Όταν ήμουν στο δημοτικό, τη δεκαετία του ’80, θυμάμαι στο σχόλασμα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα των μητέρων που με ανυπομονησία περίμεναν να κρατήσουν στην αγκαλιά τα παιδιά τους και να τους πουν τα νέα της ημέρας. Περνώντας έξω από το δημοτικό σχολείο της γειτονιάς μου, πάνω από 25 χρόνια μετά, νιώθω σαν να μη πέρασε μια μέρα. Τα ίδια χαρούμενα πρόσωπα, τα ίδια γέλια, οι ίδιες καθημερινές ιστορίες. Τι δεν πάει καλά με αυτήν την, κατά τα άλλα, ευτυχισμένη εικόνα;
Τα ερωτήματα τριβελίζουν το μυαλό μου. Πώς τα καταφέρνουν και είναι έξω από το σχολείο στις 13:15; Και γιατί είναι, στην πλειοψηφία τους, όλες γυναίκες (μητέρες); Πόσο ευέλικτη εργασία έχουν; Ή μήπως δεν εργάζονται καθόλου;
Και βασανίζομαι ακόμα περισσότερο. Σκέφτομαι πως, εν έτει 2018, και μετά από όλα όσα έχουν ειπωθεί περί έμφυλων ανισοτήτων, υπάρχουν ακόμα γυναίκες που όταν γίνονται μητέρες έρχονται αντιμέτωπες με το δίλημμα “καριέρα ή ανατροφή παιδιού”. Ένα δίλημμα ψεύτικο, φαιδρό, άδικο. Σαφώς, υπάρχουν οι περιπτώσεις όπου η παραίτηση από την εργασία είναι συνειδητή και καθόλου κατακριτέα επιλογή. Ο καθένας ορίζει τον εαυτό του όπως επιθυμεί. Ωστόσο, αναρωτιέμαι, πόσες είναι οι περιπτώσεις εκείνων των γυναικών που έφυγαν από τον εργασιακό χώρο επειδή οι περιστάσεις (ή ακόμα χειρότερα κάποιοι άλλοι), και όχι οι ίδιες, το θέλησαν.
Σκέφτομαι πως, εν έτει 2018, και μετά από όλα όσα έχουν ειπωθεί περί έμφυλων ανισοτήτων, υπάρχουν ακόμα γυναίκες που όταν γίνονται μητέρες έρχονται αντιμέτωπες με το δίλημμα “καριέρα ή ανατροφή παιδιού”. Ένα δίλημμα ψεύτικο, φαιδρό, άδικο.
Τα στοιχεία μας υπενθυμίζουν την πραγματικότητα. Στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι γυναίκες είναι εκείνες που εξακολουθούν να ασχολούνται με το μεγαλύτερο μέρος των οικιακών υποχρεώσεων. Στην Ελλάδα, μόνο το 15% των ανδρών αφιερώνει μία ώρα την ημέρα σε οικιακές εργασίες, με μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 34%.
Όπως και σε άλλους τομείς, έτσι και στη σχέση εργασία/οικογένεια, η πραγματική έμφυλη ισότητα παραμένει απατηλή. Οι γυναίκες επιβαρύνονται διπλά προσφέροντας τόσο αμειβόμενη, όσο και μη αμειβόμενη εργασία, και καλούνται να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση και τα συνεπάγωγά της.
Ένας ουσιαστικός αναστοχασμός βασισμένος στην πραγματικότητα είναι απαραίτητος. Όσο πιο ευρύ το φάσμα επιλογών των γυναικών, τόσο η πιθανότητα εγκατάληψης της αμοιβόμενης εργασίας μειώνεται. Τα ζητήματα είναι πολλαπλά: ο ανισοβαρής σχεδιασμός της άδειας μεταξύ δημοσίου/ιδιωτικού τομέα και άλλων μορφών εργασίας, η αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας ειδικά αναφορικά με τους ρόλους του κάθε φύλου, η σχεδόν παντελής έλλειψη ελαστικών και ευέλικτων ρυθμών εργασίας, μεταξύ των οποίων το ωράριο ή/και η τηλεργασία, και άλλα πολλά.
Η ενδυνάμωση και υποστήριξη των γυναικών δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, αλλά το σύνολο της κοινωνίας. Η παραμονή τους στην εργασία καθώς και η ενθάρρυνση της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας συνεισφέρουν θετικά στην οικονομία, την ποιότητα ζωής, τις σχέσεις ανδρών-γυναικών και πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. Το ζήτημα της ισορροπίας εργασίας/οικογένειας πρέπει να εισαχθεί δυναμικά στο δημόσιο διάλογο και να επεξεργαστεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Το κράτος οφείλει να νομοθετεί λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια εργαζόμενη μητέρα. Και εμείς, ως γυναίκες, πρέπει να μη σταματάμε να διεκδικούμε ό,τι δικαιωματικά αξίζουμε.