Η ταινία «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά» που σκηνοθέτησε ο Βέλγος Tim Mielants –τον Νοέμβριο προβλήθηκε και στους ελληνικούς κινηματογράφους– είναι η τελευταία προσθήκη στον μακρύ κατάλογο των πολιτιστικών προϊόντων με θέμα το ειδεχθές σκάνδαλο της Καθολικής Εκκλησίας που έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως τα Πλυντήρια της Μαγδαληνής (ή Άσυλα της Μαγδαληνής).
Πρόκειται για ιδρύματα που λειτουργούσαν υπό τη σκέπη της Προτεσταντικής Εκκλησίας αρχικά –για να περάσουν σύντομα στα χέρια των καθολικών–, τα οποία θεωρητικά δημιουργήθηκαν για να στεγάσουν και να επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο παραστρατημένα κορίτσια. Από τον 18ο αιώνα μέχρι το 1996, όταν έκλεισε και το τελευταίο άσυλο του τρόμου, τα ιδρύματα αυτά –καθολικά μοναστήρια που διοικούσαν καλόγριες με την προστασία του κράτους– είχαν μετατραπεί σε επίγεια κόλαση, στην οποία οι έγκλειστες, άγουρα πλάσματα που μπορεί να ήταν ακόμη και θύματα βιασμού ή σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ακόμη και από αιμομικτικές εξαναγκαστικές ή μη σεξουαλικές συνευρέσεις, επιβίωναν μετά βίας πλένοντας νυχθημερόν ασπρόρουχα και ρούχα τοπικών επιχειρήσεων, δημόσιων νοσοκομείων και κυβερνητικών υπηρεσιών. Συχνά άφαγες ή υποσιτισμένες, πολλές φορές υπό συνθήκες αφόρητης ζέστης ή ανυπόφορου κρύου, προφανώς χωρίς την απαραίτητη υγιεινή ή ιατρική φροντίδα και πάντα υπό καθεστώς τρόμου, φόβου και απόλυτης απαξίωσης της ύπαρξής τους.
Η Ταινία του Tim Mielants
Τα «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά» επικεντρώνονται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Claire Keegan, η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει γράψει και το «Ήσυχο Κορίτσι», που επίσης έγινε ταινία (από τον Ιρλανδό Colm Bairéad). Πιστή στην επιλογή της να μιλήσει (και) για τις έμφυλες ανισότητες στην πατρίδα της, η πολυδιαβασμένη Keegan, γεννημένη στο Wicklow της ανατολικής Ιρλανδίας, είναι το πρώτο παιδί της οικογένειας που αποφάσισε να σπουδάσει γιατί, όπως είχε πει, κουράστηκε να είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας λόγω του φύλου της. Είναι η συγγραφέας που στις ιστορίες της επικεντρώνεται στο ψυχογράφημα ενός προσώπου για να μιλήσει ουσιαστικά για μια ολόκληρη χώρα, κάτι που επαναλαμβάνει και στα «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά».
Στις σελίδες του βιβλίου αλλά και στα καρέ του σινεμά παρακολουθούμε τον Μπιλ Φέρλογκ, έμπορο κάρβουνων στο Ρος της νοτιοανατολικής Ιρλανδίας του 1985, πατέρα πέντε κοριτσιών και γιο αγνώστου πατρός ο ίδιος, να επαναφέρει στην καθημερινότητά του την πληγή που τον στοιχειώνει όλη του τη ζωή όταν, επισκεπτόμενος το τοπικό μοναστήρι για να παραδώσει κάρβουνα, ανακαλύπτει μια έγκυο νεαρή κοπέλα να ξεπαγιάζει στην αποθήκη. Από την κλειδαρότρυπα του μοναστηριού βλέπουμε τα αγέρωχα σκανδαλώδη «Πλυντήρια της Μαγδαληνής» σε δράση, ενώ ο Μπιλ Φέρλογκ –και κάθε Μπιλ Φέρλογκ– δυσκολεύεται να κάνει έστω μισό βήμα πέρα από αυτήν την παγιωμένη απάνθρωπη κατάσταση.
«[…] Μερικές φυλακίστηκαν απλώς επειδή ήταν “πολύ όμορφες”, και επομένως κινδύνευαν να αμαρτήσουν. Άλλες ήταν διανοητικά καθυστερημένες», γράφει η Frances Finnegan.
Από την Joni Mitchell έως το BBC
Πετυχημένη ή υποτονική, η ταινία του Tim Mielants προστίθεται σε μια σειρά φιλμ, βιβλίων και μουσικών που μιλάνε για το ίδιο θέμα –τα αποτρόπαια πλυντήρια– σαν να επιχειρούν αφενός να διατηρήσουν στη μνήμη των ανθρώπων το έγκλημα και αφετέρου να εξιλεωθούν για ένα έγκλημα δεκαετιών, για το οποίο οι κύριοι υπεύθυνοι, οι καλόγριες της Καθολικής Εκκλησίας, δεν είχαν ποτέ την τσίπα να ζητήσουν έστω συγγνώμη.
Η νοσηρή πραγματικότητα των Πλυντηρίων της Μαγδαληνής έχει αποτυπωθεί στις ταινίες μυθοπλασίας «Οι Κόρες της Ντροπής» του Peter Mullan (2002) και «Philomena» του Stephen Frears (2013). Στα ντοκιμαντέρ «The Forgotten Maggies» του Steven O’Riordan (2009) και «Ireland’s Dirty Laundry» του Gerry Gregg (2004). Έχουν αναφερθεί στους «Δουβλινέζους» και στον «Οδυσσέα» του James Joyce.
Έχουν γίνει τραγούδι από την Καναδή τραγουδίστρια, συνθέτρια της φολκ και της ροκ μουσικής Joni Mitchell (Magdalene Laundries) και από τη Sinéad O’Connor, η οποία είχε σταλεί σε παρόμοιο ίδρυμα όταν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να κλέβει από καταστήματα σε ηλικία 15 ετών (το τραγούδι της «The Magdalene Song», το οποίο η ίδια είχε δώσει στους παραγωγούς, ακούστηκε μετά τον θάνατό της στο τηλεοπτικό δράμα του BBC «The Woman in the Wall»).
Οι καλλιτεχνικές εκδοχές του σκανδάλου –μαζί με αυτές και τα ντοκιμαντέρ– είναι η μια εκδοχή καταγραφής της υπόθεσης. Η άλλη, η επιστημονική μελέτη και έρευνα, καταγράφεται (και) στο «Do Penance or Perish: Magdalen Asylums in Ireland» της Frances Finnegan, το οποίο εκδόθηκε το 2011 από το Oxford University Press.
Στις σελίδες του αποτυπώνεται η ιστορία των ασύλων της Μαγδαληνής της Ιρλανδίας, σπίτια που ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, όπου κρατήθηκαν συχνά με τη βία ιερόδουλες. «Δουλεύοντας χωρίς αμοιβή, αυτές οι γυναίκες υπόκεινται σε μετάνοια, σκληρή πειθαρχία, αναγκαστική σιωπή και προσευχή. Καθώς ο αριθμός των ιερόδουλων άρχισε να μειώνεται, η εκκλησία έψαχνε αλλού για αυτή τη δωρεάν εργασία, στοχεύοντας άλλες «παραστρατημένες» γυναίκες, όπως ανύπαντρες μητέρες και δύστροπα ή κακοποιημένα κορίτσια. Μερικές φυλακίστηκαν απλώς επειδή ήταν “πολύ όμορφες”, και επομένως κινδύνευαν να αμαρτήσουν. Άλλες ήταν διανοητικά καθυστερημένες», γράφει η Frances Finnegan.
Μέχρι τη στιγμή που η Δημοκρατία της Ιρλανδίας κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1922, τα «πλυντήρια» είχαν γίνει ένα κερδοσκοπικό σύστημα που διοικούνταν από τέσσερις θρησκευτικές ομάδες: τις Sisters of Mercy, τις Sisters of Charity, τις Good Shepherd Sisters και τις Sisters of Our Lady of Charity.
Οι Μαγδαληνές του Κόσμου
Τα άσυλα της Μαγδαληνής λειτούργησαν σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στην Αυστραλία, στην Αγγλία, στην Ιρλανδία, ακόμη και στη Βόρεια Αμερική. Το πρώτο ιδρύθηκε στα τέλη του 1758 στο Whitechapel της Αγγλίας. Ένα παρόμοιο ιδρύθηκε στην Ιρλανδία το 1767. Το πρώτο άσυλο της Μαγδαληνής στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η Magdalen Society of Philadelphia, που ιδρύθηκε το 1800. Μέχρι το 1900 υπήρχαν περισσότερα από 300 άσυλα στην Αγγλία και περισσότερα από 20 στη Σκωτία. Υπολογίζεται ότι 30.000 γυναίκες ήταν περιορισμένες σε αυτά τα ιδρύματα τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Μέχρι τη στιγμή που η Δημοκρατία της Ιρλανδίας κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1922, τα «πλυντήρια» είχαν γίνει ένα κερδοσκοπικό σύστημα που διοικούνταν από τέσσερις θρησκευτικές ομάδες: τις Sisters of Mercy, τις Sisters of Charity, τις Good Shepherd Sisters και τις Sisters of Our Lady of Charity.
Η ιστορία τους θα είχε μείνει κρυφή για πάντα εάν η μοναδική μαρτυρία ήταν ο λόγος των γυναικών που επέζησαν. Όμως, το 1993, οι Sisters of the Good Shepherd είχαν χάσει χρήματα σε συναλλαγές μετοχών στο χρηματιστήριο και, για να καλύψουν τις ζημιές τους, πούλησαν μέρος της γης όπου βρισκόταν το μοναστήρι τους σε έναν κατασκευαστή ακινήτων. Τότε, στη δάρκεια εργασιών επί της νεοαποκτηθείσας γης από τον εργολάβο, αποκαλύφθηκε ομαδικός τάφος με 155 πτώματα γυναικών αγνώστων στοιχείων. Και κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα του σκανδάλου.
Οι Αμετανόητες Καλόγριες
Το 2001, η ιρλανδική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι οι γυναίκες στα Πλυντήρια της Μαγδαληνής ήταν θύματα κακοποίησης. Ωστόσο, αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για έρευνα και στις προτάσεις για αποζημίωση, υποστηρίζοντας πως τα πλυντήρια ήταν ιδιωτικά και ό,τι κι αν γινόταν εκεί δεν ήταν στην αρμοδιότητά της να το ελέγξει και να παρέμβει. Σε αντίθεση με αυτούς τους ισχυρισμούς, υπάρχουν στοιχεία ότι τα ιρλανδικά δικαστήρια έστελναν συστηματικά στα πλυντήρια γυναίκες που καταδικάζονταν για μικροεγκλήματα.
Το 2013 δόθηκε στη δημοσιότητα μια έκθεση 1.000 σελίδων στην οποία αναφέρονται λεπτομερώς οι τρόποι κακοποίησης των γυναικών μέσα στα, διοικούμενα από καλόγριες, πλυντήρια.
Στις 19 Φεβρουαρίου 2013, ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Enda Kenny απηύθυνε επίσημη συγγνώμη εκ μέρους του κράτους, περιγράφοντας τα Πλυντήρια της Μαγδαληνής ως «ντροπή του έθνους».
Τον Φεβρουάριο του 2013, λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, δύο καλόγριες έδωσαν συνέντευξη στο ιρλανδικό RTÉ Radio 1, όπου υπό όρους ανωνυμίας περιέγραψαν την κάλυψη των ιρλανδικών μέσων ενημέρωσης για την κακοποίηση στα πλυντήρια (στις οποίες ισχυρίστηκαν ότι δεν συμμετείχαν) ως «μονόπλευρο αντικαθολικό φόρουμ», μίλησαν για «δωρεάν υπηρεσία για τη χώρα» και δήλωσαν πως τους επιρρίπτουν τις «αμαρτίες της κοινωνίας».
Τα θρησκευτικά τάγματα Sisters of Mercy, Sisters of Our Lady of Charity of the Good Shepherd και Religious Sisters of Charity έχουν αρνηθεί τα αιτήματα της ιρλανδικής κυβέρνησης, της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού και της Επιτροπής του ΟΗΕ κατά των βασανιστηρίων να συνεισφέρουν στην αποζημίωση των θυμάτων.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ.