Το «Πεθαίνω σαν Χώρα» στο ΒIOS δεν είναι απλώς θέατρο, αλλά ένα βαρύ κατηγορώ που ακούγεται δυνατά. Τόσο δυνατά, που από το 1978 που γράφτηκε παίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Η παράσταση βασίζεται στο βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ένα κείμενο πυκνό, ελεύθερο, πότε να βουτάει στην αλληγορία και πότε να αναδύεται στη ρεαλιστική αφήγηση, κοφτερό, ριζοσπαστικό, εν ολίγοις, βαθιά πολιτικό.
Εμένα, όμως, το μυαλό μου πήγε στον στίχο του Γιάννη Αγγελάκα από το ομώνυμο τραγούδι…
«Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα. Και με μισήσαν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού».
Ο στίχος αυτός ήταν η πρώτη αντίδραση του μυαλού μου όταν έσβησε και το τελευταίο χειροκρότημα. Σίγουρα λόγω του κοινού θέματος, αλλά και επειδή –όπως το τραγούδι, έτσι και το έργο– μου προκάλεσαν, με τον ίδιο τρόπο, μια αλλόκοτη ροή συναισθημάτων δέους, οργής, αλλά και συμπόνιας.
Ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει το «Πεθαίνω σαν Χώρα» ως «Σχέδιο ενός μυθιστορήματος», ξεκινώντας το επίτηδες με αποσιωπητικά σε παρένθεση, σαν να πρόκειται για απόσπασμα κάτι μεγαλύτερου, από το οποίο κάποιος επιλέγει να αντιγράψει μέρη του.
Το πότε ξεκίνησε ακριβώς το έργο στο BIOS είναι οριακά ασαφές. Ήδη από τη στιγμή που οι θεατές καθίσαμε στο φουαγιέ, γίναμε μέρος της παράστασης. Λίγο αργότερα, στραφήκαμε προς ένα ραδιόφωνο σε διπλανό τραπέζι απ’ όπου ακούγονταν δυσάρεστες ειδήσεις και αμέσως μετά οι πέντε ηθοποιοί –όλη αυτή την ώρα ανάμεσά μας– κατευθύνθηκαν αποφασιστικά προς την αίθουσα. Τους ακολουθήσαμε αυθόρμητα.
Μπροστά μας ξεδιπλώνεται ένας κόσμος που καταρρέει. Το ζοφερό μέλλον σχετίζεται με το γεγονός ότι καμιά γυναίκα δεν φέρνει πια παιδί στον κόσμο. Η χώρα τούς έχει φάει πλέον τα σπλάχνα. Μια ηθοποιός ξεκινά να περιγράφει ψιθυριστά, σχεδόν ακαταλαβίστικα, αλλά έντονα, μια ερωτική ιστορία με άσχημο τέλος. Και κάπως έτσι, απρόσμενα, οι θεατές γινόμαστε μάρτυρες μιας χώρας που χάνεται, ακούγοντας δυστοπικές περιγραφές πολέμου σε μια σκηνή γεμάτη σκληρότητα και βία.
Ένα έθνος που διαλύεται εξουθενωμένο από την ίδια του την ιστορία. Αποσυντίθεται όχι μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά κυρίως από μια εσωτερική σήψη. Η γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, η κουλτούρα, ο καθωσπρεπισμός, όλα όσα προσδιορίζουν την ταυτότητά του, παρασύρονται αδυσώπητα σε μια καταστροφική δίνη. Τα σύνορα μεταξύ συλλογικού και προσωπικού γκρεμίζονται. Η χώρα, σαν ανθρώπινο σώμα, νοσεί από μια αθεράπευτη αρρώστια, συσπάται, πονάει, αιμορραγεί. «… Θα ’λεγε κανείς πως το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο…».
Η Αλίκη Στενού δεν φοβήθηκε καθόλου την κίνηση στην πρώτη της σκηνοθεσία. Τα σώματα των πέντε ηθοποιών είναι αεικίνητα, γεμάτα ένταση, την καλή φίλη του πάθους. Η σχέση της σκηνοθέτιδας με την αρχαία τραγωδία θεωρώ ότι εκφράζεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το έργο του Δημητριάδη, μια άχρονη τραγωδία άλλωστε και αυτό.
Αυτή την κίνηση που προανέφερα, την είχε αναλάβει η Λίνα Κομνηνού, η οποία έφερε εις πέρας και επιτυχημένα αυτή την πρώτη της δουλειά ως επιμελήτρια κίνησης ενός έργου. Αξίζει να δείτε το έργο, ώστε να γίνει κατανοητό πως οι δύο κυρίες συνεργάστηκαν για ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα!
Σημαντικό το γεγονός ότι και οι 5 ηθοποιοί κινούνται σαν ομάδα, ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους και μας χαρίζουν μεστές ερμηνείες, ζωντανές, θαρραλέες!
Μια ξεχωριστή «ερμηνεία» είναι αυτή του μέγιστου Νίκου Τουλιάτου, του ανθρώπου πίσω από τα κρουστά σε δεκάδες δίσκους και συναυλίες του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Λοΐζου, του Λεοντή, και φυσικά του Θάνου Μικρούτσικου.
Τα μινιμαλιστικά κρουστά του και το αυτοσχεδιαστικό παίξιμό του δίνουν ρυθμό και ένταση στην παράσταση. Συντονίζουν την κίνηση των ηθοποιών και λειτουργούν σαν ηχητικός καμβάς, όπου στήνεται η αφήγηση. Η συνεργασία του με την ομάδα Knot λέει πολλά για τη σύμπραξη του παλιού με το νέο.
Στο έργο θα ακούσετε και θα δείτε τους ηθοποιούς να γράφουν. Ο ήχος της γραφίδας που γράφει, γράφει οργισμένα, σε τοίχους, χαρτιά και πατώματα, ίσως υπενθυμίζει πως παρακολουθούμε μια διαδικασία «αντιγραφής» αποσπασμάτων ενός μυθιστορήματος, ίσως όμως να είναι η ιστορία που «γράφεται» διαρκώς.
Συγκινητική η σκηνή που υψώνουν χαρούμενοι τα ποτήρια τους να πιουν. Μια μικρή ωδή στο «Βάλτε να πιούμε», τον ύμνο ζωής των Διάφανων Κρίνων σε στίχους του Καρθαίου.
Ο θυμός του Δημητριάδη για τη χώρα, την κάθε χώρα, απογειώνεται με έναν οργισμένο επίλογο, και μάλιστα από μια γυναίκα, τα σωθικά των οποίων δεν αντέχουν άλλο τη «χώρα» της πατριαρχίας.
Συντελεστές
Κείμενο: Δημήτρης Δημητριάδης | Σκηνοθεσία: Αλίκη Στενού | Μουσικός επί σκηνής (κρουστά): Νίκος Τουλιάτος | Σύνθεση ηλεκτρονικού ηχοτοπίου: Τάκης Π. | Κοστούμια/Σκηνικά: Σοφία Παπαγεωργίου |Παίζουν (αλφαβητικά): Λίνα Κομνηνού, Συμεών Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή, Αντώνης Σανιάνος, Αλίκη Στενού
Πληροφορίες
Έως τις 7 Ιουνίου | Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 | Διάρκεια: 70′ | BIOS: Πειραιώς 84, Αθήνα, τηλ. 210 3425335
Διαβαστε ακόμα στην αθηΝΕΑ:
«Labor» και «Νυχιάνγκ» στο Θέατρο Πορεία
Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Μήλου