Πόσες ταινίες ή επεισόδια σειρών μπορείς να δεις μέσα σε μια εβδομάδα; Στην εποχή της πανδημίας και των συνηθειών που μας άφησε, θεωρητικά, πολλές. Μα πάρα πολλές! Το να πας όμως στο σινεμά και στο θέατρο, και μάλιστα το δεύτερο σε άλλη χώρα, μέσα στην ίδια εβδομάδα, ακούγεται σήμερα κάπως… εξωτικό.
Ίσως για αυτό «έγραψαν» ακόμα πιο έντονα στην ψυχική μου διάθεση τα δύο έργα που παρακολούθησα πολύ πρόσφατα, το «Downton Abbey: Μια Νέα Εποχή», στο σινεμά της περιοχής μου, και το θρυλικό μιούζικαλ «My Fair Lady» που αναβιώνει θριαμβευτικά στο θέατρο, έπειτα από 50 χρόνια, πρώτα στο Broadway και τώρα στο περίφημο Coliseum του West End. Και δεν ξέρω αν η χρονική εγγύτητα ήταν ο λόγος για τον οποίο βρήκα πολλά κοινά ανάμεσα στα τελείως διαφορετικά έργα, με κυρίαρχο αυτό της «επίγευσης» μετά το θέαμα. Που συνίσταται στο ίδιο feel good αίσθημα, στην ίδια ψυχική ευφορία και σε μια διάθεση να χαμογελάς αβίαστα σε όλους, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Και να γιατί:
Το σίκουελ του αγαπημένου «Downton Abbey» διαδραματίζεται –πλέον– στον μεσοπόλεμο, συγκεκριμένα στο 1928, τότε που ο κόσμος ήταν ακόμα ανυποψίαστος για τα επερχόμενα δεινά. Ακόμα περισσότερο ανυποψίαστος, ο κόσμος του Downton Abbey. Όπου η ταινία σερβίρει τις γνωστές και ξαναζεσταμένες ιστορίες του –όπως συμφωνούν όλοι οι κριτικοί και υποπτεύομαι και όλοι οι φαν του– αλλά με απαράμιλλο στιλ, με καταλυτικό βρετανικό χιούμορ, με φόντο και σκηνικά χάρμα οφθαλμών, έτσι που όχι μόνο δεν πλήττεις, αλλά περνάς υπέροχα! Αφού συνειδητά αγοράζεις την ψευδαίσθηση ότι στη ζωή, τελικά, οι θανάσιμοι κίνδυνοι αποσοβούνται, οι δαίμονες μετατρέπονται σε αγγέλους, και όλα τα δράματα έχουν αίσιο τέλος. Γιατί στον πύργο του Downton οι θανατηφόρες ασθένειες αποδεικνύεται ότι ήταν λάθος διαγνωσμένες ως τέτοιες.
Κατηγορούμενοι που κινδυνεύουν να καταδικαστούν με την εσχάτη των ποινών αθωώνονται πανηγυρικά. Όλοι βρίσκουν το ιδανικό τους ταίρι κάποτε – ακόμη και ο ομοφυλόφιλος μπάτλερ στο πρόσωπο ενός ευγενούς αριστοκράτη, αν και απίστευτο για τα ήθη της κοινωνίας τότε. Ακόμα και ο θάνατος είναι γλυκός και ήρεμος εκεί (spoiler alert, για όσους θα δουν προσεχώς την ταινία!). Η μητέρα της δυναστείας (υπέροχη Maggie Smith!) σβήνει ήρεμα, σαν να κοιμάται, περιτριγυρισμένη από τη σύσσωμη και συγκινημένη πλην χαμογελαστή οικογένεια, ενώ κάνει χιούμορ μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Κι έπειτα, βρέθηκα στο Λονδίνο. Με εισιτήρια κλεισμένα προ διμήνου, για την αναβίωση του μιούζικαλ «My Fair Lady», που είχα δει μικρή οικογενειακώς στο τότε Cinerama της οδού Πατησίων, που τον δίσκο με τα αξέχαστα κομμάτια είχα λιώσει στο ράδιο-πικάπ. Που εγώ, εκστατική για Rex Harrison/Professor Higgins και Audrey Hepburn/Eliza Doolittle, με το βιβλιαράκι στο χέρι με τo script και τα lyrics που είχα ανακαλύψει, τραγουδούσα (πάντα παράφωνα) και είχα μάθει απέξω όλα τα τραγούδια – και τους διαλόγους.
Το θεατρικό έργο του Bernard Shaw «Πυγμαλίων» μεταλλάχθηκε επί σκηνής από τους Allan Jay Lerner και Frederick Lowe σε μιούζικαλ, αρχικά για το θέατρο και το 1965 για το σινεμά. Τα τραγούδια του, όπως τα «Wouldn’t it be Loverly», «The Rain in Spain», «I Could Have Danced all Night» κ.ά., διαχρονικά αγαπήθηκαν πολύ, ακόμα και από τις γενιές που δεν έχουν δει το έργο. Ίσως γιατί διαχρονικά και επίκαιρα παραμένουν τα μηνύματά του: κοινωνική ανισότητα και στερεότυπα, μειονεκτική θέση της γυναίκας, η πολύπλοκη σχέση δασκάλου και μαθητή (βλ. Πυγμαλίωνα και Γαλάτειας). Είναι απίστευτο ότι ήταν ίδια τα μηνύματα του Shaw όταν έγραψε τον «Πυγμαλίωνά» του στο τέλος του 19ου αιώνα!
Καθαρά ιαματικές παραστάσεις. Ίσως το μυστικό είναι ότι καμιά φορά πολύ σοβαρά μηνύματα είναι ωραίο να «σερβίρονται» ευχάριστα. Σαν παρηγορητική τροφή. Γιατί αρκετές φρικαλεότητες παρακολουθούμε στις οθόνες μας καθημερινά, αρκετές ταινίες και παραστάσεις «γροθιά στο στομάχι».
Τι κοινό όμως είχαν όλα αυτά με τον «Πύργο του Downton»; Που τοποθετείται σε άλλη χρονική περίοδο και μακριά από το Λονδίνο; Μα στην απόλαυση, στην ψυχική ευφορία καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, αλλά και στην «after the show» βραδιά, όποια κι αν είναι αυτή. Όμως αυτό το απίστευτα χορταστικό μιούζικαλ, με την 45μελή ορχήστρα, το απαράμιλλο σώμα των ηθοποιών που τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν επί σκηνής 2,5 ώρες, τα ξεσηκωτικά χορευτικά, τα μεγαλοπρεπή σκηνικά και τα κοστούμια-έργα τέχνης δεν είναι μόνο μια θεαματική παραγωγή με σφραγίδα Broadway και West End.
Είναι ένα έργο με πολλαπλά κοινωνικά μηνύματα, πρωτοποριακά στην εποχή του και σήμερα ακόμα επίκαιρα. Η εμβληματική Vanessa Redgrave στον ρόλο της μαμάς του καθηγητή φωνητικής Henry Higgins κονιορτοποιεί με ρηξικέλευθες ατάκες τον έκδηλο μισογυνισμό του και υποστηρίζει με γυναικεία αλληλεγγύη τη φτωχή λουλουδού που ο γιος της στοιχημάτισε πως μπορεί να την «πλασάρει» για αληθινή λαίδη στους αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου. Οι αρχές και η ηθική αποδεικνύονται ιδιαίτερα ελαστικές όταν πέφτει χρήμα – όπως του πατέρα Doolittle, όταν δεν πολυεξετάζει υπό ποιους όρους και για ποιο σκοπό η κόρη του πάει «οικόσιτη» στο σπίτι ενός εργένη.
Η γυναίκα που αντιμετωπίζεται ως «αντικείμενο», που όταν κερδίζει το στοίχημα (του καθηγητή) απλώς αγνοείται επιδεικτικά και προορίζεται να πάει εκεί απ’ όπου ήρθε. Η πολυπόθητη αλλά ακόμα ανεκπλήρωτη ισότητα των δύο φύλων. Επικαιροποίηση αξιόλογη που συνδέεται με τα σημερινά μηνύματα συμπερίληψης και εξάλειψης ρατσισμού: η πρωταγωνίστρια (εξαιρετική!) είναι έγχρωμη, Αφρικάνα-Αγγλίδα. Και στο τέλος εγκαταλείπει οριστικά τον, αν και μεταμελημένο, καθηγητή για να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο – όπως και η Γαλάτεια τον Πυγμαλίωνα.
Και όμως, η ίδια αίσθηση χαράς, πληρότητας και ελαφράδας σε ακολουθεί τόσο στην έξοδο από την «Ωραία μου Κυρία» όσο και από τον «Πύργο». Καθαρά ιαματικές παραστάσεις. Ίσως το μυστικό είναι ότι καμιά φορά πολύ σοβαρά μηνύματα είναι ωραίο να «σερβίρονται» ευχάριστα. Σαν παρηγορητική τροφή. Γιατί αρκετές φρικαλεότητες παρακολουθούμε στις οθόνες μας καθημερινά, αρκετές ταινίες και παραστάσεις «γροθιά στο στομάχι».
Ακόμα και με «πειραγμένες» κάποιες γεύσεις, νιώθεις για αυτά τα έργα όπως όταν σηκώνεσαι από το τραπέζι όπου απόλαυσες νόστιμο και άφθονο το φαγητό της μαμάς.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Ερωτευμένα Άλογα»: Μια παράσταση για τον Έρωτα και την «Αναπηρία»