Σε ένα σκοτεινό δρομάκι της συνοικίας Λάπα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στη σκηνή του κλαμπ Beco do Rat, κρουστά, πνευστά και έγχορδα κουρδίζονται στους ρυθμούς της σάμπα. Πού είναι το παράξενο; Ολόκληρη η Βραζιλία χορεύει σάμπα. Στο καρναβάλι, στους δρόμους, στα σοκάκια, στα κλαμπ, στο σπίτι.
Κι όμως, σε εκείνο το μπαρ της συνοικίας Λάπα στο Ρίο ντε Τζανέιρο το χαρακτηριστικότερο και πιο διαδεδομένο πολιτισμικό στοιχείο της χώρας άλλαξε μορφή. Κάποιοι θεώρησαν την κίνηση προσβλητική, άλλοι επαναστατική, ορισμένοι δίκαιη και κάποιοι διέρρηξαν τα ιμάτιά τους διότι δεν μπορεί να έρχονται τα πάνω κάτω σε αυτή τη ζωή και επιχείρησαν να επιβάλλουν την τάξη διά της δικαστικής οδού.
Αυτό που συνέβη στο βραζιλιάνικο κλαμπάκι είναι ότι το εννεαμελές μουσικό σχήμα που έπαιζε εκείνο το βράδυ, οι Samba Que Elas Querem, αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες, σπάζοντας μια παράδοση που επιτρέπει στις θηλυκές υπάρξεις να στέκονται (όταν στέκονται) στις σκηνές της σάμπα μόνο πίσω από το μικρόφωνο. Τα υπόλοιπα είναι αντρικές δουλειές!
Λίγη Ιστορία
Η ετυμολογία της λέξης σάμπα δεν είναι γνωστή. Κάποιοι τη συσχετίζουν με το πορτογαλικό ρήμα σαμπάρ (sambar) –που σημαίνει «εργασία με το ξύλο»– και κάποιοι με τον αφρικανικό χορό σέμπα, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρο εάν η σέμπα σχετίζεται με τη βραζιλιάνικη σάμπα. Σε δύο από τις αφρικανικές γλώσσες της οικογενείας Μπαντού, πάντως, το σέμπα σημαίνει «χορός», ενώ σε άλλες γλώσσες της ίδιας οικογένειας έχει διάφορες άλλες, τελείως διαφορετικές έννοιες, όπως «πείνα» ή «ύφασμα».
Όποια και αν είναι η ετυμολογία της λέξης σάμπα, οι ρίζες της ανάγονται στην Αφρική, και συγκεκριμένα στο δουλεμπόριο του 17ου και 18ου αιώνα, όταν πολλοί ιθαγενείς της δυτικής Αφρικής μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι στις πορτογαλικές κτήσεις της Λατινικής Αμερικής. Η σάμπα ήταν ένας ευρύς όρος για πολλούς από τους ρυθμούς που συνθέτουν τα πιο γνωστά βραζιλιάνικα μουσικά είδη στις αρχές του 20ού, όταν αναπτύχθηκε έντονα στις κοινότητες του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Με τα χρόνια εξελίχθηκε, απέκτησε υποκατηγορίες –η μπόσα νόβα είναι από τις πιο γνωστές– και το 2005 η UNESCO ανακήρυξε τη Samba de Roda –ένα από τα είδη σάμπα– μέρος της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.
Η εξέλιξη του μουσικοχορευτικού είδους που σε παροτρύνει να κάνεις μικρά βηματάκια μπρος πίσω ακόμη και καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου σου ίσως να έχει ενδιαφέρον για πιο ειδικό κοινό. Το πιο σημαντικό για το συγκεκριμένο κείμενο είναι ότι η σάμπα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταπίεση, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να τραγουδάνε και να χορεύουν για να αντιμετωπίσουν την απανθρωπιά της σκλαβιάς τους.
Επιστροφή στο Παρόν
Επιστρέφοντας στις «ατίθασες» Samba Que Elas Querem, βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταπίεση άλλου είδους. Τον σεξισμό. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει η επικεφαλής και ιδρύτρια του συγκροτήματος, Silvia Duffrayer.
Πολύ πριν από την εμφάνιση στο κλαμπ Beco do Rat, και συγκεκριμένα το 2018, το συγκρότημα έγραψε μια διασκευή του «Mulheres», του φημισμένου Martinho da Vila, αντικαθιστώντας τους αρχικούς στίχους που περιγράφουν τις ατελείωτες ερωτικές περιπέτειες ενός άντρα μέχρι να βρει την κατάλληλη, τη μία και μοναδική γυναίκα, με φεμινιστικούς στίχους που λίγο πολύ λένε πως είμαστε ελεύθερες να κάνουμε ό,τι θέλουμε (εδώ και εδώ οι δύο εκδοχές του «Mulheres»).
Ο μισογυνισμός και η πατριαρχία μπήκαν στο στόχαστρο των Samba Que Elas Querem, το τραγούδι σημείωσε επιτυχία, αλλά ο συνθέτης του πρωτότυπου «Mulheres», ο Toninho Geraes, ζήτησε να αφαιρεθεί από τις μουσικές πλατφόρμες για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων.
Η Silvia Duffrayer, θεωρώντας ότι ο πραγματικός λόγος δεν είναι τα πνευματικά δικαιώματα, αντιπρότεινε να αποσυρθεί το συγκρότημα από κάθε έσοδο που θα προερχόταν από το συγκεκριμένο τραγούδι. Ωστόσο η δικαστική διαμάχη συνεχίζεται.
Αλλαγή Σκηνικού;
Οι Samba Que Elas Querem δεν είναι το μοναδικό γυναικείο μουσικό σχήμα σάμπα στη Βραζιλία. Πλέον, υπάρχουν κι άλλα –λίγα ωστόσο–, ενώ μουσικοί όπως ο Chico Buarque έχουν σταματήσει να τραγουδάνε σεξιστικά κομμάτια τους ή αντικαθιστούν προσβλητικούς για τις γυναίκες στίχους.
Αλλάζει πραγματικά κάτι; Είναι δυνατόν να σβηστεί μια κουλτούρα αιώνων με τη γομολάστιχα; Θα αρχίσουμε να αντικαθιστούμε ό,τι σεξιστικό γέννησε ο πολιτισμός; Έχει κάποιο νόημα το πολυδιαφημισμένο politically correct; Ποιος έχει δίκιο και ποιος λέει αλήθεια για τις «Mulheres»; Η Silvia Duffrayer των Samba Que Elas Querem ή ο Toninho Geraes του πρωτότυπου κομματιού;
Δύσκολες απαντήσεις. Η πολιτεία του Ρίο, πάντως, σημείωσε αριθμό ρεκόρ γυναικοκτονιών πέρυσι, με μία γυναίκα να δολοφονείται κάθε τρεις ημέρες, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα δολοφονούνταν μια γυναίκα κάθε έξι ώρες. Κι αυτή είναι μια πολύ δυσκολότερη πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (στοιχεία του 2020), η Βραζιλία κατατάσσεται στην πέμπτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα στον αριθμό γυναικοκτονιών, παρότι στη χώρα έχουν γίνει βήματα προκειμένου να προστατευτούν οι γυναίκες από τη βία που υφίστανται εξαιτίας του φύλου τους.
Το 2015, μάλιστα, προστέθηκε στον ποινικό κώδικα ο όρος γυναικοκτονία, ενώ οι κυρώσεις απέναντι στους θύτες είναι σκληρές, πολύ δε περισσότερο όταν τα θύματα είναι έγκυες, άτομα με ειδικές ανάγκες και ηλικίας κάτω των 14 ή άνω των 60 ετών.
«Ποτέ δεν είχαμε τόσο πολλούς νόμους που να αντιμετωπίζουν τη βία κατά των γυναικών», είχε πει η εκτελεστική διευθύντρια του Φόρουμ Δημόσιας Ασφάλειας της Βραζιλίας, Samira Bueno, παρουσιάζοντας τρία χρόνια πριν μια εκτεταμένη ετήσια μελέτη για τη βία στη Βραζιλία, που δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Οικονομικών Ερευνών (Ipea). «Πρόκειται για μια σημαντική πρόοδο, αλλά πρέπει να έχουμε τη διαύγεια να αντιλαμβανόμαστε ότι οι νόμοι δεν αλλάζουν τις συμπεριφορές».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:
Νύφη Ετών 6 στη Σύγχρονη Τουρκία
Τα Εγκληματικά Μυστικά και Ψέματα του Pornhub
Η Κόλαση των Οικιακών Βοηθών στη Σαουδική Αραβία