Κι ενώ περπατούσα βιαστικά στο κέντρο της Αθήνας, αγωνιζόμενη να προλάβω όλες τις δουλειές μου, ξαφνικά, ανάμεσα στο θόρυβο της πόλης, αυτό το παλιό ελληνικό τραγούδι ήχησε στα αυτιά μου και μια ευχάριστη ευωδία από φρεσκοτηγανισμένα θαλασσινά χάιδεψε τη μύτη μου.
Ο χρόνος σταμάτησε, κι ένα κύμα νοσταλγίας διαπέρασε το κορμί μου. Νοσταλγία για τις μέρες που πέρασαν, τα καυτά μεσημέρια κάτω από τον ήλιο, τις βουτιές στη θάλασσα και τους ψαρομεζέδες πάνω στα γαλανόλευκα τραπεζάκια, με θέα το απέραντο μπλε. Μετράω μόνο λίγες μέρες που επέστρεψα από τις διακοπές, ενθουσιασμένη για το νέο ξεκίνημα του φθινοπώρου, όμως να, που ήδη μου λείπει το καλοκαίρι.
Κάνω μερικά βήματα μπροστά, η μουσική δυναμώνει, η μυρωδιά γίνεται πιο έντονη κι ένα ταβερνάκι με νησιώτικη διάθεση φωτίζει το δρόμο μου. Η επιγραφή του λέει “Ζήσης – Ψαράκι στο Χωνάκι”, τι να σημαίνει αυτό; Ότι μπορείς, αν είσαι περαστικός και βιαστικός, να πάρεις στο χέρι ένα χάρτινο χωνάκι, που θυμίζει ψαραγορά, να το γεμίσεις με ολόφρεσκα τηγανισμένα ψαράκια και θαλασσινά επιλέγοντας ανάμεσα από καλαμαράκια, γαριδάκι ψιλό, γαύρο, κροκέτες μπακαλιάρου, αθερίνα και άλλα, και να πληρώσεις μόνο €3,90.
Αν πάλι έχεις περισσότερο χρόνο, μπορείς να καθίσεις στον όμορφα διακοσμημένο χώρο και να απολαύσεις το γεύμα σου, μαζί με τσίπουρο, ούζο ή κρασί (έχει διάφορες συμπαθητικές επιλογές). Στον κατάλογο θα βρεις μεγάλη ποικιλία από μεζέδες που φαίνονται λαχταριστοί. Τι ωραία ιδέα, σκέφτηκα. Ένα street food ελληνικών θαλασσινών που, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, θα μας φέρνει πιο κοντά στο καλοκαίρι!
“Ο παππούς ο Ζήσης: Βολιώτης, μερακλής και μπεσαλής. Τη δεκαετία του ’50, μετά τον πόλεμο, ο παππούς, μαζί με τη γιαγιά Ουρανία ζούσαν και μεγαλουργούσαν στα ιστορικά Παλιά Βόλου, πίσω απ’ την ψαραγορά, βάζοντας κάθε μέρα καινούρια πράγματα στο τραπέζι τους. Παθιασμένοι και οι δύο με τη μαγειρική, και ιδιαίτερα με τα ψαρικά, είχαν μετατρέψει το τραπέζι της αυλής στη Βελισσαρίου, σε χώρο γαστρονομικής συνάντησης συγγενών, φίλων, γειτόνων ακόμη και περαστικών με εκλεπτυσμένο ουρανίσκο!
Γαύρος, μαριδούλα, αθερίνα, αλλά και τσιπούρα πελαγίσια, μπαρμπούνια, χταποδάκι, θράψαλο και όλα τα καλά της θάλασσας είχαν καθημερινά την τιμητική τους. Απαραίτητο συμπλήρωμα; Εκλεκτό τσίπουρο και καλοκουρδισμένες κιθάρες για τις ιδιαίτερες στιγμές.
Η ζωή λοιπόν ήταν ωραία με τηγάνι, αλεύρι, αλάτι και… ψαράκι στο χωνάκι. Πώς προέκυψε το τελευταίο; Υπάρχουν δύο εκδοχές εντός της οικογενείας. Η πρώτη λέει ότι συγγενείς, γείτονες και φίλοι, εκστασιασμένοι από τα νόστιμα του παππού Ζήση και της γιαγιάς Ουρανίας, έσκιζαν, όταν ο Ζήσης κοιτούσε αλλού, κομμάτια από τη λαδόκολλα, τύλιγαν το ψαράκι τους σε αυτά και… έφευγαν με ψαράκι στο χωνάκι για το σπίτι!
Η δεύτερη εκδοχή έχει να κάνει με… ναυτάκια. Καθώς τη δεκαετία του ’50, οι ναυτονόμοι δεν αστειεύονταν, ναύτες του πολεμικού ναυτικού και φανατικοί θαμώνες στη Βελισσαρίου, ζητούσαν από τον παππού Ζήση να τους ‘πακετάρει’ τα ψαράκια στο καπέλο, συνθηματικά αποκαλούμενο και ‘χωνάκι’, για να τα περάσουν μετά στο πλοίο και να συνεχίσουν το τσιμπούσι και μετά την έξοδο.
Σήμερα, ο εγγονός Ζήσης, ο οποίος έχει κληρονομήσει από τον συνονόματο παππού του το πάθος για τα ψαρικά, παρουσιάζει το “ψαράκι στο χωνάκι” του 21ου αιώνα, το οποίο βρίσκεται στην οδό Αθηναΐδος 3, λίγα μέτρα από την Καπνικαρέα στην Αθήνα.
Μας καλεί να ζήσουμε την εμπειρία “στο χωνάκι”, από κοντά!