Στις διεθνείς σχέσεις, ο τόνος, το ύφος, οι άγραφοι κανόνες έχουν συχνά την ίδια βαρύτητα με την ουσία μιας διαπραγμάτευσης ή −εν προκειμένω− μιας συμμαχίας. Σε έναν κόσμο που αναζητά συναινετικές λύσεις, αυτές που μας πηγαίνουν ένα βήμα μπροστά σπάνια είναι ανώδυνες και για τις δύο πλευρές. Τα πραγματικά win-win σενάρια διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο πεδίο, πέρα από το άμεσο κέρδος ή κόστος.
Όταν σκέφτεσαι μια αμυντική συμφωνία ή τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, δεν εστιάζεις μόνο στο άμεσο αποτέλεσμα αλλά και στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Βλέπεις τη συμμαχία όχι μόνο ως λογιστικό ισοζύγιο, αλλά και ως πολιτισμική και γεωπολιτική αξία.
Αυτή η θεώρηση καταρρέει όταν οι σχέσεις αντιμετωπίζονται ως zero-sum game. Σε μια διαπραγμάτευση μηδενικού αθροίσματος, το κέρδος της μιας πλευράς συνεπάγεται ισόποση απώλεια της άλλης. Δεν υπάρχει περιθώριο για δημιουργική συνεργασία ή μεγιστοποίηση της συνολικής αξίας. Οι διαπραγματευτές παίζουν σκληρά, ασκώντας πίεση, παζαρεύοντας επιθετικά ή ακόμα και μπλοφάροντας για να αποσπάσουν το μέγιστο δυνατό όφελος στο παρόν, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες στο μέλλον.
Ο Donald Trump λατρεύει τις zero-sum διαπραγματεύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιθέτως, είναι χτισμένη στη λογική του win-win, του δημιουργικού συμβιβασμού, της συναινετικής προσέγγισης.
«Γιατί είναι κακό κάποιος να προσπαθεί να πάρει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον εαυτό του;» θα ρωτήσει κανείς. Δεν είναι. Αρκεί να προσδιορίζουμε ξεκάθαρα τι σημαίνει «καλύτερο». Αν ο συνομιλητής σου θα βρίσκεται εκεί και αύριο, μια συμφωνία που σήμερα φαίνεται ιδανική μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ στο μέλλον. Οι zero-sum διαπραγματεύσεις ταιριάζουν σε κοντόφθαλμες στρατηγικές, αλλά όταν οι σχέσεις είναι πολυδιάστατες και διαρκείς, ενδέχεται να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από το πρόσκαιρο κέρδος που αποφέρουν.
Ας έρθουμε λοιπόν στο θέμα μας. Ο Donald Trump λατρεύει τις zero-sum διαπραγματεύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιθέτως, είναι χτισμένη στη λογική του win-win, του δημιουργικού συμβιβασμού, της συναινετικής προσέγγισης.
Η Ευρώπη εφησυχάστηκε στη στρατιωτική της συμμαχία με τις ΗΠΑ. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως καμπανάκι για την ενεργειακή της απεξάρτηση, αλλά όχι για την αμυντική της αυτονομία.
Οι δύο αυτές κοσμοθεωρίες συγκρούστηκαν την περασμένη εβδομάδα και συγκρούονται ακόμη. Ο Trump βλέπει τη στρατιωτική προστασία που παρέχουν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη ως μια «κακή συμφωνία» για την Αμερική. Διαφωνώ. Οι ΗΠΑ αποκομίζουν τεράστια οφέλη από αυτή τη σχέση – από το soft power και τις εμπορικές ευκαιρίες μέχρι τη διατήρηση της παγκόσμιας ισχύος τους. Δεν το έκαναν ποτέ από αλτρουισμό.
Αυτό όμως δεν αναιρεί μια αλήθεια: η Ευρώπη εφησυχάστηκε στη στρατιωτική της συμμαχία με τις ΗΠΑ. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως καμπανάκι για την ενεργειακή της απεξάρτηση, αλλά όχι για την αμυντική της αυτονομία. Ένα στρατηγικό λάθος, αφού θεωρήσαμε δεδομένο ότι η Αμερική δεν είναι μια «τρίτη δύναμη», αλλά ένας διαχρονικά αξιόπιστος και σταθερός σύμμαχος.
Ο Trump –ή εν προκειμένω οι εκπρόσωποί του στο Μόναχο και στη Σαουδική Αραβία– διέλυσαν αυτή την ψευδαίσθηση με ένα πολιτικό ρόπαλο. Και οι επιπτώσεις είναι οδυνηρές, τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ουκρανία, που πίστεψε στη δυτική στήριξη και βρίσκεται τώρα εκτός διαπραγματεύσεων για το ίδιο της το μέλλον!
Το παιχνίδι όμως δεν τελείωσε. Η Ευρώπη έχει μια μοναδική ευκαιρία να ανασυγκροτηθεί και να θωρακιστεί απέναντι στους zero-sum τακτικιστές αυτού του κόσμου – ανεξάρτητα από το ποιοι είναι και πόσο θα παραμείνουν στην εξουσία. Γιατί ακόμη κι αν πιστεύεις στις win-win διαπραγματεύσεις, το να έχεις εναλλακτικές δεν είναι πολυτέλεια. Είναι απλώς good policy.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Τα Επικίνδυνα Σχέδια Real Estate για τη Γάζα