Η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλον δέος απέναντι στην «εμμονή με τις οθόνες και τις τοξικές, επιφανειακές και βίαιες ψευδείς ειδήσεις». Η λογοτεχνία διεγείρει την ενσυναίσθηση.
«Χωρίς μια τέτοια ενσυναίσθηση, δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη, μοίρασμα, συμπόνια, έλεος. Διαβάζοντας, ανακαλύπτουμε ότι τα συναισθήματά μας δεν είναι απλώς δικά μας, είναι καθολικά».
Είναι λόγια του πάπα Φραγκίσκου που, μέσα από μια επιστολή του, θέλησε να απευθυνθεί στους μελλοντικούς ιερείς για να τους πει πόσο πολύτιμη είναι η λογοτεχνία στην πορεία τους «προς την προσωπική ωριμότητα».
«Επιστρέφοντας από το αποστολικό μου ταξίδι στην Ιαπωνία», αναφέρει στην επιστολή του, «με ρώτησαν τι νομίζω ότι έχει να μάθει η Δύση από την Ανατολή. Η απάντησή μου ήταν: “Νομίζω ότι στη Δύση λείπει λίγο η ποίηση”».
Θα συμπληρώναμε πως λείπει και ο «εμπνευσμένος λόγος» από τους λειτουργούς της εκκλησίας, όπως αυτός στην επιστολή, η οποία αφορά όχι μόνο τους μελλοντικούς ιερείς, αλλά το ίδιο όλους μας, πιστεύσαντες και μη πιστεύσαντες.
«Πώς μπορούμε να μιλήσουμε στις καρδιές των ανδρών και των γυναικών αν αγνοούμε, παραμερίζουμε ή δεν εκτιμούμε τις “ιστορίες” με τις οποίες προσπάθησαν να εκφράσουν και να αποκαλύψουν το δράμα της βιωμένης εμπειρίας τους σε μυθιστορήματα και ποιήματα;»
«Επιστολή του Πάπα Φραγκίσκου για τον Ρόλο της Λογοτεχνίας στη Διαπαιδαγώγηση»
Στην επιστολή του, θα αναφερθεί αρχικά σε μια προσωπική του εμπειρία ως δασκάλου:
«Μεταξύ 1964 και 1965, σε ηλικία 28 ετών, δίδαξα λογοτεχνία σε ένα σχολείο Ιησουιτών στη Σάντα Φε. Δίδασκα τα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου και έπρεπε να διασφαλίσω ότι οι μαθητές μου μελετούσαν το “El Cid”. Οι μαθητές δεν ήταν ευχαριστημένοι – συνήθιζαν να ρωτούν αν μπορούσαν να διαβάσουν αντί γι’ αυτό τον García Lorca. Έτσι αποφάσισα να διαβάζουν το “El Cid” στο σπίτι και κατά τη διάρκεια των μαθημάτων να συζητώ για τους συγγραφείς που άρεσαν περισσότερο στους μαθητές. Φυσικά, ήθελαν να διαβάσουν σύγχρονα λογοτεχνικά έργα.
Ωστόσο, καθώς διάβαζαν εκείνα τα έργα που τους ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή, ανέπτυξαν μια γενικότερη προτίμηση για τη λογοτεχνία και την ποίηση και έτσι προχώρησαν σε άλλους συγγραφείς. Στο τέλος, οι καρδιές μας αναζητούν πάντα κάτι μεγαλύτερο και τα άτομα θα βρουν τον δικό τους δρόμο στη λογοτεχνία.
Εγώ, από την πλευρά μου, αγαπώ τους τραγικούς, επειδή όλοι μπορούμε να αγκαλιάσουμε τα έργα τους ως δικά μας, ως εκφράσεις του δικού μας προσωπικού δράματος. Κλαίγοντας για τη μοίρα των χαρακτήρων τους, ουσιαστικά κλαίμε για τον εαυτό μας, για το δικό μας κενό, τις ελλείψεις και τη μοναξιά μας».
Πώς να μιλήσουμε στους άλλους, ρωτά στη συνέχεια της επιστολής, γυρίζοντας την πλάτη στη βιωμένη εμπειρία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη λογοτεχνία τους;
«Πώς μπορούμε να προσεγγίσουμε τον πυρήνα των πολιτισμών, αρχαίων και νέων, αν δεν είμαστε εξοικειωμένοι με τα σύμβολα, τα μηνύματα, τις καλλιτεχνικές τους εκφράσεις και τις ιστορίες με τις οποίες έχουν αποτυπώσει και αναδείξει τα πιο υψηλά ιδανικά και τις προσδοκίες τους, καθώς και τα βαθύτερα βάσανα, τους φόβους και τα πάθη τους αγνοούμε ή απορρίπτουμε; Πώς μπορούμε να μιλήσουμε στις καρδιές των ανδρών και των γυναικών αν αγνοούμε, παραμερίζουμε ή δεν εκτιμούμε τις “ιστορίες” με τις οποίες προσπάθησαν να εκφράσουν και να αποκαλύψουν το δράμα της βιωμένης εμπειρίας τους σε μυθιστορήματα και ποιήματα;»
Το επείγον καθήκον της διακήρυξης του Ευαγγελίου στην εποχή μας, αναφέρει ο πάπας Φραγκίσκος, είναι να μπορέσουν όλοι να συναντήσουν τον Ιησού Χριστό που έλαβε σάρκα και οστά, που έγινε ιστορία.
«Πρέπει πάντα να φροντίζουμε να μη χάνουμε ποτέ από τα μάτια μας τη “σάρκα” του Ιησού Χριστού: αυτή τη σάρκα που είναι φτιαγμένη από πάθη, συναισθήματα και αισθήματα, λόγια που προκαλούν και παρηγορούν, χέρια που αγγίζουν και θεραπεύουν, βλέμματα που απελευθερώνουν και ενθαρρύνουν, σάρκα που είναι φτιαγμένη από φιλοξενία, συγχώρεση, αγανάκτηση, θάρρος, ατρόμητη – με μια λέξη, αγάπη».
Και συνεχίζει:
«Από πρακτική άποψη, πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η συνήθεια της ανάγνωσης έχει πολλές θετικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, βοηθώντας τους να αποκτήσουν ένα ευρύτερο λεξιλόγιο και να αναπτύξουν έτσι ευρύτερες πνευματικές ικανότητες.
[,,,] Σε αυτή την προσπάθεια ενθάρρυνσης της ανάγνωσης, θα ήθελα να αναφέρω δύο κείμενα γνωστών συγγραφέων, που με λίγα λόγια έχουν πολλά να μας διδάξουν:
“Τα μυθιστορήματα απελευθερώνουν μέσα μας, μέσα σε μια ώρα, όλες τις πιθανές χαρές και ατυχίες που, στη ζωή, θα μας έπαιρνε ολόκληρα χρόνια για να τις γνωρίσουμε έστω και λίγο, και από τις οποίες οι πιο έντονες δεν θα μας αποκαλύπτονταν ποτέ, επειδή η βραδύτητα με την οποία συμβαίνουν μας εμποδίζει να τις αντιληφθούμε”.¹
“Διαβάζοντας μεγάλη λογοτεχνία γίνομαι χίλιοι άνθρωποι και όμως παραμένω ο εαυτός μου. Όπως ο νυχτερινός ουρανός στο ελληνικό ποίημα, βλέπω με μυριάδες μάτια, αλλά εξακολουθώ να είμαι εγώ αυτός που βλέπω. Εδώ, όπως και στη λατρεία, στην αγάπη, στην ηθική πράξη και στη γνώση, υπερβαίνω τον εαυτό μου – και ποτέ δεν είμαι περισσότερο ο εαυτός μου από ό,τι όταν το κάνω”».²
Το να «ακούμε τη φωνή των άλλων» αγγίζει την ουσία της ανάγνωσης της λογοτεχνίας, αναφέρει στην επιστολή, και επιχειρηματολογεί αναφερόμενος στον μεγάλο Αργεντινό συγγραφέα Jorge Luis Borges:
«Ο Borges εξηγούσε αυτή την ιδέα στους μαθητές του λέγοντας ότι στην αρχή μπορεί να καταλαβαίνουν πολύ λίγα από αυτά που διαβάζουν, αλλά σε κάθε περίπτωση ακούνε “τη φωνή ενός άλλου ανθρώπου”. Αυτός είναι ένας ορισμός της λογοτεχνίας που μου αρέσει πολύ: να ακούς τη φωνή ενός άλλου ατόμου. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πόσο επικίνδυνο είναι να σταματήσουμε να ακούμε τη φωνή των άλλων ανθρώπων όταν μας προκαλούν! Αμέσως πέφτουμε στην αυτοαπομόνωση – μπαίνουμε σε ένα είδος “πνευματικής κώφωσης”, η οποία έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σχέση μας με τον εαυτό μας και στη σχέση μας με τον Θεό, όσο θεολογία ή ψυχολογία κι αν έχουμε σπουδάσει».
«Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να αντισταθμίσουμε αυτόν τον αναπόφευκτο πειρασμό για έναν ξέφρενο και άκριτο τρόπο ζωής, κάνοντας ένα βήμα πίσω, επιβραδύνοντας, αφιερώνοντας χρόνο για να κοιτάξουμε και να ακούσουμε. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν κάποιος απλά σταματά να διαβάζει ένα βιβλίο».
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στον T.S. Eliot, ο οποίος περιέγραψε τη σημερινή θρησκευτική κρίση ως κρίση μιας γενικευμένης συναισθηματικής ανικανότητας, γράφει:
«…το πρόβλημα της πίστης σήμερα δεν είναι πρωτίστως το να πιστεύουμε περισσότερο ή λιγότερο σε σχέση με συγκεκριμένα δόγματα. Αντίθετα, είναι η αδυναμία τόσων πολλών συγχρόνων μας να συγκινηθούν βαθιά μπροστά στον Θεό, στη δημιουργία του και στους άλλους ανθρώπους».
Επόμενη «στάση» στην επιστολή ο Marcel Proust, ο οποίος του δίνει την αφορμή να μιλήσει για την «απόσταση» που μας χωρίζει από τους άλλους, για να μας υπενθυμίσει κάνουμε ένα βήμα πίσω, να επιβραδύνουμε, για να δούμε και να ακούσουμε:
«Όσον αφορά το περιεχόμενο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η λογοτεχνία είναι σαν “ένα τηλεσκόπιο”, για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή εικόνα του Marcel Proust. Ως τέτοια, είναι στραμμένη προς τα όντα και τα πράγματα και μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε “την τεράστια απόσταση” που χωρίζει το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας από την αντίληψή μας γι’ αυτήν.
[…] Η συνήθης άποψή μας για τον κόσμο, ωστόσο, τείνει να “τηλεσκοπείται” και να περιορίζεται από την πίεση που μας ασκούν οι πολλοί πρακτικοί και βραχυπρόθεσμοι στόχοι μας.
[…] Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η υπερβολική μέριμνα για αποτελεσματικότητα να αμβλύνει τη διάκριση, να αποδυναμώσει την ευαισθησία και να αγνοήσει την πολυπλοκότητα. Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα να αντισταθμίσουμε αυτόν τον αναπόφευκτο πειρασμό για έναν ξέφρενο και άκριτο τρόπο ζωής, κάνοντας ένα βήμα πίσω, επιβραδύνοντας, αφιερώνοντας χρόνο για να κοιτάξουμε και να ακούσουμε. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν κάποιος απλά σταματά να διαβάζει ένα βιβλίο.
Πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου τρόπους να σχετιζόμαστε με την πραγματικότητα που είναι πιο φιλόξενοι, όχι απλώς στρατηγικοί και στοχεύουν καθαρά στα αποτελέσματα, τρόπους που μας επιτρέπουν να βιώσουμε το άπειρο μεγαλείο της ύπαρξης. Η αίσθηση της προοπτικής, του ελεύθερου χρόνου και της ελευθερίας είναι τα σημάδια μιας προσέγγισης της πραγματικότητας που βρίσκει στη λογοτεχνία μια προνομιακή, αν και όχι αποκλειστική, μορφή έκφρασης […]».
Παρομοιάζει, δε, τη στοχαστική ανάγνωση σαν μια αγελάδα που μηρυκάζει:
«Ο μοναχός Γουλιέλμος του Saint-Thierry του 11ου αιώνα και ο Ιησουίτης Jean-Joseph Surin του 17ου αιώνα ανέπτυξαν την εικόνα μιας αγελάδας που μηρυκάζει –ruminatio– ως εικόνα της στοχαστικής ανάγνωσης. Ο Surin αναφέρθηκε στο «στομάχι της ψυχής», ενώ ο Ιησουίτης Michel De Certeau μίλησε για μια αυθεντική “φυσιολογία της πεπτικής ανάγνωσης”. Η λογοτεχνία μας βοηθά να αναστοχαστούμε πάνω στο νόημα της παρουσίας μας σε αυτόν τον κόσμο, να “χωνέψουμε” και να αφομοιώσουμε και να συλλάβουμε αυτό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της εμπειρίας μας. Η λογοτεχνία, με μια λέξη, χρησιμεύει για να ερμηνεύσουμε τη ζωή, να διακρίνουμε το βαθύτερο νόημά της και τις ουσιαστικές εντάσεις της».
«Εκείνοι που μαθαίνουν πραγματικά να βλέπουν, πλησιάζουν αυτό που είναι αόρατο».
Και το εργαλείο της λογοτεχνίας, η γλώσσα, μας βοηθά, γράφει, να βλέπουμε μέσα από τα μάτια των άλλων:
«Η μοναδικότητα της λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι μεταφέρει τον πλούτο της εμπειρίας όχι αντικειμενοποιώντας την, όπως στα περιγραφικά μοντέλα των επιστημών ή στις κρίσεις της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά εκφράζοντας και ερμηνεύοντας το βαθύτερο νόημά της.
Όταν διαβάζουμε μια ιστορία, χάρη στις περιγραφικές ικανότητες του συγγραφέα, ο καθένας από εμάς μπορεί να δει μπροστά στα μάτια του το κλάμα ενός εγκαταλελειμμένου κοριτσιού, μια ηλικιωμένη γυναίκα που τραβάει τα σκεπάσματα πάνω από τον εγγονό της που κοιμάται, τους αγώνες ενός καταστηματάρχη που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην, την ντροπή κάποιου που υφίσταται το βάρος της συνεχούς κριτικής, το αγόρι που καταφεύγει στα όνειρα ως τη μόνη του διέξοδο από μια άθλια και βίαιη ζωή.
Καθώς αυτές οι ιστορίες ξυπνούν αμυδρούς απόηχους των δικών μας εσωτερικών εμπειριών, γινόμαστε πιο ευαίσθητοι στις εμπειρίες των άλλων. Βγαίνουμε από τον εαυτό μας για να μπούμε στη ζωή τους, συμπάσχουμε με τους αγώνες και τις επιθυμίες τους, βλέπουμε τα πράγματα μέσα από τα μάτια τους και τελικά γινόμαστε συνοδοιπόροι στο ταξίδι τους […].
Πώς μπορούμε να μην αναλογιστούμε τα λόγια που μας άφησε ο ποιητής Paul Celan: “Εκείνοι που μαθαίνουν πραγματικά να βλέπουν, πλησιάζουν αυτό που είναι αόρατο”».
Απεστάλη στη Ρώμη, στον Άγιο Ιωάννη Λατερανό, στις 17 Ιουλίου του έτους 2024, της δωδέκατης ημέρας του Ποντιφικού μου Συμβουλίου.
FRANCESCO
1. M. Proust, «À la recherche du temps perdu – Du côté de chez Swann», B. Grasset, Paris 1914, σ. 104-105.
2. C.S. Lewis, «An Experiment in Criticism», σ. 89.
***
- Στο άρθρο δημοσιεύονται σε εισαγωγικά αποσπάσματα της επιστολής. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την πρωτότυπη επιστολή και όλες τις βιβλιογραφικές αναφορές εδώ.
- Η μετάφραση είναι του Δημήτριου Μποσνάκη, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας. Πλήρης και με σχολιασμό του ίδιου δημοσιεύεται στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2024 του περιοδικού The books’ journal.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Πώς να Γράψω για τον Ismail Kadare;
Deborah Levy | Βήμα Βήμα προς την Ελευθερία
Διαβάζουν τα Παιδιά μας; Μάλλον Όσο κι Εμείς…