Γιώργος Τσαγκαράκης: «Ο Δημιουργός Πρέπει να Στέκεται σαν Ίσος Απέναντι σε Ίσους»

Αν η πανδημία ταρακούνησε κάποια τέχνη, αυτή είναι το θέατρο. Το έργο που συνέγραψε, εν μέσω πανδημίας, και συμπρωταγωνιστεί ο Γιώργος Τσαγκαράκης με τον παράξενο τίτλο «Trio Lumpen – Η Φράουλα», το οποίο ανέβηκε στο Θέατρο Βαφείο-Λάκης Καραλής, αποτελεί ένα συμπυκνωμένο μάθημα πολιτικής οικονομίας, με στοιχεία από όλο το θεατρικό σύμπαν. Ένα κείμενο αιχμηρό και διαφορετικό. Είχα τη χαρά να συνομιλήσω μαζί του και να μου ξεκαθαρίσει όλα όσα διαδραματίστηκαν στη σκηνή.

Γράφεις ένα έργο αντιεξουσιαστικό μέσα στην πανδημία, με αναφορές και στον κορωνοϊό ως εργαλείο εκφοβισμού. Θα μπορούσε το έργο σου να διασκευαστεί μελλοντικά με κάποια άλλη φοβία, με κάποια άλλη μαζική παράκρουση;

“Ναι το έργο ως «αντικαπιταλιστικό έργο» μπορεί να θεωρηθεί και «αντιεξουσιαστικό», αφού τάσσεται ενάντια στη σημερινή εξουσία και προβάλει ως κύρια θέση του, ότι η εξουσία πρέπει να αλλάξει χέρια, ν’ αλλαξει τάξη. Προς αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζεται και το τέλμα του καπιταλισμού, η σήψη, η σαπίλα του. Στοιχείο βεβαία που εμφανίζεται σ’ όλες τις πλευρές του συστήματος, όπως και στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού.”

Όταν όλα κινούνται με γνώμονα το κέρδος και όχι με βάση τις ανάγκες, μια πανδημία από σοβαρό υγειονομικό πρόβλημα μετατρέπεται, μεταξύ άλλων, σε μέσο εκφοβισμού, καταστολής, διαχωρισμού, απομόνωσης, άλλα και σε ευκαιρία όξυνσης της εκμετάλλευσης. Παράλληλα, οι ευθύνες επίλυσης κατρακυλάνε στην πολύπαθη πλειοψηφία, υπό τον μανδύα της ατομικής ευθύνης, του φυσικού φαινομένου, της μοιραίας συνθήκης κ.ο.κ.

Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, το έργο ας πούμε «εφορμεί» από το ιστορικό γεγονός «πανδημία». Χρησιμοποιεί δηλαδή όλο αυτό το παράλογο, όλη αυτή την παράκρουση που ζήσαμε και ζούμε, ως κοινό αντίκρισμα, ως ορμητήριο, προκειμένου να αναλύσει τη φύση του συστήματος. Εκτιμώ ότι η πανδημία είναι μια τόσο πρωτόγνωρη και δυνατή συνθήκη –της οποίας μάλιστα τις προεκτάσεις και τις συνέπειες δεν τις έχουμε ακόμα δει στην ολότητά τους– που δραματουργικά είναι ικανή να δώσει τα απαραίτητα διαχρονικά στοιχεία σε ένα θεατρικό έργο.

Ως εκ τούτου πιστεύω ότι στο μέλλον δεν θα είναι απαραίτητο να διασκευαστεί το έργο ώστε να θίξει μια παρόμοια συνθήκη με αντίστοιχα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν έργα που έχουν γραφτεί για τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους ή και για κάποιον άλλο πόλεμο, που ανά πάσα στιγμή μπορούν να θίξουν με επιτυχία το ζήτημα του πολέμου. Η διαχρονικότητα του έργου λοιπόν, κύρια λόγω του περιεχομένου που υπηρετεί, ήταν ένας από τους βασικούς στόχους. Τώρα βέβαια το αν θα επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, θα φανεί στο μέλλον.

Ο λόγος είναι πυκνός, ουσιαστικός και χειμαρρώδης στο κείμενο. Να μαντέψω αν οι επιρροές σου, εκτός του Μαρξ, σχετίζονται έστω λίγο με τους Αδελφούς Μαρξ, τον Ντάριο Φο, αλλά και με τον Βόνεγκατ και το Σφαγείο Νο 5; Αν όχι, πες μου ποιοι/ες έρχονταν στο μυαλό σου την ώρα της συγγραφής;

Πρώτα απ’ όλα θέλω να σας ευχαριστήσω για τα καλά σας λόγια και να σημειώσω ότι τα στοιχεία αυτά του κειμένου, όπως και τα υπόλοιπα βέβαια, δεν θα ήταν δυνατό να παρουσιαστούν ακέραια χωρίς τη συνεργασία όλων των συντελεστών, και ιδιαίτερα αυτών που είμαστε πάνω στη σκηνή.

Τώρα, προφανώς η ιδεολογία μου διακρίνεται καθαρά μέσα στο κείμενο. Από κει και πέρα υπάρχουν κάποιες αισθητικές αναφορές στον Ντάριο Φο. Στον Βόνεγκατ και στο Σφαγείο Νο 5 όχι, αν και θα μπορούσε. Οι κύριες επιρροές μου όμως γενικά είναι τα έργα του Μπέκετ και του Μπρεχτ. Επίσης, από την ελληνική δραματουργία, έργα του Μουρσελά και του Καμπανέλλη –ιδιαίτερα το «Μεγάλο μας Τσίρκο» και το σχήμα των κεντρικών ηρώων «Ρωμιός και Ρωμιάκι», καθώς και οι βουτιές που κάνουν στην ελληνική ιστορία– και βέβαια ο Καραγκιόζης. Επίσης, επηρεάστηκα αρκετά από τις διάφορες «κλοουνίστικες» περσόνες του κινηματογράφου, όπως ο Σαρλό, οι Αδελφοί Μαρξ, ο Χοντρός και ο Λιγνός, αλλά και από τη δική μας ιδιαίτερη κινηματογραφική φιγούρα του Θανάση Βέγγου.

Πότε ξεκίνησε το project και πώς κινήθηκες δημιουργικά;

Το project, ως ιδέα τουλάχιστον και κάποιες πρώτες επεξεργασίες του, ουσιαστικά ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια, δηλαδή λίγο πριν από την πανδημία. Βασικά χωρίζεται σε τρία μέρη: διαδικτυακή σειρά, ταινία και θεατρικό κείμενο. Τα κείμενα και για τα τρία μέρη προχώρησαν με έναν τρόπο ταυτόχρονα, με προτεραιότητα όμως στο θεατρικό, το οποίο δουλεύτηκε συστηματικά και σε καθημερινή βάση για δύο χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό που διαπνέει όλη τη δημιουργική διαδικασία είναι η μελέτη. Μελέτη πολιτικής οικονομίας, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, πολλών θεατρικών έργων και, βέβαια, αρκετή και συστηματική παρακολούθηση της επικαιρότητας, της πολιτικής κατάστασης, των συνθηκών διαβίωσης του κόσμου κ.ά. Κάπως έτσι, ας πούμε, γεννήθηκε το έργο, γράφτηκε, ξαναγράφτηκε, κόπηκε, συγκολλήθηκε, μέρος του άλλαξε και άλλαξε ξανά στις πρόβες. Γενικά υπήρξε αρκετό μπρος-πίσω.

Μπορεί ένας ηθοποιός/μουσικός να μη μιλάει, αλλά να λέει πολλά τελικά; Πώς προέκυψε ο ρόλος που παίζει ο Δημήτρης Κουφαλάκος; Τι προσφέρει στο έργο;

Η ανάγκη να υπάρξει ένας ρόλος με μια θετική χροιά μας οδήγησε σε αυτόν του Μουγγού, καθώς οι άλλοι δύο είναι «λαμόγια» που χρεωκόπησαν. Σε επίπεδο φόρμας βοήθησε το σχήμα των Αδελφών Μαρξ. Αντίστοιχα, αναφορικά με τις κασέτες που υποτίθεται ότι είναι ηχογραφημένα λόγια του Μουγγού από την εποχή που μιλούσε, το θεατρικό έργο του Μπέκετ «Η Τελευταία Μαγνητοταινία του Κραπ».

Σε επίπεδο περιεχομένου όμως, ο Μουγγός μπήκε βασικά για να κριτικάρει με έναν συμβολικό τρόπο τη στάση του λαού στη δεδομένη χρονική περίοδο. Γι’ αυτό άλλωστε είναι μουγγός κατ’ επιλογή. Μπορεί δηλαδή να μιλήσει, αλλά δεν το κάνει. Όπως ο λαός που, ενώ έχει τη δύναμη να αλλάξει τον κόσμο, δεν το κάνει. Βέβαια, στην πραγματική ζωή αυτό γίνεται –ή μάλλον «δεν γίνεται»–, γιατί η εξουσία έχει στήσει έναν πολυπλόκαμο και υπερσύχρονο μηχανισμό ενσωμάτωσης. Δεν είναι απλώς αποτέλεσμα μιας πληθώρας υποκειμενικών επιλογών της πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και εδώ η κριτική γίνεται με έναν συμβολικό-αποστασιοποιημένο τρόπο και αφορά κύρια την «άβουλη» στάση ζωής μεγάλης μερίδας της παραγωγικής πλειοψηφίας.

Οι «εκρήξεις» του Φώτη Λαζάρου και όσα λέει κατά τη διάρκειά τους αποτελούν συμπυκνωμένο μάθημα πολιτικής και πολιτικής οικονομίας. Μπορεί το θέατρο να έχει παιδευτικό χαρακτήρα χωρίς να κουνάει το δάχτυλο;

Οι εκρήξεις του «Χάρη» που υποδύεται ο Φώτης Λαζάρου, τα «παιχνίδια» που παίζουν οι δύο ήρωες, τα τραγούδια και γενικά όλα τα κομμάτια του κειμένου που διακόπτουν μ’ έναν τρόπο τη δραματουργική ροή της παράστασης, προστέθηκαν ώστε να αποτελέσουν, όπως πολύ σωστά λέτε, συμπυκνωμένα μαθήματα πολιτικής και πολιτικής οικονομίας. Και αυτό γιατί πραγματικά πιστεύω –και ελπίζω να το καταφέρνουμε και στην παράστασή μας– ότι το θέατρο μπορεί να έχει παιδευτικό χαρακτήρα χωρίς να κουνάει το δάχτυλο. Η τέχνη είναι τρόπος εξήγησης του κόσμου. Τον κόσμο τον εξηγείς, όταν θες να τον αλλάξεις. Αλλιώς γιατί να εξηγήσεις οτιδήποτε; Γιατί να μάθεις κάτι πώς λειτουργεί, αν δεν θες να το φτιάξεις;

Ιδιαίτερα λοιπόν το θέατρο, ως ένα από τα πιο λαϊκά είδη τέχνης, έχει διδακτικό-παιδευτικό χαρακτήρα. Ή τουλάχιστον, πρέπει να έχει, ανεξάρτητα από το ύφος και το είδος θεάτρου στο οποίο εντάσσεται αισθητικά κάθε θεατρικό κείμενο.

Ας πούμε, ο τελικός μονόλογος της Σόνιας στον «Θείο Βάνια» έχει καθαρά διδακτικό χαρακτήρα, και μάλιστα με ιδιαίτερα προοδευτική κατεύθυνση. Αντίστοιχα, «Ο Θάνατος του Εμποράκου», και συνολικά όλο το έργο του Μίλερ, έχει επίσης τέτοιο χαρακτήρα. Το έργο του Μπρεχτ, του Μπέκετ, του Σαίξπηρ, η αρχαία τραγωδία, ο Αριστοφάνης… Το μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας δραματουργίας, κατά την άποψή μου, έχει διδακτικό χαρακτήρα.

Οπότε, το στοίχημα από κει και πέρα είναι το πώς ένα θεατρικό έργο, μια θεατρική παράσταση, τόσο κειμενικά και σκηνοθετικά όσο και υποκριτικά, θα διατηρήσει αυτό τον διδακτικό χαρακτήρα, θα διατηρήσει δηλαδή καθαρή τη θέση της, την άποψή της, έτσι ώστε να υπάρξει σαφής συνδιαλλαγή με το κοινό, χωρίς όμως να κουνάει το δάχτυλο. Και αυτό όχι γιατί υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος θεατρικός κανόνας, κάποιο θεατρικό αξίωμα, αλλά γιατί το να κουνάς το δάχτυλο από σκηνής σημαίνει ότι το καλλιτεχνικό σου έργο πάσχει από «ελιτισμό». Και ελιτισμός και διδακτικότατα δεν συμβαδίζουν. Το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να έχει υψηλές απαιτήσεις από το κοινό του, γιατί το εμπιστεύεται. Ο δημιουργός πρέπει να στέκεται σαν ίσος απέναντι σε ίσους, με την πεποίθηση ότι το κοινό μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Γιατί η επανάσταση ονομάστηκε «φράουλα»;

Γιατί ως κόκκινο φρούτο μοιάζει με το «κεράσι», το σύμβολο της Παρισινής Κομμούνας, και γιατί το χρώμα και το σχήμα που μπορεί να έχει μια «ώριμη φράουλα» παραπέμπουν στο «γαρίφαλο», το οποίο γενικά, και ιδιαίτερα στη χώρα μας λόγω και του Νίκου Μπελογιάννη, συμβολίζει καθαρά την επανάσταση.

Πότε ολοκληρώνεται η παράσταση και ποια είναι τα επόμενα πλάνα σου;

Η παράσταση θα συνεχίσει να παίζεται κάθε Τετάρτη μέχρι το τέλος Απριλίου, αλλά θα παραταθεί και για τον Μάιο, σε διαφορετική ημέρα, κάθε Τρίτη. Συζητάμε επίσης το ενδεχόμενο να υπάρξει νέος κύκλος παραστάσεων από τον Σεπτέμβριο.

Για το επόμενο διάστημα ετοιμάζουμε με την ομάδα μου, την «Αποφώνηση», ένα νέο πρωτότυπο θεατρικό κείμενο με τη διαδικασία της συλλογικής γραφής. Η ομάδα «Αποφώνηση» έχει προκύψει μέσα από εργαστηριακή δουλειά δύο χρόνων σχετικά με τα λαϊκά είδη θεάτρου, σύγχρονου και παραδοσιακού, απ’ όλο τον κόσμο. Επίσης, πρόκειται να επανεκκινήσουν σύντομα οι πρόβες μιας παραγωγής που είχαν μείνει στη μέση λόγω πανδημίας, η οποία αφορά μια πρωτότυπη συρραφή κειμένων που έχω κάνει σε έργα του Ναζίμ Χικμέτ.

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

Χριστίνα Θανάσουλα: Το Φως είναι Γιατρικό

Η Χρύσα Ποζίδου Σκιαγραφεί τη Δική της «Ελένη»

Ένα «Πονηρό Πνεύμα» Ανάμεσα σε Ζώντες και Νεκρούς

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Ο Άρης Γαβριελάτος είναι κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακές σπουδες στον Κοινωνικό Αποκλεισμό και το Φύλο.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+