Μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, οι Ικέτιδες, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, ταξιδεύουν σε Ελλάδα και Κύπρο, μετά την πρεμιέρα τους στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Η εμβληματική τραγωδία του Ευρυπίδη “για τον πόλεμο, τους νεκρούς του, την υπαρξιακή αγωνία, την αξιοπρέπεια, την πίστη και τη γυναικεία αντοχή” παίρνει το όνομά της από τις μητέρες των Αργείων στρατηγών που έχασαν τη ζωή τους στη Θήβα πολεμώντας στο πλάι του Πολυνείκη, του διωγμένου γιου του Οιδίποδα, οι οποίες προσπέφτουν ικέτιδες στον βωμό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Ζητούν τη βοήθεια του βασιλιά της Αθήνας Θησέα γιατί οι Θηβαίοι κρατούν τους νεκρούς και δεν επιτρέπουν την ταφή τους, παραβιάζοντας το έθος των Ελλήνων.
Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός εστιάζει στο θεσμό της δικαιοσύνης, στα δημοκρατικά ιδεώδη και στη θέση της γυναίκας ως μητέρας και συζύγου. Κάθε πολεμική σύρραξη που περιλαμβάνει ανθρώπινες απώλειες καταγγέλλεται ως η έσχατη πράξη βίας που παραμορφώνει το πρόσωπο του πολιτισμού, καταστρέφει τα ανθρώπινα έργα και δεν προωθεί το διάλογο, ακυρώνοντας την έναρθρη γλώσσα της επικοινωνίας και τρόπους και μέσα πειθούς.
Οι Ικέτιδες του Λιβαθινού πρωταγωνιστούν εκφράζοντας την οδύνη, άλλοτε βουβά άλλοτε χορωδιακά, δεν υπερβάλλουν στα επίπεδα τραγικότητας και ξεχωρίζουν για την ερμηνευτική τους δεινότητα, αποδίδοντας με αληθοφάνεια τη συμπεριφορά του ικέτη, δηλώνοντας μέσω της στάσης του σώματος και των χειρονομιών, την απόλυτη αυτοταπείνωση. Το αίτημα των Ικετίδων για την άδεια ταφής των νεκρών, που είναι νόμος Πανελλήνων, είναι σαφές και ο Αθηναίος βασιλιάς, ο Θησέας, αναλαμβάνει να αποκαταστήσει την αιφνίδια παράβασή του από την ηθική αρρυθμία που επέφερε ο πόλεμος. Με την εξασφάλιση των νεκρικών τιμών και του σεβασμού προς τους πεσόντες, επανέρχεται η τάξη, αποδίδεται το δίκαιο και γίνεται ένα βήμα επιστροφής στον πολιτισμό.
Η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου ανέδειξε τις φωνητικές ικανότητες όλων των ηθοποιών, που σε συνδυασμό με τις χορογραφικές υποδείξεις του Φώτη Νικολάου, επέτειναν τη δραματική ατμόσφαιρα, χωρίς να παρατηρηθούν εξάρσεις. Η καλή άρθρωση του λόγου, συνέβαλε στην καθαρή μετάδοση των ευριπίδειων μηνυμάτων, ενώ οι γυναικείες παρουσίες του χορού (Άννα Γιαγκιώζη, Άνδρη Θεοδότου, Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου, Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Τάνια Τρύπη και Νιόβη Χαραλάμπους) κατάφεραν συλλογικά, ως μητέρες των Αργείων στρατηγών, να προκαλέσουν τη συγκίνηση και να προσδώσουν το απαιτούμενο βάρος και κύρος άμα τη εμφανίσει τους.
Οι Ικέτιδες του Λιβαθινού πρωταγωνιστούν εκφράζοντας την οδύνη, άλλοτε βουβά άλλοτε χορωδιακά, δεν υπερβάλλουν στα επίπεδα τραγικότητας και ξεχωρίζουν για την ερμηνευτική τους δεινότητα, αποδίδοντας με αληθοφάνεια τη συμπεριφορά του ικέτη, δηλώνοντας μέσω της στάσης του σώματος και των χειρονομιών, την απόλυτη αυτοταπείνωση.
Τα άρβυλα και τα σακάκια των νεκρών που κρατούν συνεχώς επάνω τους ως μητέρες των Αργείων στρατηγών, καθώς αναλύονται σε θρήνους και κοπετούς, και οι μεταλλικές στρατιωτικές ταυτότητες αποτελούν συμβολικά αντικείμενα που δημιουργούν σκηνικά τη δραματική αίσθηση της απώλειας. Ο Ανδρέας Τσέλεπος, έδωσε το στίγμα του στη σκηνή, στο ρόλο του Άγγελου, με τη δυναμική και δωρική του ερμηνεία. Ο Άκης Σακελλαρίου, στο ρόλο του Θησέα, έδωσε μια αξιοπρεπή κλιμακούμενη ερμηνεία, που έβρισκε τις ισορροπίες της κατά τη διάρκεια του έργου. Ο Άδραστος του Χρήστου Σουγάρη διατηρούσε ερμηνευτικά το μέτρο της δραματικότητας.
Η Κάτια Δανδουλάκη ως Αίθρα, αποτέλεσε μια αξιοπρεπή παρουσία στην αρχαία τραγωδία, υπηρετώντας το δράμα, όπως και ο Χάρης Χαραλάμπους στο ρόλο του Κήρυκα. Η Κατερίνα Λούρα στο ρόλο της Ευάδνης είναι η αφοσιωμένη και τολμηρή γυναίκα του Καπανέα, που πέφτει στην πυρά μαζί με το νεκρό σώμα του άνδρα της. Ο Θοδωρής Κατσαφάδος ως Ίφις και η Αγλαΐα Παππά ως θεά Αθηνά, ξεχωρίζουν με τις στιβαρές ερμηνείες τους και τη στεντόρεια φωνή τους. Η παιδική χορωδία αποτελεί μια προσθήκη που συμπληρώνει μουσικά και θεατρικά το αρχαίο δράμα.
Εν κατακλείδι, οι Ικέτιδες του Λιβαθινού αποτελούν μια αξιοπρεπή θεατρική παράσταση που καταφέρνει εν πολλοίς να αποδώσει θεατρικά τον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας, περνώντας μέσω μιας ρυθμικής «ραπ» απαγγελίας τον ηχηρό λόγο του Ευριπίδη, με φόντο το λιτό συμβολικό σκηνικό του Γιώργου Σουγλίδη.