Μεγαλώνοντας στα Τίρανα τη δεκαετία του ’80, η πόλη έδειχνε μεγάλη και ήσυχη. Στο παιδικό μου μυαλό οι χωρικές αναπαραστάσεις ήταν σε μεγέθυνση. Οι κεντρικοί λεωφόροι έδειχναν ευρύχωροι με επιβλητικά κτίρια χτισμένα με μοντερνιστική αρχιτεκτονική από την αποικιοκρατική Ιταλία. Στον δρόμο έβλεπες κυρίως πεζούς και ποδηλάτες.
Πηγαίνοντας κάθε μέρα στο σχολείο περνούσα κάτω από το σπίτι του Ismail Kadare. Στην ίδια πολυκατοικία έμενε και η συμμαθήτριά μου, η Delina. Συχνά ανέβαινα στο σπίτι της για να διαβάσουμε ή για να περάσουμε χρόνο μαζί. Οι γονείς μας είχαν φιλία και ένιωθα φροντίδα εκεί. Με την Delina παραμένουμε ακόμα και σήμερα αδελφικές φίλες.
Πριν από λίγες μέρες μαθεύτηκε πως έφυγε από τη ζωή ο Ismail Kadare. Είναι πραγματικά δύσκολο να διαχωρίσω τις σκέψεις από τα συναισθήματά μου ή τις παιδικές μου μνήμες. Ο «Στρατηγός της Νεκρής Στρατιάς» (1963), ένας Iταλός στρατηγός σε ένα βιβλίο με μπορντό εξώφυλλο που υπήρχε στη βιβλιοθήκη των γονιών μου από τότε που θυμάμαι την εαυτή μου. Ο στρατηγός ταξίδευε στην Αλβανία παρέα με έναν ιερέα ψάχνοντας τα οστά Ιταλών στρατιωτών που είχαν πέσει στον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο για να τα επαναπατρίσουν. Άλλες φορές κυνικός και κουρασμένος από τη ζωή, άλλες φορές με έπαρση ανωτερότητας, ο στρατηγός κουβέντιαζε με τον ιερέα. Η μεταξύ τους σχέση ήταν περίπλοκη, συχνά και κρυφά περιφρονούσε ο ένας την ενασχόληση του άλλου.
Όσο έκαναν αυτό το υπαρξιακό ταξίδι, οι δυο τους συμφωνούσαν πως πρόκειται για μια σκοτεινή και αλλόκοτη βαλκανική χώρα. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την ευθύτητα και τη σκληράδα των ανθρώπων. Έβρεχε συνέχεια και εκείνοι, καθώς στέκονταν πάνω από τους τάφους των στρατιωτών, έρχονταν αντιμέτωποι με τον δικό τους αναπόφευκτο φόβο για τον θάνατο. Η υγρασία αυτών των σκηνών είναι αποτυπωμένη στη συναισθηματική μου μνήμη. Στο μυαλό μου είναι απείραχτες οι φορτισμένες με χρώμα μπλε εικόνες από την ομώνυμη κλασική ταινία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Μαεστρικά ο Kadare χρησιμοποίησε λογοτεχνικά εργαλεία για να μεταφέρει την υπαρξιακή πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του, μπαινοβγαίνοντας νοητά σε ιστορικούς χωροχρόνους, όσο εκείνοι έχτιζαν απτόητοι την καθεστωτική κοινωνία.
Ο Ismail Kadare γεννήθηκε το 1939 στο Αργυρόκαστρο, ανακάλυψε μικρός τον «Μάκβεθ» του Shakespeare και συνειδητοποίησε από τότε πόσο τον συνεπαίρνει η λογοτεχνία. Άρχισε να γράφει και ήδη στην εφηβική ηλικία εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Σπούδασε στα Τίρανα και στη Μόσχα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, και όταν επέστρεψε στην Αλβανία συνέχισε να γράφει στο υποχρεωτικό από το καθεστώς λογοτεχνικό ύφος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ένα ρεύμα που δημιουργούσε έργα τέχνης αδιαμφισβήτητης αξίας, όμως ο προπαγανδιστικός του μηχανισμός ασκούσε σφιχτή λογοκρισία στους συγγραφείς.
Μαεστρικά ο Kadare χρησιμοποίησε λογοτεχνικά εργαλεία για να μεταφέρει την υπαρξιακή πολυπλοκότητα των χαρακτήρων του, μπαινοβγαίνοντας νοητά σε ιστορικούς χωροχρόνους, όσο εκείνοι έχτιζαν απτόητοι την καθεστωτική κοινωνία.
Οι συγγραφικοί του κόσμοι μας ξεδίπλωσαν το φιλοσοφικό πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων στα μεταοθωμανικά Βαλκάνια, την αναπόφευκτη συλλογική συμβίωση σε μια γεωγραφική πολυθρησκεία, τα ήθη και έθιμα στο ψυχοκοινωνικό μεταίχμιο μεταξύ φεουδαρχίας και βιομηχανικού μοντερνισμού. Η αλληγορία μετατράπηκε σε φόρμα διαπεραστικής αφήγησης για την Αλβανία του μεταπολέμου και του απολυταρχικού καθεστώτος, για τους φρικτούς μηχανισμούς της εξουσίας και την υπαρξιακή πίεσή τους στην ψυχοσύνθεση του ατόμου, πίεση που μπορεί να υπερβεί και την ανθρώπινη αγωνία για τον θάνατο.
Και εάν υπήρξε Αλβανός ή διεθνής συγγραφέας, εγώ πιστεύω βαθιά πως είναι ένας μεγάλος Βαλκάνιος λογοτέχνης.
Συχνά παρομοιάζουν τον Ismail Kadare με τον Milan Kundera για τον τρόπο και την αναγκαιότητα που μετέδωσε λογοτεχνικά τη ζωή στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο για εμένα, εάν ενδείκνυται η συγκριτική ανάλυση μεταξύ συγγραφέων, η γραφή του είναι πιο κοντά στον Νίκο Καζαντζάκη, για το ύφος που ανέπτυξε για να περιγράψει τους χαρακτήρες και τους καυστικούς τους διαλόγους, καθώς και την ιδιόμορφη βαλκανική τοπικότητα. Ή ακόμα και για το ότι συχνά συνέδεσε τα ομηρικά έπη με την αλβανική μυθολογική παράδοση. Και εάν υπήρξε Αλβανός ή διεθνής συγγραφέας, εγώ πιστεύω βαθιά πως είναι ένας μεγάλος Βαλκάνιος λογοτέχνης.
Μετά την πτώση του καθεστώτος το 1991, ο Kadare έλαβε παγκόσμια αναγνώριση, έγινε αμέσως μόνιμο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιστημών και Τεχνών, έλαβε το Βραβείο Booker στη Μεγάλη Βρετανία (2005), υπήρξε υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και το έργο του μεταφράστηκε σε δεκάδες ξένες γλώσσες.
Συνέβαλε σε μια νοητή συνέχεια που ήταν σημαντική για τη συλλογική ψυχοσύνθεσή μας στα αγωνιώδη χρόνια της μετάβασης από ένα συγκεντρωτικό σύστημα σε μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομία, και σε μια ξαφνικά διάσπαρτη ανά τον κόσμο Αλβανία.
Βγήκε απότομα από την πολιτική και κοινωνική ρωγμή του ’91, όπως το ίδιο βίαια βγήκαμε και εμείς. Ο Kadare έγινε αποδέκτης πολιτικής κριτικής με αφορμή δηλώσεις ή προσεγγίσεις του για την εθνική μας ταυτότητα και τη θέση μας στη νέα τάξη των πραγμάτων. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες, το ίδιο και τα διακυβεύματα. Περάσαμε από μια επιβλητική μορφή σοσιαλιστικού ρεαλισμού σε ένα κενό, ένα πολιτιστικό χάος. Την ίδια ώρα, εκείνος και το έργο του ήταν παρών σε κάθε αλβανικό σπίτι με μια υποτυπώδη βιβλιοθήκη. Συνέβαλε σε μια νοητή συνέχεια που ήταν σημαντική για τη συλλογική ψυχοσύνθεσή μας στα αγωνιώδη χρόνια της μετάβασης από ένα συγκεντρωτικό σύστημα σε μια άκρως νεοφιλελεύθερη οικονομία, και σε μια ξαφνικά διάσπαρτη ανά τον κόσμο Αλβανία. Το έργο του αποτέλεσε ιδιαίτερο και σημαντικό κομμάτι της δικής μας μνημειακότητας.
Πριν από λίγες μέρες ο Ismail Kadare απεβίωσε. Όπως λέει ο Roland Barthes, «ο θάνατος του συγγραφέα» έχει ήδη συμβεί και έχει δώσει πολλαπλές ζωές στο έργο του και στις δικές μας αναγνώσεις.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Δύο Βιβλία, Ένας Συγγραφέας: Yasunari Kawabata
G. G. Márquez | Όταν το Βιβλίο «Μέχρι τον Αύγουστο» Πέρασε στην Αιωνιότητα
Οι «ημιτελείς» της Χρυσοξένης Προκοπάκη και οι Λυτρωτικές Παραδοχές