Οι Πρώτες Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις

Στις 15 Οκτωβρίου παρακολούθησα με ενδιαφέρον την επιστημονική διαδικτυακή ημερίδα “Ο Θεσμός των Πανελληνίων Καλλιτεχνικών Εκθέσεων, 1938-1987”, που διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Αξιόλογοι ακαδημαϊκοί και ερευνητές μίλησαν μέσα από τις ανακοινώσεις τους για έναν δημοφιλή εθνικό θεσμό, ο οποίος έφερε τους καλλιτέχνες κοντά στο κοινό και το κοινό κοντά στην τέχνη, παρουσιάζοντας τις εικαστικές τάσεις της εποχής στην Ελλάδα

Θα ήθελα να μεταφέρω το πνεύμα της ημερίδας, εστιάζοντας στις πρώτες διοργανώσεις που έθεσαν τις βάσεις του θεσμού, και να μοιραστώ μαζί σας μερικά στοιχεία για το εθνικό art fair, το οποίο διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εικαστική σκηνή και την αγορά τέχνης του προηγούμενου αιώνα.

Οι Εκθέσεις στο Πέρασμα των Χρόνων

Για πρώτη φορά διοργάνωση εγκαινιάστηκε ως “Ετήσια Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση” το 1938 στο Ζάππειο, κατά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά. Η Β’ Πανελλήνια Έκθεση έλαβε χώρα το 1939 και η Γ’ Πανελλήνια Έκθεση το 1940. Το κράτος προσπάθησε τότε να φέρει τον καλλιτέχνη κοντά στο κοινό, πράγμα που πέτυχε, αφού η προσέλευση του κόσμου υπήρξε μαζική και μετρήθηκε σε χιλιάδες. Την έκθεση αποδέχτηκαν ομοίως και οι καλλιτέχνες, καθώς έρχονταν σε επαφή με κρατικούς φορείς, ιδρύματα και τράπεζες που ήταν οι βασικοί αγοραστές των έργων τους. 

Ιδιαίτερα θετικό ήταν το γεγονός πως παρουσιάστηκαν έργα διαφορετικού ύφους, καθώς ο Μεταξάς, πάρα την πολιτικά ακραία συντηρητική ιδεολογία του, εφάρμοσε “φιλότεχνη και φιλελεύθερη αισθητικά πολιτική”, όντας ανοιχτός σε κάθε τάση και τεχνοτροπία. Η επιλογή των καλλιτεχνών γινόταν από ειδική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι Παντελής Πρεβελάκης και Κωστής Μπαστιάς, καθώς επίσης και εκλεγμένοι εκπρόσωποι καλλιτεχνικών σωματείων.

Η οργανωτική επιτροπή προσπαθούσε ώστε να εκπροσωπηθούν όλες οι σύγχρονες τάσεις. Έτσι, μαζί με τους ακαδημαϊκούς παρουσιάζονται και προοδευτικοί καλλιτέχνες. Το στήσιμο των εκθέσεων γινόταν από τους καλλιτέχνες των επιτροπών, οι οποίοι εμπειρικά αναλάμβαναν να παρουσιάσουν τα έργα. 

Το “Χρηματιστήριο” των Έργων Τέχνης

Μια αρνητική ιδιαιτερότητα των πρώτων Πανελλήνιων Καλλιτεχνικών Εκθέσεων ήταν η υπερτιμολόγηση των έργων από τους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Οι αναγραφόμενες τιμές δίνονταν στους καταλόγους από τους ίδιους τους καλλιτέχνες και όχι από την επιτροπή. Έτσι, κάποιοι εικαστικοί είχαν προχωρήσει σε “αλαζονική υπερτίμηση” των έργων τους, θέτοντας ως κύριο στόχο την αγορά τους από το κράτος, γεγονός που είχε προκαλέσει την αντίδραση του Ι. Μεταξά, ο οποίος προέτρεπε τη μείωση των τιμών για να προσελκυστεί μεγαλύτερο κοινό.

Χαρακτηριστική είναι η τιμή προς πώληση που αναγραφόταν σε έργο του Γεώργιου Γουναρόπουλου στην έκθεση του 1938: 130.000 δραχμές. Σημειώνεται πως εκείνη την περίοδο το μέσο ετήσιο εισόδημα ήταν 28.000 δραχμές.

Η Καλλιτεχνική Αξία

Από τεχνοκριτικής σκοπιάς, στις τέσσερις πρώτες πανελλήνιες διοργανώσεις κρίθηκε κυρίως το γενικότερο επίπεδο της έκθεσης και όχι τόσο το έργο κάθε καλλιτέχνη. Οι περισσότερες κριτικές ήταν απογοητευτικές. Οι “νεωτεριστές” κριτικοί γράφουν για απουσία προσωπικής έκφρασης, απουσία ελληνικότητας, απλή αναπαράσταση της φύσης και μίμηση άλλων καλλιτεχνών. 

Υπάρχουν βεβαίως και αυτοί που ξεχωρίζουν. Στη Β’ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση αναδεικνύεται το έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Ο καλλιτέχνης χαρακτηρίστηκε ως “ο πρύτανης της νεοελληνικής ζωγραφικής”. Στην ίδια έκθεση διακρίθηκε επίσης ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο οποίος έλαβε πολύ καλές κριτικές για το έργο του “Τοπίο της Ύδρας“.

Από την άλλη πλευρά, οι συντηρητικοί κριτικοί προβάλλουν τον Ανδρέα Γεωργιάδη, ο Κρης και εκφράζουν θετικά σχόλια για τους Σπύρο Βικάτο, Ουμβέρτο Αργυρό, Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, Απόστολο Γεραλή και Γεώργιο Προκοπίου.

Στην Γ’ Πανελλήνια Έκθεση, ο Γιάννης Μόραλης απολαμβάνει εξαιρετικά σχόλια από τους κριτικούς και κατατάσσεται από εκείνους μαζί με τους Παρθένη και Γουναρόπουλο. Οι νεωτεριστές κριτικοί αποδίδουν επίσης θετικά σχόλια για το έργο του Σπύρου Βασιλείου.

Στην Δ’ Πανελλήνια Έκθεση (1948), την πρώτη μεταπολεμική έκθεση που έλαβε χώρα ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο Εμφύλιος, εκτέθηκαν σε ξεχωριστή αίθουσα του Ζαππείου έργα διακεκριμένων εκλιπόντων καλλιτεχνών, που έφεραν τις μεγαλύτερες τιμές στην αγορά της εποχής, όπως οι Γεώργιος Ροϊλός, Νικόλαος Γύζης και Νικόλαος Κουνελάκης.

Οι τεχνοκριτικοί την κατηγόρησαν για έλλειψη εξέλιξης από την προηγούμενη έκθεση του ’40, για άχαρο τρόπο ανάρτησης των έργων και δυσφορία λόγω πολλών εκθεμάτων, ενώ πολλοί ήταν οι συμμετέχοντες που αντέδρασαν στην έκθεση έργων των εκλιπόντων καλλιτεχνών. Μέσα στο κλίμα αυτό, απορρίπτονται τα έργα των Γιάννη Γαΐτη και Νίκου Εγγονόπουλου, αλλά παρουσιάζεται ενδιαφέρον για τους Γιάννη Σπυρόπουλο, Γιάννη Τσαρούχη και Νίκο Νικολάου. 

Ιδιαίτερη μνεία απολαμβάνει και πάλι το έργο του Γιάννη Μόραλη που “τολμάει τις μεγάλες συνθέσεις με εκλεπτυσμένη καλαισθησία και εξελίσσει την τέχνη του”, ενώ “ηγεμονική θέση” καταλαμβάνει “Η  Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου και ο δημιουργός Κωνσταντίνος Παρθένης χαρακτηρίζεται ως “πατριάρχης” της ελληνικής σχολής και της ελληνικότητας. Το έργο αυτό έχει πρωτοποριακή τεχνοτροπία και προτείνεται η βράβευσή του με χρυσό μετάλλιο.

Η Δ’ Πανελλήνια Έκθεση, δυστυχώς, σημαδεύτηκε από έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα, κατά την οποία αποσύρθηκε η βράβευση του Παρθένη για το παραπάνω έργο προς όφελος του Ανδρέα Γεωργιάδη, ο οποίος απολάμβανε την εύνοια των συντηρητικών τεχνοκριτικών. 

Παρά τις έριδες, τις ενστάσεις, τις αμφίβολες κριτικές που εκφράστηκαν από τεχνοκριτικούς και καλλιτέχνες για τις πρώτες εκθέσεις, οι Πανελλήνιες Εκθέσεις ως θεσμός είχαν πλέον καθιερωθεί στον καλλιτεχνικό κόσμο και στο φιλότεχνο κοινό.

Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ:

{Just/Art}* And… Some Wine!

Αξύριστα Πηγούνια: Ξεγύμνωμα Ανθρώπινων Ψυχών Επί Σκηνής

Από τον Johnny Depp στα Ασφυκτικά Δικτατορικά Καθεστώτα

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
pARTicle
pARTicle

Η Αγγελική Ντούρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Το 2006 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων & Έργων Τέχνης στο ΤΕΙ Αθηνών. Το 2008 απέκτησε το μεταπτυχιακό δίπλωμα MSc Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου, με εξειδίκευση στην Εκτίμηση Έργων Τέχνης. Έχει εργαστεί ως συντηρήτρια αρχαιοτήτων και έργων τέχνης στο Υπουργείο Πολιτισμού και στο Μουσείο Μπενάκη και ως ιστορικός τέχνης στο Ίδρυμα Σύγχρονης Τέχνης ΔΕΣΤΕ. Είναι εγγεγραμμένη στον κατάλογο Πραγματογνωμόνων-Εκτιμητών Έργων Τέχνης του Πρωτοδικείου Αθηνών και τακτικό μέλος του Συλλόγου Εκτιμητών Ελλάδος (Σ.ΕΚ.Ε.) και της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης (Ε.Ε.Ι.Τ.). Έχει επιμεληθεί εκθέσεις τέχνης και σεμινάρια ιστορίας τέχνης και εκτίμησης έργων τέχνης στο Μουσείο Ηρακλειδών κ.α. Σήμερα εργάζεται ως Πιστοποιημένη Εκτιμήτρια Έργων Τέχνης (MRICS) και ως Σύμβουλος Τέχνης. Παρακολουθεί ανελλιπώς την αγορά τέχνης και τις εφαρμογές των επιστημών στην τέχνη, ενώ απολαμβάνει να επισκέπτεται καλλιτεχνικές εκθέσεις και να μελετάει την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης. Μοιράζεται μαζί μας τα #MustSee του μήνα μέσα από τη στήλη της «pARTicle».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+