Καλοκαίρι είναι: Αφού έχεις λουστεί να βγάζεις άμμο από τα μαλλιά σου. Έβγαλα 3-4 κόκκους άμμου από την παραλία του Λεωνιδίου, την Πλάκα και έκατσα να γράψω για αυτό το υπέροχο μέρος της Αρκαδίας και πιο συγκεκριμένα της Νότιας Κυνουρίας. Η αίσθησή μου είναι ότι η ισορροπία που κρατάει, συνδέεται με το ότι οι δρόμοι που το ενώνουν με τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα είναι όλο στροφές, άρα παραμένει όσο μακριά χρειάζεται, με τα τελευταία “πόδια” του Πάρνωνα να το κρύβουν καλά. Όχι μόνο το Λεωνίδιο, αλλά και το χωριό Κοσμάς ή την παραλία Πούλιθρα από τα οποία πέρασα για λίγο με την παρέα μου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα μικρά χωριουδάκια της περιοχής. Μια ελάχιστη απομόνωση, τα κρατάει αληθινά, αυθεντικά, προσεγμένα, ίσως με μικρές, αμελητέες, νεοελληνικές πινελιές φυσικά!
210 χιλιόμετρα από την Αθήνα, το Λεωνίδιο κρύβει πίσω του πλούσια ιστορία. Από την τσακώνικη διάλεκτο που επιζεί, ευτυχώς, τους μετανάστες που έστειλε σε όλη τη Γη σε περιόδους φτώχειας, τη σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη και τος εφοπλιστές της περιοχής, μέχρι τις συγκρούσεις για τον έλεγχο της περιοχής από την αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή, την εποχή των Φράγκων της Πελοποννήσου, την Επανάσταση του 21, αλλά και πολύ αργότερα, καθώς ο τόπος μας δεν ηρεμούσε, στον εμφύλιο. Να σημειώσουμε ότι το Λεωνίδιο ενώθηκε με τον Τυρό με δρόμο το 1951 , ενώ μέχρι τότε η εξυπηρέτηση γινόταν δια θαλάσσης.
Ίσως είναι υπερβολή, αλλά η ρυμοτομία του, με πήγε στην Ιταλία και στα χωριά του νότου. Ενώ το επεξεργάζομαι, κάπου διαβάζω ότι το χωριό είναι αδελφοποιημένο με το Μαρτάνο, χωριό στην περιοχή του Λέτσε. “Ε! Να η απόδειξη που γύρευα” λέω μέσα μου. Φτάσαμε νύχτα και το Αρχοντικό Χιώτη ήταν, όπως αποδείχτηκε, μια καταπληκτική επιλογή. Όταν ξημέρωσε η μέρα, ένα τείχος από βράχια και βουνά σου έδινε την αίσθηση ότι μέσα στη νύχτα κάποιοι πήραν τα Μετέωρα και τα μετέφεραν σαν να ήταν σκηνικό ταινίας. Το Λεωνίδιο “κόβεται στη μέση από το ποταμάκι του Δαφνώνα με τα πιο παλιά σπίτια να είναι στη δυτική και βόρεια πλευρά. Το ποτάμι στις μεγάλες νεροποντές “ξυπνάει” και θα ήθελα πολύ να βρίσκομαι εκεί, στα περάσματά του πιο ψηλά στο φαράγγι με το δρόμο δίπλα, λίγο μετά τη βροχή!
Πράγματι, στην περιοχή ανθεί η αναρρίχηση με χαραγμένες διαδρομές, καταστήματα με υλικά, παπούτσια και ρούχα για το συγκεκριμένο σπορ. Αν δείτε, για παράδειγμα, ταμπέλα που να γράφει “Mars” μη το δέσετε σκοινί κορδόνι ότι θα βρεθείτε στον Άρη. Προφανώς και πρόκειται για κάποιο αναρριχητικό πεδίο. Οι αναρριχητές, από όσα έμαθα, έρχονται “εκτός σαιζόν”, άνοιξη ή φθινόπωρο. Φαντάζομαι το φως να γλυκαίνει και σχοινοσυντροφιές να δένονται στο βράχο. Στο Λεωνίδιο θα ακούγονται γλώσσες από όλη την Ευρώπη. Χρωστάω μια επίσκεψη ακόμα στο Λεωνίδιο!
Για όσους τρέχουν ή ποδηλατούν, η περιοχή είναι κατάλληλη. Έχει ίσια κομμάτια, όπου πάντα πρέπει να θυμόμαστε ότι είμαστε αόρατοι στα αυτοκίνητα, αλλά και απότομες υψομετρικές, όπως αυτή που έκανα προς το χωριό Τσιτάλια, προς αναζήτηση ενός μονοπατιού που δεν βρήκα, αλλά και προς το Μοναστήρι της Ελώνης μέσα από το φαράγγι που ανεβαίνει προς Πάρνωνα. Μπορείτε ακόμα να τρέξετε προς τη Βόσκινα ή την περιοχή Κορομηλιά. Όσο για τους ποδηλάτες, με λίγη προσοχή, η παράκτια διαδρομή προς και από τους Μύλους ή τον Τυρό είναι εκπληκτική για να χορτάσεις βόλτα. Ήταν ευχάριστο ότι είδα 6-7 να προπονούνται με το ποδήλατό τους!
Στο θέμα του φαγητού ή του καφέ, όπου και αν καθήσαμε με την παρέα μας, μέσα στο Λεωνίδιο, το σέρβις ήταν ανεπιτήδευτα ευγενικό. Απλά πράγματα, μεγάλες μερίδες, αρκετό κρέας, πιο χειροποίητο, πιο ακανόνιστο, πιο old fashioned. Συνταγές με μελιτζάνες και αληθινές ντομάτες. Θα βρείτε, όμως, ακόμα και pizza! Στην περιοχή, άλλωστε, συνεχίζεται η παραγωγή της περίφημης τσακώνικης μελιτζάνας, εκτός των άλλων κηπευτικών, ενώ αν ανεβείτε λίγο ψηλότερα θα δείτε τα πολλά θερμοκήπια της περιοχής σε πανοραμική θέα. Μια σύντομη βόλτα στο χωριό Κοσμάς, με τα πλατάνια και τα “τραπεζάκια έξω” ήταν μαγική. Ο Πάρνωνας χαρίζει ζωή, η δροσιά χαλαρώνει τη ζέστη του καλοκαιριού και τα πιάτα από τον “Έλατο”, οι πιταρούδες, τα ντόπια μακαρόνια, οι “γκόγκες” και το αρνί σε κάνουν να βλέπεις γαστριμαργικά αστράκια Michelin. Αλλά και στα Πούλιθρα, το Μυρτώον πέρα από το καλό φαγητό έχει τρομερά ενημερωμένη κάβα από μπύρες! Στην είσοδο βλέπεις, αριστερα και δεξιά, υβίσκους, βασιλικούς, ρίγανες και ξεχνάς για λίγο την Αθήνα.
Πάμε πίσω στο κέντρο του Λεωνιδίου. Μια μεσημεριανή βόλτα στα ήσυχα και ζεστά κεντρικά σημεία της κωμόπολης, αποκαλύπτουν πιο πολλά από όσα “λένε” όταν υπάρχει πλήθος ανθρώπων. Μαλακές δομές, σπίτια με κεραμίδι, όμορφα σπίτια, αρμονικά. Πόρτες του 1877, καταστήματα σκοτεινά, καθώς το μεσημέρι όλα ηρεμούν. Βεραντάκια για καφέ, πλατείες στα δεξιά ή αριστερά του δρόμου. Παλιές πινακίδες και ξαφνικά, μια αυλή με αδέσποτα που “τρέχουν” οι εθελοντές της ομάδας “Κούε και Κατσούα” σε άπταιστα τσακώνικα που προφανώς σημαίνει “Σκύλος και Γάτα”. Μια μικρη παρέα σκυλιων, που γλύτωσε από το μόνιμο δέσιμο σε κάποιο στύλο ή από φόλα, έρχεται για μερικά χάδια. Όπως έμαθα, στην περιοχή υπάρχουν αυτά τα συνηθισμένα προβλήματα. Ελπίζω ότι οι φόλες δεν θα κερδίσουν!
Μια βέσπα, τοίχοι ξεβαμμένοι, δύο κύριοι να παίζουν χαρτάκι σε μια δροσερή γωνιά, ένα καφάσι μπύρες και μηχανάκια με το κλειδί επάνω. Καραγκιόζης στην πλατεία, βόλτες και παγωτά. Απόγευμα πλεόν, μαζεμένοι όλοι πίσω στο Λεωνίδιο, με τις μύτες κόκκινες από τον ήλιο και σημάδια από το μαγιώ. Η Πλάκα, τα Πούλιθρα και μικρές παραλίες της ίδιας ακτογραμμής θα σας κρατήσουν για ώρα στη θάλασσα. Ίσως η έλλειψη κόσμου έκανε τη ζωή μας πιο απλή, αλλά για τέλη Ιουλίου όλα είχαν ένα σωστό ρυθμό.
Ακόμα, μπορείτε να επισκεφθείτε τον Πύργο Τσικαλιώτη, τη Φάμπρικα Πολιτισμού ή να βρεθείτε στην ωραία κωμόπολη τις ημέρες του Μέλιτζαζζ που φέτος αναβλήθηκε. Στην είσοδο του χωριού δεσπόζουν 3 ανεμόμυλοι που πρέπει να διατηρηθούν, ενώ στα υψώματα όλο και κάποιο μικρό εκκλησάκι υπάρχει για εξορμήσεις με τα πόδια. Τέλος, όπως λένε, το Πάσχα είναι ξεχωριστό στο Λεωνίδιο, με το όμορφο έθιμο των φωτεινών αερόστατων να κλέβει την παράσταση
Το Λεωνίδιο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα. Να σημειώσω ότι αν και στην επαρχία οι κανόνες χαλαρώνουν, πουθενά δεν είδαμε επαγγελματίες της εστίασης χωρίς μάσκα και παντού υπήρχαν αντισηπτικά. Τόσους μήνες με το άγχος του κορωνοϊού, ήταν μεγάλη η ανάγκη, όχι μόνο να λείψω από την Αθήνα, αλλά και να νιώσω ευπρόσδεκτος, να ηρεμήσω και να συνδυάσω τη φύση με ένα όμορφο τόπο και ανθρώπους που δεν θα με βαρύνουν.