Ο «Ασυμβίβαστος Πρίγκιπας» Παύλος Σιδηρόπουλος

Στις 6 Δεκεμβρίου 1990, ο κόσμος και η μουσική αποχαιρέτησαν τον πρίγκιπα της ελληνικής ροκ σκηνής, τον «ασυμβίβαστο», τον ρομαντικό ποιητή και τόσο πρόωρα ταξιδεμένο στην αιωνιότητα, Παύλο Σιδηρόπουλο.

Ο Παύλος μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ευκατάστατη οικογένεια. Από την πλευρά του πατέρα του, Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου, καταγόταν από αστική οικογένεια Ποντίων εκ Ρωσίας που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού, ενώ η μητέρα του, Τζένη Αλεξίου, προερχόταν από μεγάλη οικογένεια διανοουμένων της Κρήτης.

Ήταν δισέγγονος του Γεωργίου Ζορμπά –του πραγματικού προσώπου που βρίσκεται πίσω από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη– και ανιψιός της πεζογράφου Έλλης Αλεξίου, αλλά και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδας και πρώτης συζύγου του μεγάλου συγγραφέα. Γονίδια δυνατά, που συνέβαλαν στο ευγενικό, δημιουργικό και τόσο ανήσυχο πνεύμα του.

Ασυμβίβαστος Πρίγκιπας

Ροκάς από την εφηβεία του, τη δεκαετία του ’60, τότε που το είδος απογειώθηκε στη διεθνή μουσική σκηνή, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις ξένες αλλά και τις ελληνικές ροκ μπάντες της εποχής. Ασχολήθηκε λίγο με τα κρουστά και με τον Βαγγέλη Γερμανό, συγκάτοικο και συμφοιτητή του στο Μαθηματικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έπαιζαν παρέα μουσική.

Χωρίς να το επιδιώκει, αλλά συναντώντας τους σωστούς ανθρώπους τη σωστή στιγμή, συνειδητοποιεί πως η μουσική είναι ο δρόμος του. Εγκαταλείπει τις σπουδές του και ξεκινά τη μουσική του καριέρα στο ντουέτο «Δάμων και Φιντίας» με τον Παντελή Δεληγιαννίδη και στη συνέχεια συμμετέχει στα «Μπουρμπούλια» του Διονύση Σαββόπουλου.

Το 1974 συναντά τον Γιάννη Μαρκόπουλο και συμμετέχει ως τραγουδιστής σε τρεις δίσκους του συνθέτη και σε ζωντανές συναυλίες στο Κύτταρο. Ο Σιδηρόπουλος δεν θεωρούσε ιδιαίτερα δημιουργική για τον ίδιο εκείνη την αντι-ροκ και περισσότερο πολιτικοποιημένη φάση της καριέρας του, ωστόσο τότε ήταν που έγραψε κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά και δυνατά του τραγούδια που δημοσιοποίησε και κυκλοφόρησε αργότερα.

Το 1977 ο σκηνοθέτης Ανδρέας Θωμόπουλος, εμπνευσμένος από την προσωπικότητά του, προτείνει στον Σιδηρόπουλο να πρωταγωνιστήσει στην επόμενη ταινία του, τον «Ασυμβίβαστο». Την επιμέλεια της μουσικής επένδυσης είχε αναλάβει ο Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Σιδηρόπουλος ερμηνεύει επίσης όλα τα τραγούδια που ακούγονται, μεταξύ των οποίων το συγκινητικό, πολυδιασκευασμένο, υπέροχο «Να μ’ Αγαπάς».

Παύλος vs Μίκης

Ο Σιδηρόπουλος τόλμησε να «απομυθοποιήσει» τον Μίκη Θεοδωράκη, θεωρώντας τα τραγούδια του πολύ «εμβατηριακά» και πολιτικά. Το… αιρετικό «Μίκη Μάους» από το άλμπουμ «Zorba the Freak» (1985) είναι χαρακτηριστικό. Ωστόσο στον «Ασυμβίβαστο» τραγούδησε και έκανε «δικό του» το «Κάποτε θα ’Ρθουν» του μεγάλου Έλληνα συνθέτη. Μάλιστα –όταν γυριζόταν η ταινία– λέγεται πως σε μια επίσκεψη του Παύλου στο σπίτι των Θεοδωράκηδων, είδε τον Μίκη στο πιάνο και τον ρώτησε τι είναι αυτό που παίζει, για να πάρει την απάντηση: «ένα καινούργιο τραγούδι που φτιάχνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Το θέλεις; Πάρε το και βάλε το στην ταινία σου».

Οι Μπάντες

Την ίδια εποχή ο Παύλος, έπειτα από παρότρυνση του Δημήτρη Πουλικάκου, συναντά τους «Σπυριδούλα», με τους οποίους θα ηχογραφήσει το 1978 το θρυλικό άλμπουμ «Φλου». Στο άλμπουμ συμμετέχει ανώνυμα (λόγω πνευματικών δικαιωμάτων) και η Δήμητρα Γαλάνη, στο ψυχεδελικό «Η Ώρα του Stuff», το πρώτο τραγούδι του Σιδηρόπουλου που αναφέρεται στα ναρκωτικά, στα οποία είχε αρχίσει να εθίζεται.

Το 1979, κι ενώ οι «Σπυριδούλα» έχουν διαλυθεί, ο Σιδηρόπουλος  συμμετέχει στο σχήμα «Εταιρεία Καλλιτεχνών» και παίζουν rock ‘n roll της δεκαετίας ’60 και δικές τους συνθέσεις. Ένα χρόνο αργότερα, ο Σιδηρόπουλος καταλήγει στους «Απροσάρμοστους» με τους οποίους ηχογραφεί τα άλμπουμ «Εν Λευκώ» (1982), «Zorba the Freak» (1985) και «Χωρίς Mακιγιάζ – Ζωντανή Hχογράφηση» (1989), ενώ δίνουν συναυλίες γράφοντας τη δική τους σημαντική σελίδα στην underground ροκ ελληνική ιστορία.

«Νιώθω Περισσότερο Στιχουργός, παρά Μουσικός»…

…είχε πει σε συνέντευξή του ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η αλήθεια είναι πως έγραφε συνεχώς κι όπου έβρισκε. Σε χαρτοπετσέτες, αποκόμματα, σημειωματάρια, έδινε σχήμα στις σκέψεις και στα συναισθήματά του. Και όχι μόνο στίχους. Είχε εμπνευστεί ποιήματα, θεατρικά έργα και διηγήματα που δεν ολοκλήρωσε ποτέ, κείμενα με πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις. Επίσης, διάβαζε πολύ και –όπως είχε δηλώσει– είχε επηρεαστεί βαθιά από το κίνημα της αμερικανικής beat λογοτεχνίας και της rock subculture. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Καρούζο κ.ά.

Εν Κατακλείδι

Το καλοκαίρι του 1990 διαγνώσκεται με «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος». Μια αδιευκρίνιστων αιτίων παράλυση του αριστερού χεριού που, σε συνδυασμό με την απώλεια της μητέρας του λίγο καιρό νωρίτερα –στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία– τον διέλυσαν ψυχολογικά. Τους επόμενους μήνες, με το χέρι δεμένο, συνέχισε να συμμετέχει σε live εμφανίσεις, με τους Απροσάρμοστους να ηχογραφούν ακυκλοφόρητα τραγούδια και να προγραμματίζουν συναυλίες. Ωστόσο, η ραγισμένη ψυχή του και η καταραμένη ηρωίνη σημάδεψαν τη μοίρα του για πάντα στις 6 Δεκεμβρίου 1990. Ήταν 42 χρόνων.

Κλείνω το άρθρο με ένα τραγούδι του που αγαπώ πολύ και πάντα θα με συγκινεί με το τρελό πιανάκι του και τους φλογερούς στίχους. Εν κατακλείδι λοιπόν: «δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή, μια ιδέα στεγανή, που να μην μπάζει κρύο…»

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ: 

Μουσικές Που… Όλο Κάτι μας Θυμίζουν, Αλλά δεν Ξέρουμε Τι!

Μουσικές Που Όλο Κάτι μας Θυμίζουν… | Μέρος Β’

Ψυχές Που Δεν Βρήκαν Καταφύγιο: Frances Farmer – Kurt Cobain

Μιλώντας για την Κατερίνα Γώγου

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Συντάκτρια | Thunder Road
Συντάκτρια | Thunder Road

H Μαρία Σπανουδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι μητέρα τριών παιδιών, πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθήνας (Τμήμα Οικ. Επιστήμης) και του Εθνικού Ωδείου Αθήνας (Πιάνο). Την κέρδισε η μουσική, με την οποία ασχολείται επαγγελματικά. Αγαπά τους ήχους, τις παύσεις, τη φωτογραφία, το τρέξιμο, το διάβασμα, τα ταξίδια, τη μαύρη σοκολάτα, τα βαμβακερά σεντόνια. Προτιμά τις ανατολές από τα ηλιοβασιλέματα, το τσάι αντί του καφέ και στο μεγάλο δίλημμα «κιθαρίστας ή ντράμερ» διαλέγει «μπασίστας».

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+