Ο Αμερικανός συγγραφέας Ray Bradbury (γνωστότερο έργο του, το Φαρενάιτ 451 – η θερμοκρασία καύσης των βιβλίων) το 1952 δημοσιεύει στο περιοδικό Collier ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας με τίτλο: “O Ήχος της Βροντής”. Η ιστορία διαδραματίζεται το 2055, τα ταξίδια στον χρόνο είναι πλέον πραγματικότητα και ένας κυνηγός, ο Eckels, πληρώνει 10.000 δολάρια για να οδηγηθεί στην Ιουράσια περίοδο και να σκοτώσει έναν δεινόσαυρο -και μάλιστα τον βασιλιά, τον Tyrannosaurus Rex (οι ποταπές επιθυμίες κάποιων ανθρώπων ενάντια στη Φύση δε θα καμφθούν στο μέλλον, αν και με τον πληθωρισμό ο συγγραφέας δεν τα πηγαίνει αντίστοιχα καλά, αφού παρόμοιο ποσό πληρώνει σήμερα στη μαύρη αγορά κάποιος για να αποκτήσει ένα εισιτήριο για τον τελικό του NBA…).
Αν και ο υπεύθυνος της αποστολής αναφέρει τους κινδύνους που πιθανόν να επιφέρει η μικρότερη αλλαγή στο περιβάλλον από τους ταξιδιώτες του χρόνου και τους αποτρέπει, ο Eckels ξεστρατίζει. Στην επιστροφή θα βρουν μια Αμερική πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που άφησαν. Άλλη γλώσσα, άλλη κυβέρνηση, κι αυτές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές προκλήθηκαν από το πάτημα μια πεταλούδας από τον Eckels σ’ αυτό του το ταξίδι.
Δε γνωρίζω αν ο Edward Norton Lorenz (Αμερικανός μαθηματικός και μετεωρολόγος που έζησε από το 1917 έως το 2008) υπήρξε οπαδός της επιστημονικής φαντασίας ή αν είχε διαβάσει το συγκεκριμένο διήγημα. Πάντως μια δεκαετία αργότερα, πρωτοχρησιμοποιεί την πεταλούδα ως ποιητική μεταφορά για τη απόδοση της θεωρίας του χάους: “Αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα”. Με την πάροδο του χρόνου, οι αναφορές στη συγκεκριμένη φράση πληθαίνουν, οι τοποθεσίες αλλάζουν, τα καιρικά φαινόμενα επίσης, αλλά η πεταλούδα και η κίνηση των φτερών της παραμένει ως παγκόσμια σταθερά.
Άσχετα από φυλή, έθνος, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, κοινωνική ή οικονομική καταξίωση, βρισκόμαστε όλοι στο ίδιο δέντρο-πλανήτη κι ας σταματήσουμε να τροχίζουμε το κλαδί από το οποίο κρεμόμαστε.
Και ερχόμαστε στα τέλη του 2019, όπου κάποιος Κινέζος αποφασίζει να φάει όχι πεταλούδα αλλά κρέας παγκολίνου, αυτού του αθώου φολιδωτού μυρμηγκοφάγου -παρά την όποια απαγόρευση- ή μολυσμένης νυχτερίδας (τα παραπάνω αποτελούν ανεπιβεβαίωτες θεωρίες, αλλά δε θα ήθελα να επεκταθώ σε συνωμοσιολογικά σενάρια μη επαρκώς τεκμηριωμένα). Αυτό το γεύμα ή δείπνο προκαλεί έναν παγκόσμιο σεισμό πολλών Ρίχτερ με άπειρες μετασεισμικές δονήσεις.
Πέρα από τους περίπου 70.000 θανάτους μέχρι σήμερα, οι ειδικοί δεν μπορούν να προσδιορίσουν την ημερομηνία λήξης του συναγερμού, ούτε και τις επιπτώσεις του. Το συμβάν αυτό ενέχει έναν ακόμα κίνδυνο που πρέπει να αποφευχθεί: τη στοχοποίηση των Κινέζων για ανευθυνότητα. Πρώτον, δεν είναι η ώρα απόδοσης ευθυνών. Δεύτερον, το παρελθόν έχει δείξει πως κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να ξεκινήσει οπουδήποτε. Να θυμίσω τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών ή νόσο των τρελών αγελάδων, όπως είναι ευρύτερα γνωστή, που ξεκίνησε στη Βρετανία τη δεκαετία του 1980, όταν τεράστιες κτηνοτροφικές μονάδες κατέφυγαν σε ζωοτροφές ζωικής προέλευσης για να περιορίσουν το κόστος παραγωγής. Η μόνη διαφορά είναι πως δεν υπήρξε υψηλά μολυσματική, αντίστοιχη του κορωνοϊού.
Οπότε, για την ώρα, ας αποδεχτούμε μια αλήθεια: άσχετα από φυλή, έθνος, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, κοινωνική ή οικονομική καταξίωση, βρισκόμαστε όλοι στο ίδιο δέντρο-πλανήτη κι ας σταματήσουμε να τροχίζουμε το κλαδί από το οποίο κρεμόμαστε. Ο βιασμός της Φύσης επιστρέφει προς εμάς τους ίδιους, σαν εκδικητική μανία με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Κι από τη γενική εικόνα ας περάσω σ’ αυτό που καλούμαστε να βιώσουμε και αποκαλούμε εγκλεισμό ή απομόνωση και γράφουμε αντίστοιχα ημερολόγια. Θα πρότεινα να χρησιμοποιούμε με προσοχή τους όρους, γιατί οι λέξεις κρύβουν παγίδες. Χρησιμοποιώντας λάθος λέξεις, τείνουμε να αισθανόμαστε με βάση τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, με σκοπό να τις δικαιολογήσουμε. Αν αισθανόμαστε εγκλεισμό, ποια λέξη θα διαλέξει κάποιος φυλακισμένος, ζώντας σε χειρότερες συνθήκες και μέτρα προστασίας; Πως μπορεί να χαρακτηρίσει την κατάσταση που βιώνει ένας άστεγος;
Μάλλον θα τολμούσα να ονομάσω την πρωτόγνωρη εμπειρία που ζούμε: Μαθητεία στην Τρίτη Ηλικία (φυσικά αυτό έχει ισχύ για όσες-ους δεν βρίσκονται ήδη σ’ αυτήν). Διδασκόμαστε πώς να ζήσουμε με τον εαυτό μας, περιοριζόμενοι σε λίγες τηλεφωνικές επαφές (ή βιντεοκλήσεις), με μια σωματική δυσλειτουργία -από τις κοινωνικές δραστηριότητες σε εξωτερικό περιβάλλον έως την στοιχειώδη σωματική επαφή-, με ψώνια μια φορά την εβδομάδα και μ’ ένα χρόνο ο οποίος κυλάει αργά, στα όρια του βασανιστικού.
Το ερώτημα παραμένει για όλους αμείλικτο: Πόσο ελεύθερο χρόνο αντέχουμε;
Λειτουργούμε περισσότερο με τις μνήμες (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναρτούμε παιδικές μας φωτογραφίες για να θυμίσουμε στους φίλους και στον κόσμο ότι κάποτε υπήρξαμε νέοι και ανέμελοι, και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, σαν μια ανομολόγητη επιθυμία να τοποθετήσουμε τους δείκτες του ρολογιού πίσω, στην προ καταστροφής και προ κρίσης περίοδο) ενώ -όπως και στην Τρίτη Ηλικία- μας απαγορεύεται να κάνουμε σχέδια (η αβεβαιότητα της επόμενης ημέρας και η ύπαρξη τόσων αστάθμητων παραγόντων κάνει την όποια μελλοντική πρόβλεψη ν’ ακούγεται αστεία). Αν και να θυμίσω: όπως όταν ένας ενενηντάχρονος αποφασίζει να ξεκινήσει μαθήματα μιας ξένης γλώσσας και γίνεται από θετική είδηση έως αποδέκτης ειρωνικών σχολίων -αν και έξυπνα, θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στην ενέργεια κι όχι στο αποτέλεσμα- έτσι και όσοι μπορέσουν και ενεργοποιήσουν τις δυνάμεις τους προς κάποιο στόχο, μόνο χαμένοι δεν πρόκειται να βγουν.
Και πάνω εκεί, έρχονται διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες να προτείνουν τη διάθεση του χρόνου μας. Από δωρεάν σεμινάρια, βιβλία, παραστάσεις, ταινίες, γυμναστική, παρουσιάσεις, διαλέξεις, γραμμές ψυχικής βοήθειας και ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Να μην παρεξηγηθούν αυτά που λέω: δε διαφωνώ με τη συγκεκριμένη κινητοποίηση, αλλά η πραγματοποίησή της σε τέτοια κλίμακα ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξει απλός θόρυβος (η γνώση της διαθεσιμότητας μας στέρησε σε μεγάλο βαθμό τη χαρά της εστίασης -focus- και της απόλαυσης).
Επίσης, επειδή τα περισσότερα από τα παραπάνω αγαθά δεν ανήκουν στον χώρο της επιβίωσης, αλλά στην περιοχή της ποιότητας ζωής, ελπίζω όταν βγούμε από αυτήν την κατάσταση, να μη θεωρήσουμε ότι αφού ανήκουν στον χώρο της ευχαρίστησης, θα έπρεπε αυτοδικαίως να διανέμονται και δωρεάν (υπάρχουν άνθρωποι που δούλεψαν και ζουν απ’ αυτό). Κάποιοι θα βρουν ευκαιρία να ξανακουβεντιάσουν με τους εαυτούς τους τις προτεραιότητες ζωής που έχουν θέσει, κάποιοι άλλοι ανεγκέφαλοι θα ξεσπάσουν (τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας παρουσιάζουν ανησυχητική αύξηση), αλλά τελικά το ερώτημα παραμένει για όλους αμείλικτο: πόσο ελεύθερο χρόνο αντέχουμε;
Το παράθυρο που μας συνδέει με τον έξω κόσμο, η τηλεόραση, βρήκε πρόσφορο έδαφος στη διαχείριση των φόβων μας. Νούμερα κρουσμάτων, νοσούντων και νεκρών ανά χώρα ανακοινώνονται συχνά πυκνά. Εκούσια παραχωρήσαμε πολλούς βαθμούς της ελευθερίας με το να στέλνουμε SMS για μια βόλτα ή να φέρουμε χαρτί της εργοδοσίας για να πάμε στη δουλειά μας. Τηρούμε αποστάσεις δυο μέτρων κι αλλάζουμε πεζοδρόμιο προκειμένου να μη διασταυρωθούμε με κάποιον. Οι άνθρωποι πλέον αποτελούν πιθανούς φορείς του ιού και γίναμε πρωταγωνιστές σε ταινία επιστημονικής φαντασίας υψηλού budget (το κόστος να αδειάσεις τους δρόμους μιας ολόκληρης πόλης είναι τεράστιο).
Η Ασφάλεια και η Ελευθερία, δυο έννοιες που αντιμάχονται η μια την άλλη -όταν αυξάνεται η Ασφάλεια ελαττώνεται η Ελευθερία και το αντίστροφο- διακυβεύονται και τα ερωτήματα που θα κληθούμε να απαντήσουμε, όταν κάπως ηρεμήσει το τσουνάμι, πολλά. Πόση Ασφάλεια ή Ελευθερία θέλουμε; Πόσο μπορούμε να ρισκάρουμε για να αγκαλιάσουμε κάποιον άγνωστο (το παλιότερο κίνημα των Free Hugs αποτελεί ένα πικρό ανέκδοτο) ή να φλερτάρουμε ή να φιληθούμε; Πόσο κατήγοροι μπορούμε να γίνουμε και να επιπλήξουμε αυστηρά κάποιον που το κάνει;
Στη βία της τηλεόρασης, εμφανίζονται και κάποιες φωνές λογικής. Στην ερώτηση σε γιατρό, σχετικά με τις ενέργειες που θα πρέπει να κάνουμε, αν μάθουμε ότι κάποιος στην πολυκατοικία μας είναι φορέας του ιού, το μυαλό προτρέχει. Να μην μπαίνω στο ασανσέρ, να μην πιάνω πόμολα, να πλένω τα χέρια, να, να… Σαν χαστούκι ακούγεται η φωνή του γιατρού: “Το πρώτο πράγμα είναι να επικοινωνήσουμε με τον άνθρωπο, να τον ρωτήσουμε αν είναι καλά και αν χρειάζεται κάτι να του ψωνίσουμε. Μετά να μην μπαίνουμε σε ασανσέρ, να μην… κ.λπ.”. Για τιμωρία μου θα γράψω εκατό φορές τη φράση: “Να μην ξεχνάω να είμαι Άνθρωπος”. Νέες εκφράσεις εμφανίζονται όπως Ατομική Ευθύνη και Υποκείμενο Νόσημα.
Κάποιοι άνθρωποι κινητοποιούνται σε επίπεδο πολυκατοικίας, αλλά και γειτονιάς, για να βοηθήσουν όπου και όπως μπορούν. Ελπίζω να αυξηθεί ο αριθμός τους και όταν ξεπεράσουμε την κατάσταση να ξαναδεί το κράτος τις υποκείμενες δομές και να παραδειγματιστεί από χώρες που υπήρξαν πιο αποτελεσματικές με τις μεθόδους που ακολούθησαν. Και σ’ αυτήν την μετά φάση, να μη ξεχάσουμε όλους τους γιατρούς και τους νοσοκόμους που με αυταπάρνηση και προσωπικό κίνδυνο της υγείας των ίδιων και των δικών τους, πάλεψαν για να μας οδηγήσουν στην έξοδο.
Το κράτος καλείται να πάρει γενναίες αποφάσεις για την εκκίνηση της οικονομίας. Οι επαγγελματικές τάξεις ας συνδράμουν με βιώσιμες και ασφαλείς για την υγεία προτάσεις, αφού είναι σίγουρο πως αυτό θα συμβεί ενώ θα συνεχίσουν να υπάρχουν κρούσματα. Μια παρατεινόμενη ασφυξία της οικονομίας θα έχει κι αυτή τους νεκρούς της. Ο ιός θα ξεπεραστεί – αργά η γρήγορα. Θρηνούμε και θα θρηνήσουμε θύματα. Μένει να δούμε, αν κάτι θα έχουμε διδαχτεί απ’ αυτήν την παγκόσμια περιπέτεια.