Τέρμα οι διθύραμβοι και οι πανηγυρισμοί. Τέρμα οι λίστες ακροαματικότητας, τα ευχολόγια για την επιστροφή της ποιότητας στην ελληνική τηλεόραση και όλα τα συναφή. Άλλωστε, αυτή τη φορά, οι λέξεις δεν έρχονται να περιγράψουν τις Άγριες Μέλισσες ως ένα καλό, ενδεχομένως και εξαγώγιμο, τηλεοπτικό προϊόν. Η διάθεσή μου είναι να καταγράψω την κοινωνική αποτύπωση που προσφέρουν με τρόπο μοναδικό, σχεδόν χειρουργικό. Πώς η σειρά καταγράφει όλες τις εθνικές πληγές, τα ιστορικά λάθη, τις εμμονές και τον μικροαστισμό που, αν έχει αρχές και αναφορές στην παράδοση, αποτελεί δύναμη εξέλιξης. Μαζί με τις εθνικές μας νευρώσεις που, σαν κακό που ξορκίζουμε, δεν φεύγουν ποτέ.
Ένα Ταξίδι στο Χρόνο και τις Νευρώσεις της Ελληνικής Επαρχίας
Η σειρά μας ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα οικείο κοινωνικό κύτταρο της εποχής εκείνης: ένα χωριό κοντά σε μεγάλη πόλη, αλλά τόσο μικρό ώστε να έχει μικρόκοσμο και τόσο μεγάλο για να περικλείει τις δικές του δυναμικές.
Τα πρόσωπα οικεία: η πλούσια οικογένεια, οι τοπικοί επαγγελματίες, οι αγρότες, οι φιλόδοξοι, ο παπάς, η μαμή και ο ενωμοτάρχης. Στην άλλη πλευρά των εξελίξεων τρεις αδελφές που μένουν μόνες όταν ο πατέρας τους πεθαίνει. Και έτσι, με απλό τρόπο, ξεκινά μια διαμάχη ανάμεσα στον παραδοσιακά ισχυρό και τον υποθετικά ανίσχυρο: η μεγαλύτερη αδελφή εκ των τριών, ο “πατέρας” της οικογένειας, σκληρή, τραχεία και συναισθηματικά αταλάντευτη, τα βάζει με τον ισχυρό γαιοκτήμονα. Και γύρω γύρω σε αυτή την εναντιωματική σχέση, χτίζεται όλο το δράμα της ελληνικής κοινωνίας. Αυτού του μικρού καμβά κοινωνικής εξέλιξης.
Τα χρόνια περνούν και μπαίνουμε στις δυσκολίες τις δεκαετίας του ‘60. Κουτσομπολιά, ίντριγκες και στο βάθος η ελπίδα ενός καλού γάμου. Ως δύναμη νομιμοποίησης ακόμα και των πιο αποτυχημένων επιλογών. Και μοναδικό μέλλον για τις γυναίκες. Με την αγωνία τι θα πει το χωριό. Αυτοί που πολέμησαν στον πόλεμο θεωρούνται “ανόητοι” και ο τσιφλικάς διαφεντεύει με μια σχέση γραμμική, σαν από τον Θεό δοσμένη. Μέχρι να απογυμνωθεί από την εξουσία του και τις “άκρες” του. Κέντρο των εξελίξεων το καφενείο.
Το νόθο της αδελφής του γίνεται ο επίσημος “τραμπούκος” του με αιώνια πίστη. Ο Κοινοτάρχης υπόδουλος του Τσιφλικά, μέχρι να φοβηθεί να πάει φυλακή. Το ίδιο και οι ντόπιοι μαυρογιαλούροι. Σαν κλιπ εμφανίζεται κι ένας κακός προικοθήρας που είναι και λίγο ομοφυλόφιλος. Και ερωτεύεται τον άλλον ομοφυλόφιλο του χωριού, που ζει εξορισμένος και φυσικά πένης και… καλλιτέχνης. Γραφικότητες έντιμα δοσμένες. Όπως και η απεικόνιση της βίας των φυλακών και της βαρβαρότητας του βιασμού.
Μαθήματα Ιστορίας, Αυτογνωσίας και Αυτοκριτικής
Δεν έχει σημασία η ανάλυση της πλοκής περαιτέρω. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι “Μέλισσες” αναπαραγάγουν όλα όσα μας είναι οικεία και δεν τολμάμε να αλλάξουμε. Τα ιστορικά λάθη, τις στρεβλώσεις. Ίσως χωρίς να το θέλουν, οι συγγραφείς παραδίδουν μαθήματα ιστορίας στη γενιά του Instagram και του TikTok. Στη γενιά που βλέπει ελκυστικό τον Trump, στη γενιά που πιστεύει σε συνωμοσίες.
Αλλά και στις παλαιότερες γενιές, που τα ανέχτηκαν όλα αυτά, τα αναπαρήγαν και τώρα επικαλούνται ότι κάθε πέρσι και καλύτερα. Με λίγα λόγια, στις “Μέλισσες” βλέπουμε την κυκλική ιστορία μας να επαναλαμβάνεται, τα ιστορικά μας αδιέξοδα να αναπαράγονται και την όποια αλλαγή προς το καλύτερο να συνθλίβεται στις συνέπειες του γενικού βολέματος.
Είναι άγνωστο πώς η σειρά θα δείξει τη Χούντα. Επί του παρόντος, βρισκόμαστε στο 1966. Αλλά, ακόμα και σε εκείνα τα χρόνια, βλέπεις τους σπόρους της Ελληνικής Τραγωδίας που σχηματίζονταν από το ισοσκελές τρίγωνο του λαϊκισμού, τα κούφια λόγια και τα κοινωνικά πρότυπα που ελάχιστα έχουν αλλάξει. Και το χειρότερο; Κάθε φορά που πάνε να αλλάξουν, στο όνομα κάποιας μεγάλης θεωρίας, δεν αφήνονται να αλλάξουν. Μήπως τώρα είναι η ώρα;
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: