ιστορία Ενός Ανατρεπτικού Αρτιζάνου από τα Μέγαρα Αττικής

Ousyra: Το Κρασί της Ευτυχίας Κατάγεται από τη Σύρο

10 Κρασιά του Καλοκαιριού και οι Παραγωγοί τους: Μέρος 1ο

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Δημοσιογράφος & Εμπορικός Διευθυντής
Δημοσιογράφος & Εμπορικός Διευθυντής

Δημοσιογράφος και Εμπορικός Διευθυντής στην αθηΝΕΑ. Tannins Addicted. Travel Writer & Passionate Traveller-Check on Amazon my travel book "Destination Greece: Experience the Country like a Local". Content Creator. Διευθυντής του περιοδικού Athletics Magazine, συνεπιμελητής και συνδιοργανωτής της Cheap Art στη Θεσσαλονίκη, παρουσιαστής του ταξιδιωτικού ντοκιμαντέρ PEDAL, καλλιτέχνης φωτογράφος, σύμβουλος δημοσίων σχέσεων σε εταιρείες, μαραθωνοδρόμος, αστικός αναβάτης ποδηλάτου, κολυμβητής ανοιχτής θάλασσας, ταξιδιώτης, Θεσσαλονικιός που ζει στην Αθήνα. Αναζητά το Θ όπου και αν βρίσκεται.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+