Πανελλήνιες εξετάσεις, αποτελέσματα, αποτυχίες και πολλές επιτυχίες. Τόσες δεκαετίες (όσες έχω διανύσει) και λίγα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει σε κάτι που παρουσιάζει προβλήματα, ανισορροπίες και μια σχεδόν συλλογική αμφισβήτηση – σπανίζουν εκείνοι που πανηγυρίζουν για την ύπαρξη της συγκεκριμένης διαδικασίας ως εφαλτηρίου για μια επόμενη μέρα, για μια επόμενη ζωή.
Αντίθετα, οι Πανελλήνιες είναι εφιάλτης για πολλούς. Οι εξετάσεις, η αναμονή για τα αποτελέσματα, για τις βάσεις. Που συνοδεύονται με προσευχές –η μεταφυσική πάντα παρούσα– και διάφορες συμφωνίες με τον Θεό ή ακόμα και με τον ίδιο τους τον εαυτό που, αν είναι τυχεροί, το ίδιο το σύμπαν έρχεται να επιβραβεύσει: αν περάσω θα κάνω αθλητισμό, θα ανεβώ στον Όλυμπο, θα κάνω διατροφή, θα σταματήσω να λέω ψέματα στους γονείς μου, να πειράζω τη μικρή μου αδελφή… Που συνοδεύεται και με τάματα, λαμπάδες, θαυματουργά μικρά εκκλησάκια, εναλλακτικές μεθόδους και πρακτικές υποστήριξης – οτιδήποτε μπορεί να συμβάλλει σε αυτό στο οποίο η προσπάθειά σου δεν εγγυάται και το αποτέλεσμα.
Οι περισσότεροι αφήνονται σε αυτό στο οποίο τους οδηγεί η ζωή, η μέρα των εξετάσεων και, φυσικά, οι προσλαμβάνουσες, ή η ωριμότητα, ή η επιθυμία των γονιών και του κύκλου τους.
Δεν υπάρχουν συνταγές για το τι πρέπει να κάνεις όταν δεν τα έχεις πάει καλά στις εξετάσεις. Μπορεί η αποτυχία να γίνει και αφορμή για να βρεις τον πραγματικό σου δρόμο. Να κάνεις αυτό για το οποίο είσαι κατά βάθος φτιαγμένος και όχι εκείνο που πιθανόν θέλει η οικογένεια ή ο κοινωνικός σου περίγυρος. Αλλά αυτό, τις περισσότερες φορές, το καταλαβαίνεις χρόνια μετά. Συχνά είναι και θέμα τύχης – όμως, «συν Αθηνά και χείρα κίνει», λένε οι άνθρωποι από πολύ παλιά, και εκεί φαίνεται η διαφορά.
Τα παιδιά που δίνουν εξετάσεις πρέπει να είναι προετοιμασμένα για το ότι η προσπάθεια μέχρι εκεί που θέλουν να πάνε είναι μεγάλη. Ωστόσο, είναι μικρό το ποσοστό εκείνων που στα 17 τους ξέρουν τι θέλουν και πώς να φτάσουν ως εκεί. Οι περισσότεροι αφήνονται σε αυτό στο οποίο τους οδηγεί η ζωή, η μέρα των εξετάσεων και, φυσικά, οι προσλαμβάνουσες, ή η ωριμότητα, ή η επιθυμία των γονιών και του κύκλου τους.
Δεν υπάρχουν συνταγές για το τι πρέπει να κάνεις όταν δεν τα έχεις πάει καλά στις εξετάσεις. Μπορεί η αποτυχία να γίνει και αφορμή για να βρεις τον πραγματικό σου δρόμο.
Προτάσεις για να αλλάξει όλο αυτό, ο τρόπος εισαγωγής σε ένα άλλο επίπεδο σπουδών, υπάρχουν. Αλλά πόσο εύκολο είναι να «σπάσει» ό,τι έχει στηθεί για δεκαετίες; Φανταστείτε την οικονομία –και την παραοικονομία–, τις χιλιάδες ανθρωποώρες που σπαταλούν οι μαθητές σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, τα χρήματα που δίνουν οι γονείς –το λιγότερο για μία χρονιά–, τα καλοκαίρια που, αντί για ξεκούραση και εκτόνωση, αφιερώνονται στο διάβασμα και –ξανά– στα φροντιστήρια, ώστε να προλάβουν τα παιδιά να καλύψουν την ύλη.
Η υποκρισία είναι τεράστια – από όλους. Γιατί να πηγαίνει ένας μαθητής σχολείο όταν το ζητούμενο είναι να βρίσκει χρόνο μετά τα μαθήματα να παρακολουθεί φροντιστηριακά μαθήματα; Και όχι να απολαμβάνει αθλητικές ή καλλιτεχνικές δραστηριότητες – που, ακόμα κι αν έκανε, στις τελευταίες τάξεις του λυκείου τις σταματά. Για ένα δύο χρόνια, λένε οι γονείς. Μετά θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Θα περάσεις στο πανεπιστήμιο και όλα θα γίνουν «κανονικά». Τότε θα έχεις χρόνο να κάνεις όσα και ό,τι θέλεις.
Δύο χρόνια υπομονή, λοιπόν. Δύο χαμένα χρόνια. Γιατί ουσιαστικά, δεν μαθαίνεις. Αποστηθίζεις για να γράψεις καλά στις εξετάσεις. Να περάσεις. Και όλα θα γίνουν όπως πρέπει.
Η ζωή θα επανέλθει.
Και αν δεν τα καταφέρεις, τότε αρχίζει ένας καινούργιος Γολγοθάς. Ποια είναι η πιο σωστή επιλογή; Να πάει το παιδί ξανά φροντιστήριο και να δοκιμάσει για δεύτερη φορά; Μήπως να πάει σε ιδιωτικό κολέγιο ή ΙΕΚ, ή σε κάτι, τέλος πάντων, που είναι το ίδιο δαπανηρό, αλλά που ίσως θα πιάσει τόπο;
Και ο στόχος αφορά πάντα σχολές «αναγνωρισμένες», που υπόσχονται επαγγελματική αποκατάσταση αλλά και που προσδίδουν status.
Δύσκολα ερωτήματα, και, εν τω μεταξύ, τα δύο χρόνια μπορεί να γίνουν τρία. Μετρώντας τα ο έφηβος μεγαλώνει, ζει μέσα σε αυτή τη συνθήκη, κουβαλά αυτή τη συνθήκη για πολλά χρόνια μετά – όχι, δεν τελειώνει στο ένα, στα δύο, στα τρία χρόνια όλο αυτό.
Η συνθήκη δεν αφορά μόνο τους μαθητές του δημόσιου σχολείου, πολλά παιδιά που πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία κάνουν παράλληλα και φροντιστηριακά μαθήματα. Η λαίλαπα των εξετάσεων σαρώνει όλες τις μορφές της εκπαίδευσης.
Και ο στόχος αφορά πάντα σχολές «αναγνωρισμένες», που υπόσχονται επαγγελματική αποκατάσταση αλλά και που προσδίδουν status – Νομική, Ιατρική, Αρχιτεκτονική, Πολυτεχνείο, Στρατιωτικές Σχολές. Ανεξάρτητα αν είναι μια επιστήμη για την οποία το παιδί έμαθε, την οποία ονειρεύτηκε, την οποία φαντάζεται τον εαυτό του να υπηρετεί, πέρα και έξω από τα κοινωνικά στερεότυπα που δημιουργούν ψεύτικες εικόνες στο μυαλό του.
Πόσοι ψυχολόγοι θα χρειάζονταν για να φτιάξουν ό,τι καταστρέφουν οι εξετάσεις; Για όλα εκείνα τα παιδιά που δεν μπορούν να διαχειριστούν όχι μόνο την αποτυχία, αλλά πολλές φορές και την επιτυχία;
Παράλληλα, σχολιάζουμε με ιλαρότητα τους υδραυλικούς, τους ηλεκτρολόγους, τους ψυκτικούς, τους κηπουρούς, τους μηχανικούς αυτοκινήτων, τους οποίους πληρώνουμε αδρά για τις υπηρεσίες τους, καθώς δεν έχουν –και καλά– το κοινωνικό status που ονειρεύονται… οι γονείς. Γιατί, ποιος θα ήθελε ως προοπτική για το παιδί του να γίνει τεχνίτης; Αγρότης ή κτηνοτρόφος; Ελάχιστοι το επιλέγουν, και πολλοί αφού έχουν ήδη κάνει μια διαδρομή.
Επιστροφή στις εξετάσεις και στα αποτελέσματα. Πόσοι ψυχολόγοι θα χρειάζονταν για να φτιάξουν ό,τι καταστρέφουν οι εξετάσεις; Για όλα εκείνα τα παιδιά που δεν μπορούν να διαχειριστούν όχι μόνο την αποτυχία, αλλά πολλές φορές και την επιτυχία; Που δεν είναι ποτέ σίγουροι (η πλειονότητα) για την επιλογή της σχολής τους, αν είναι αυτή που θα τους κάνει χαρούμενους στο μέλλον, η επιλογή που θα καθορίσει τη δουλειά που καλούνται να επιλέξουν στα 17 τους. Αγνοώντας πως αν καταφέρουν να αγαπήσουν τη δουλειά τους, δεν θα χρειαστεί να δουλέψουν ποτέ.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: