Ο σάλος για παραποίηση της Ιστορίας προηγήθηκε της ταινίας, με αποτέλεσμα προτού καλά καλά σβήσουν τα φώτα στις κινηματογραφικές αίθουσες να ανακοινώνονται μηνύσεις από τη μια πλευρά και να διατυπώνονται αιτιάσεις περί μυθοπλασίας που δεν δεσμεύεται από ιστορικά τεκμήρια από την άλλη. Έτσι, η υποδοχή της ταινίας “Καλάβρυτα 1943” στις αθηναϊκές αίθουσες, με τη δυσφημιστική “διαφήμιση” που προηγήθηκε, επικεντρώνεται στη διαμάχη περί ιστορικού λάθους, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το όποιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Τυχαίο;
“Καλάβρυτα 1943” | Νικόλας Δημητρόπουλος | Δανάη Σκιάδη, Max von Sydow, Νικόλας Παπαγιάννης, Μάξιμος Λιβιεράτος, Τάσος Καρλής, Astrid Roos
Η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου αφηγείται τη ναζιστική θηριωδία στα Καλάβρυτα τον Δεκέμβριο του 1943. Τότε που οι Γερμανοί στρατιώτες της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών εκτέλεσαν όλους τους άνδρες της κωμόπολης, συμπεριλαμβανομένων και των αγοριών πάνω από 13 ετών. Η επιχείρηση “Καλάβρυτα” οργανώθηκε από τους ναζί μετά την εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες.
Στις 13 Δεκεμβρίου, κατόπιν διαταγής, ολόκληρος ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στο προαύλιο του σχολείου. Τα γυναικόπαιδα χωρίστηκαν από τους άντρες και τα αμούστακα νεαρά αγόρια. Εκείνοι οδηγήθηκαν στον λόφο όπου και εκτελέστηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά κλείστηκαν με τη βία μέσα στις αίθουσες του σχολείου, το οποίο πυρπολήθηκε. Σύμφωνα με την ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου, ένας φιλεύσπλαχνος Αυστριακός στρατιώτης άνοιξε τις πόρτες και τα γυναικόπαιδα ξεχύθηκαν στο καμένο χωριό τους. Σύμφωνα με τα ιστορικά ντοκουμέντα, αυτός ο ευαίσθητος ναζί δεν υπήρξε ποτέ.
Η Διαμάχη
Εξαιτίας αυτής της σκηνής, η οποία, προφανώς όχι τυχαία, συμπεριελήφθη στο τρέιλερ της ταινίας, τοπικοί φορείς και απόγονοι θυμάτων του Ολοκαυτώματος καταγγέλλουν την παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων και την αναβίωση μύθων που εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς, ενώ η Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος απειλεί με μηνύσεις.
Ο σκηνοθέτης, θορυβημένος, δηλώνει πως στόχος του ήταν να καταγγελθεί ο ναζισμός και όχι να ωραιοποιήσει τα εγκλήματά τους και πως καλός ναζί δεν μπορεί να υπάρχει, αλλά πως ο συγκεκριμένος ρόλος εξυπηρετεί τη δραματουργική εξέλιξη της ταινίας. “Επειδή έχω και παιδί και, όπως είπαμε, νιώθω πως ανθίζει πάλι το μίσος και ο φασισμός, θα ήθελα να πιστεύω στα όνειρά μου ότι… όχι όλοι, αλλά κάποιοι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Άλλο αν έχουν κάνει κακές πράξεις, δεν τα αναιρείς αυτά. Θα ήθελα να πιστεύω ότι βγαίνει κάτι ανθρώπινο από μέσα τους και ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Αυτό μας δίνει μια ελπίδα για το μέλλον”, αναφέρει.
Η αγανάκτηση των Καλαβρυτινών είναι πέρα για πέρα δικαιολογημένη. Όταν έχουν σκοτώσει τον πατέρα ή τον παππού σου και σου έχουν κάψει το σπίτι, δεν σε απασχολεί η δραματουργική εξέλιξη. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι η πρώτη, ούτε θα είναι η τελευταία φορά που παραχαράσσεται η Ιστορία στη μεγάλη οθόνη. Ούτε ο σάλος που ξεσπά έπειτα από κάθε παραχάραξη είναι πρωτόγνωρος. Ούτε και τα όρια ανάμεσα στην ιστορική καταγραφή και την καλλιτεχνική απόδοση είναι πάντα ευδιάκριτα.
Η Ταινία
Αν υπερβούμε τη διαμάχη, η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου σίγουρα δεν είναι φιλοναζιστική. Αντίθετα, καταδικάζει εμφανώς τις θηριωδίες των Γερμανών στα Καλάβρυτα. Το φιλμ εξελίσσεται σε δύο επίπεδα. Το ένα αφορά το παρόν και τις προσπάθειες μιας δικηγόρου, της Καρολάιν (Astrid Roos), να μάθει τι συνέβη την περίοδο της Κατοχής στα Καλάβρυτα προκειμένου να απορριφθούν τα αιτήματα περί αποζημιώσεων των Ελλήνων από τους Γερμανούς. Το άλλο εκτυλίσσεται στο παρελθόν, στα Καλάβρυτα του 1943.
Το κινηματογραφικό παρόν της ταινίας είναι σχηματικό, άνευρο και περιττό. Το μόνο που εξυπηρετεί είναι η συνάντηση με τον καθηλωτικό Max von Sydow, ο οποίος, στον τελευταίο ρόλο της ζωής του, υποδύεται έναν επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων. Ο έξοχος Σουηδός ηθοποιός, παρά τις λιγοστές ατάκες του, μεταφέρει όλη την οδύνη ενός ανθρώπου που βίωσε τόση καταστροφή.
Το άλλο μέρος της ταινίας, το κεντρικό θέμα, είναι ένα ιστορικό δράμα φιλόδοξων προθέσεων αλλά μέτριου αποτελέσματος, καθώς το σενάριο είναι υποτυπώδες και έχει κραυγαλέες αστοχίες (η Μαρία Αλιφέρη που υποδύεται την οικονόμο του Max von Sydow μιλάει –και συνεννοείται!– στα ελληνικά με τη Γερμανίδα δικηγόρο της οποίας η κινηματογραφική γλώσσα είναι τα αγγλικά). Και παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές ερμηνεύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ρόλο τους, η σκηνοθεσία δεν υποστηρίζει την ανάδειξη των χαρακτήρων, καθώς καταφεύγει σε ευκολίες, με χαρακτηριστικότερη όλων την πολυπληθή σκηνή εγκλεισμού των γυναικών στο σχολείο όπου, αντί να ακούμε τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που καίγονται, βλέπουμε κάποια δραματικά gros plan, αλλά κυρίως ακούμε τη μουσική του Alex Sid που υπερκαλύπτει τις ερμηνείες.
Διαβάστε ακόμη στην αθηΝΕΑ:
Τα Νέα Ήθη της Marvel στα Χέρια της Chloé Zhao