Στην πιο πρόσφατη στήλη του Pop Philosopher, σας μιλούσα για τη σημασία των αδύνατων ερωτημάτων και για το πώς μας βοηθούν να σκεπτόμαστε, προκαλώντας το μυαλό μας να ξεπεράσει κάποια όρια και διευρύνοντας έτσι το πλαίσιο στο οποίο κινείται. Αναφέρθηκα επίσης στην άποψη ότι πολλά φιλοσοφικά ερωτήματα είναι τελικώς “αδύνατα”, χωρίς όμως αυτό να μειώνει την αξία τους. Αδύνατα ή μη, πώς μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε; Σήμερα θα μιλήσουμε για το οντολογικό επιχείρημα του χριστιανού θεολόγου Ανσέλμου του Καντέρμπερι, ο οποίος, βασιζόμενος στη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής, αποπειράθηκε να δώσει μια απάντηση σ’ ένα από τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα της ανθρωπότητας: υπάρχει Θεός;
Σίγουρα είναι το ερώτημα για το οποίο έχει χυθεί το περισσότερο μελάνι -και δυστυχώς το περισσότερο αίμα- στην προσπάθεια επίλυσης ή αποσιώπησής του. Το ερώτημά αυτό δεν ήταν βέβαια το ίδιο σημαντικό στην αρχαιότητα – οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μια πολύ διαφορετική αντίληψη επί του θέματος σε σχέση με τους Χριστιανούς κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, και συγκεκριμένα, την εποχή των σχολαστικών φιλοσόφων.
Όταν ο Χριστιανισμός ξεκίνησε να διασπείρεται στην Ευρώπη, η εκκλησία άρχισε να αποκτά δύναμη και προνόμια. Για του ιερείς, ένα απ’ αυτά τα προνόμια ήταν η πρόσβαση σε βιβλία και συνεπώς η μόρφωση. Από τα διαθέσιμα βιβλία της εποχής, αυτά που είχαν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο και κέρδισαν το σεβασμό των λόγιων της εποχής ήταν των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ιδιαίτερα του Πλάτωνα, του οποίου τα κείμενα εστίαζαν στην έννοια της τελειότητας, το θείο και τον κόσμο των ιδεών, οδηγώντας τους Χριστιανούς της εποχής να νομίζουν ότι ο Πλάτωνας αναφερόταν σε πτυχές του δικού τους Θεού. Αποτέλεσε μεγάλο βοήθημα για τους θεολόγους που έψαχναν για επιχειρήματα ώστε να μην υπάρξει καμία πιθανότητα αμφισβήτησης του μεγαλείου του. Μερικούς αιώνες αργότερα, το έργο του Αριστοτέλη, κυρίως χάρη στο Θωμά Ακινάτη, θα αποκτούσε ισότιμη, αν όχι ανώτερη αξία απ’ αυτό του Πλάτωνα.
Από τους διάφορους μεσαιωνικούς φιλόσοφους που άφησαν το στίγμα τους, θα ήθελα σήμερα ν’ αναφερθώ στον Άνσελμο του Καντέρμπερι, επινοητή του οντολογικού επιχειρήματος για την ύπαρξη του Θεού, της πρώτης δομημένης απόπειρας “απόδειξης” της ύπαρξης του Θεού.
Έστω “Θεός”, ένα ον του οποίου τελειότερο δεν μπορεί να συλληφθεί από τον ανθρώπινο νου. Αυτό το τέλειο ον είναι κάτι το οποίο μπορεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει, τουλάχιστον θεωρητικά. Αυτό ισχύει, μας λέει ο Άνσελμος, ακόμα και για τον άπιστο. Ακόμη κι αυτός που δεν πιστεύει στον Ύψιστο μπορεί τουλάχιστον να συλλάβει με το νου του ένα τέτοιο ον. Εάν ένα τέτοιο ον μπορεί να συλληφθεί από τον ανθρώπινο νου, τότε αυτό το ον αναγκαστικά πρέπει να υπάρχει. Ο λόγος; Εάν δεν υπάρχει, και είναι μόνο μια ιδέα, τότε μπορούμε να σκεφτούμε κάτι ανώτερο/τελειότερο απ’ αυτόν, δηλαδή ένα υπαρκτό ον. Είναι δυνατόν το ανώτερο ον που μπορεί να συλλάβει ο νους να είναι ατελές μέσω της ανυπαρξίας του; Συνεπώς, η αρχική υπόθεση πως ο Θεός δεν υπάρχει πρέπει να είναι ψευδής. Με τα δεδομένα αυτά, η ύπαρξη του Θεού είναι αυταπόδεικτη και αληθής.
Παρατηρήσατε τι έκανε ο Άνσελμος; Θεμελίωσε το ερώτημα, έθεσε ένα πλαίσιο και έδρασε εντός αυτού. Πριν απαντήσει καν στο μεγάλο ερώτημα, απάντησε κάποια άλλα -όπως π.χ. “πώς ορίζουμε τον Θεό”- και μετά προχώρησε στη μεγάλη απάντηση. Παρά τη διαίσθησή μας ότι κάτι δεν πάει καλά με τη λογική την οποία ακολουθεί, δεν είναι εύκολο να βρούμε ακριβώς πού βρίσκεται το λάθος, εξού και το ερώτημα προκαλούσε ενδιαφέρον στους φιλοσόφους για αιώνες.
Το πρόβλημα με το οντολογικό επιχείρημα είναι όμως η κυκλική λογική του. Χωρίς να το καταλάβουμε, εισάγει σε κάποιο σημείο ως προϋπόθεση ότι ο Θεός υπάρχει, για να καταλήξει να αποδείξει ότι… ο Θεός υπάρχει. Μπορεί λοιπόν το ζήτημα του αν υπάρχει ή όχι Θεός να μη το συζητάμε κάθε μέρα, όμως, ακόμη και στην προβληματική του απόπειρα να το απαντήσει, ο Άνσελμος μας έδωσε, άθελά του, ένα μάθημα: να μη στεκόμαστε σε κάτι που φαίνεται σωστό, να αναζητούμε βήμα, βήμα τη λογική του, αναζητώντας πού μπορεί να μπάζει.