Αν όπως εμένα σας προβλημάτισε σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό το χαμηλό ποσοστό εκπροσώπησης των γυναικών στο νέο μας υπουργικό συμβούλιο -το μισό απ’ αυτό που ο ελληνικός λαός, με τη βοήθεια και της ποσόστωσης, κατάφερε να εκλέξει στο κοινοβούλιό μας- θα ακούσατε με ενδιαφέρον την απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός σε σχετικό ερώτημα που του τέθηκε από τη Zeinab Badawi του BBC.
Αν μέρος του προβλήματος είναι ότι οι γυναίκες είναι πιο διστακτικές να αναμιχθούν στα κοινά, πόσο μας έχει απασχολήσει το γιατί ισχύει αυτό; Και πόσο πιθανό είναι η συμμετοχή γυναικών στην κυβέρνηση, από μόνη της, να αυξήσει σε επόμενη φάση την εκπροσώπησή τους;
Πολλές γυναίκες έχουν πράγματι την τάση να είναι πιο διστακτικές – όχι μόνο στο να ασχοληθούν με την πολιτική. Είναι πιο διστακτικές να ζητήσουν μια αύξηση ή προαγωγή στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Είναι πιο διστακτικές να μιλήσουν σε μια συνεδρίαση, να διακόψουν ή να υψώσουν τον τόνο της φωνής τους. Είναι πιο διστακτικές να μοιραστούν μια καλή ιδέα και όταν διεκδικούν μια θέση θέλουν μεν να εντυπωσιάσουν, έχουν όμως πάντα στο μυαλό τους να μην παρεξηγηθούν, να μη φανούν θρασείες, να μη θεωρηθεί ότι παριστάνουν ότι ξέρουν περισσότερα απ’ όσα ξέρουν ή ότι έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.
Δεν το κάνουν πάντα αυτό λόγω χαρακτήρα. Δεν το κάνουν ούτε επειδή ως γυναίκες έχουν “έμφυτη” αυτή την τάση. Το κάνουν γιατί έχουν μάθει από τη στιγμή που γεννιούνται, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, ανάλογά και με το χαρακτήρα τους και τις εμπειρίες τους, να είναι προσεκτικές. Να είναι μεθοδικές. Να είναι προετοιμασμένες. Πρόκειται εν μέρει για πλεονέκτημα – αυτά δεν είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα έψαχνε κανείς για να δώσει σε κάποιον μια θέση ευθύνης; Συχνά τις κάνει όμως να περνούν απαρατήρητες σε σχέση με κάποιους άνδρες συναδέλφους τους, τις κάνει λιγότερο διεκδικητικές και ναι, καθιστά ίσως λιγότερο πιθανό να τις βρει κάποιος μπροστά του όταν έρθει η ώρα να στελεχώσει μια κυβέρνηση.
Όσο για το ότι οι γυναίκες που όντως επιλέχθηκαν στο υπουργικό συμβούλιο θα επιδιώξουν να αυξηθεί η εκπροσώπηση των γυναικών, το εύχομαι από καρδιάς και μπορεί όντως να συμβεί. Όμως, η ιστορία δείχνει ότι δεν συμβαίνει πάντα. Γυναίκες που καταφέρνουν να βρεθούν σε θέσεις εξουσίας τείνουν κάποιες φορές να “ξεχνούν” τα ζητήματα της έμφυλης ισότητας όταν βρίσκονται εκεί. Διστάζουν κι αυτές με τη σειρά τους να τα θέσουν, είτε από φόβο να μη χαρακτηριστούν ακραίες, φεμινίστριες ή εμμονικές, είτε επειδή, πλέον, δεν τις αφορούν το ίδιο. Άλλες πάλι δεν χρειάζεται καν να ξεχάσουν κάτι που δεν παραδέχονταν ποτέ. Στην ερώτηση αν το φύλο έπαιξε οποιονδήποτε ρόλο -θετικό ή αρνητικό- στη μέχρι τώρα πορεία τους, απαντούν με σιγουριά πως όχι, όλα είναι ζητήματα αξιοκρατίας.
Ήμουν κι εγώ μια απ’ αυτές τις γυναίκες που το πίστευαν αυτό. Ξεκίνησα την καριέρα μου σ’ ένα ανδροκρατούμενο τραπεζικό περιβάλλον εκτός Ελλάδας και δεν είχα παράπονο από τον τρόπο που μου συμπεριφέρθηκαν οι προϊστάμενοι και οι συνάδελφοί μου. Δεν ήμουν ούτε 22 ετών όταν ξεκίνησα, μαζί με ισάριθμα κορίτσια. Θυμάμαι όμως να με προβληματίζει το γεγονός ότι όσο έστρεφα το βλέμμα μου πιο ψηλά στα σκαλοπάτια της ιεραρχίας, τόσο λιγότερες γυναίκες είχαν απομείνει από εκείνες τις αρχικά ισάριθμες τάξεις. Με την αυτοπεποίθηση βέβαια που συχνά χαρακτηρίζει τους νέους, θυμάμαι να σκέφτομαι ότι ήταν μόνο στο χέρι μου το γεγονός ότι “πήγαινα καλά”. Στο χέρι μου να συνεχίσω στην ίδια πορεία.
Πολλές γυναίκες έχουν πράγματι την τάση να είναι πιο διστακτικές – όχι μόνο στο να ασχοληθούν με την πολιτική. Είναι πιο διστακτικές να ζητήσουν μια αύξηση ή προαγωγή στο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Είναι πιο διστακτικές να μιλήσουν σε μια συνεδρίαση, να διακόψουν ή να υψώσουν τον τόνο της φωνής τους.
Είναι σίγουρα πιο εύκολο να βλέπουμε τον κόσμο μέσα απ’ τα δικά μας μάτια, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Όπως όλοι, είμαι προϊόν του περιβάλλοντός μου. Νιώθω καλά με τον εαυτό μου γιατί μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου το γεγονός ότι ήμασταν και εγώ και η αδερφή μου κορίτσια δεν μας περιόρισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Βρέθηκα στο εξωτερικό στα 17 μου γιατί οι γονείς μου μπορούσαν να μου εξασφαλίσουν αυτή τη δυνατότητα. Πιστεύω στις δυνάμεις μου, απολαμβάνω τις επιτυχίες μου, αντιλαμβάνομαι όμως την ίδια στιγμή ότι έχω απολαύσει μια σειρά από προνόμια. Είναι από αφελές μέχρι υποκριτικό να παραβλέπουμε τα όποια καλά μας χάρισε η ζωή μέχρι σήμερα. Όταν μάλιστα πέφτουμε σ’ αυτή την παγίδα της υπεροψίας, κινδυνεύουμε να χάσουμε την αίσθηση του πώς είναι να μην έχεις γεννηθεί υπό τις συνθήκες αυτές.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί τα ζητήματα της γυναικείας εκπροσώπησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με μια σειρά από συστημικές προκαταλήψεις που πρέπει ενεργά και αποφασιστικά να καταπολεμήσουμε. Γιατί πιστεύω ειλικρινά ότι ο νέος πρωθυπουργός θέλει και μπορεί να πετύχει κάτι καλύτερο σε αυτή τη χώρα, όπως κι ότι πιστεύει στην έμφυλη ισότητα. Γιατί δεν έχω αμφιβολία ότι θα ήθελε να έχει περισσότερες γυναίκες με την κατάρτιση και τη διάθεση να προσφέρουν στη χώρα μας μπροστά του, τις οποίες να μπορεί να αξιοποιήσει όταν έρθει η ώρα σε θέσεις ευθύνης, αλλά γιατί φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί διά μαγείας. Είναι κρίσιμο να τις αναζητήσει και να τις αναδείξει ενεργά, μέσα από μια σειρά από δράσεις που να ενισχύουν την προσπάθεια αυτή σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας.