Ο Γιούγκερμαν, που αποτελεί μέρος της τριλογίας «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο», είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Καραγάτση, του πεζογράφου με τη διονυσιακή ιδιοσυγκρασία. Σε αυτό το πολυεπίπεδο χρονικά και τοπικά αστικό μυθιστόρημα, ο Καραγάτσης διηγείται τη ζωή και τις περιπέτειες του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνου πλούσιας φινλανδικής οικογένειας.
Η άστατη ζωή, το αλκοόλ, οι γυναίκες, τα χαρτιά και οι απάτες του ήρωα θα κρατήσουν μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση όταν τα γεγονότα θα τον οδηγήσουν, το 1920, στην Ελλάδα. Εκεί εξευγενίζεται, καλλιεργείται πνευματικά, γνωρίζει την κάθαρση ενός ψυχικά αγνού έρωτα, καταλήγοντας ισχυρός πλην δυστυχισμένος να αφήνει την τελευταία του πνοή στη φινλανδική προγονική εστία. Το μυθιστόρημα μεταφέρεται με μεγάλη εμπορική επιτυχία στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, σε σκηνοθεσία του εγγονού του Καραγάτση, Δημήτρη Τάρλοου.
Η εναγώνια αναζήτηση της ταυτότητας είναι μια βασική ιδέα που αναδύεται στα έργα του Καραγάτση και ειδικά στο Γιούγκερμαν, όπου ο ήρωας δεν καταφέρνει να ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία υποδοχής και στο βάθος του εαυτού του παραμένει ξένος.
Στο βιβλίο, η θεαματική οικονομική και κοινωνική άνοδος του Γιούγκερμαν επιτρέπει στον Καραγάτση να “απλώσει” συγγραφικά μπροστά μας μια πολυπρόσωπη εικόνα της μικροαστικής και μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας και του Πειραιά του 1924, καθιστώντας βέβαια δύσκολη τη θεατρική προβολή της. Το στοιχείο της ελληνικότητας στο λογοτεχνικό έργο είναι έντονο όταν περιγράφεται το αττικό φως και η μετουσιωτική δύναμή του ή η αύρα της θάλασσας από το μπαλκόνι της Καστέλας που αναζωογονεί τον ήρωα και τη Βούλα στις πιο κρίσιμες στιγμές τους. Και όμως, η ανάδειξη αυτής της αίσθησης δεν επιτυγχάνεται πλήρως στο θεατρικό σανίδι.
Ο Γιούγκερμαν εμφανίζεται ως ένας δυναμικός ήρωας και τολμηρός επιχειρηματίας – ένας οραματιστής για την εποχή του μεσοπολέμου. Αν και προερχόμενος από το βορρά, αφομοιώνεται ταχύτατα από την ελληνική ατμόσφαιρα και βιώνει την αστική μετάλλαξη. Είναι αυτός που κινεί τις μηχανές της προόδου, ο πρωταγωνιστής όλων των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, που κάτω από την ευεργετική επίδραση του αττικού φωτός, του ορθού λόγου που αντιπροσωπεύει ο Καραμάνος και του αγνού έρωτα που βρίσκει στο πρόσωπο της Βούλας, εξελίσσεται σ’ ένα δυναμικό χαρακτήρα που αναπτύσσει στο έπακρο όλες τους τις δυνάμεις, τις φτάνει στα όρια του, με τους δαίμονές του όμως τελικά να τον κατανικούν.
Η θεατρική μεταφορά του Γιούγκερμαν από το Τάρλοου “ποντάρει” στην ανάδειξη της προσωπικότητας του ομώνυμου ήρωα μέσα από την καθαρή και στιβαρή ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου. Η εναγώνια αναζήτηση της ταυτότητας είναι μια βασική ιδέα που αναδύεται στα έργα του Καραγάτση και ειδικά στο Γιούγκερμαν, όπου ο ήρωας δεν καταφέρνει να ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία υποδοχής και στο βάθος του εαυτού του παραμένει ξένος. Εν τέλει, η εξομοίωση έρχεται με τον θάνατο, την κοινή μοίρα όλων.
Καθοριστικό ρόλο στο Γιούγκερμαν παίζει η γυναίκα, ως αρχετυπική ιδέα του ερωτικού ασυνειδήτου. Η Ντάϊνα και η Βούλα είναι δύο διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας γυναίκες που σημαδεύουν τη ζωή του Βάσια, με τη μητέρα του να προκαθορίζει τις διαπροσωπικές του σχέσεις, βρισκόμενη στο διάκενο μεταξύ αυτών των θηλυκών υπάρξεων. Η Ζέτα Μακρυπούλια σε διπλό ρόλο στέκεται με αξιοπρέπεια στο ύψος των περιστάσεων, με κορυφαία την τελευταία σκηνή στο μπουντουάρ, όπου οπτικοποιείται και επιλύεται η οιδιπόδεια σχέση του Γιούγκερμαν με τη μητέρα του και τη Ντάϊνα.
Η Θάλεια Σταματέλου στο ρόλο της Βούλας, για την οποία ο Γιούγκερμαν επαναλαμβάνει πως “δεν υπάρχει παρά μόνο ένα κορίτσι σε ολόκληρο τον κόσμο” αποδίδει με συνέπεια την αγνότητα του ρόλου που επενεργεί καταλυτικά στο Γιούγκερμαν. Στις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του τελευταίου προστίθενται η Δανάη Σαριδάκη και η Καίτη Μανωλιδάκη που διακρίνονται για τη μεστότητα των ερμηνειών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις καλύτερες και πιο ουσιαστικές στιγμές του έργου συγκαταλέγονται οι σκηνικές συναντήσεις του Γιούγκερμαν με τον διανοούμενο της εποχής και φίλο του Μιχάλη Καραμάνο, από τον οποίο μεταγγίζονται στοιχεία πνευματικότητας και ελληνικότητας. Η παρουσία του Χρήστου Μαλάκη στο ρόλο του Καραμάνου είναι εξαίρετη, αποτελώντας αδιαμφισβήτητα ένα από τα ατού της παράστασης, καθώς φύσει Καραγατσικός, δίνει μια πιο “intellectual” διάσταση στο ρόλο του Καραμάνου και μια έμμεση υπόσταση στον ίδιο τον συγγραφέα. Η σκηνοθετική προσέγγιση του εγκλεισμού του Καραμάνου στο σωφρονιστικό ίδρυμα πρόβαλε τη μοναξιά, τα ψυχικά αδιέξοδα, αλλά και την λύτρωση από αυτά.
Στο σύνολό του, ο θίασος μπήκε σε δύσβατα σκηνοθετικά μονοπάτια με θάρρος, με το θεατρικό αποτέλεσμα, όμως, να χαρακτηρίζεται απλώς ως αξιοπρεπές αναλογικά με τον λογοτεχνικό ογκόλιθο που είχε να διαχειριστεί. Η δραματοποίηση δεν δύναται να προκαλέσει τον ίδιο ενθουσιασμό με την ανάγνωση ενός από τα αριστουργήματα της λογοτεχνικής γενιάς του ’30.