Στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού -αφού την έχουν ήδη παρακολουθήσει πάνω από εξήντα δύο εκατομμύρια λογαριασμοί σε όλο τον κόσμο- έχει εκτοξευθεί και όχι άδικα η σειρά του Netflix “Queen’s Gambit”. Παρακολουθούμε εναγωνίως κάθε σκακιστική αγωνιστική παρτίδα της Beth Harmon, της χαρισματικής και ταλαντούχας σκακίστριας που έχοντας να αντιμετωπίσει τις εξαρτήσεις της και ένα οικογενειακό παρελθόν που τη βαραίνει, γίνεται talk of the town, λαμβάνοντας διεθνή φήμη κι έναν παγκόσμιο τίτλο σε έναν κατά βάση ανδροκρατούμενο χώρο.
Η απήχηση της σειράς έγινε άμεσα αντιληπτή στην αύξηση του ποσοστού θέασης, με το Netflix να αναφέρει πως η σειρά έφτασε στην δημοφιλέστερη δεκάδα σε ενενήντα χώρες, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση σε εξήντα τρεις, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Αργεντινής, του Ισραήλ και της Νότιας Αφρικής. Με την προβολή της σειράς, το ομώνυμο αμερικανικό μυθιστόρημα του Walter Tevis βρίσκεται πλέον στη λίστα των best-sellers των New York Times, 37 χρόνια μετά την κυκλοφορία του το 1983, ενώ το σκάκι και το άνοιγμα Queen’s Gambit αποτελούν τις πλέον δημοφιλείς αναζητήσεις στο Google. Παρατηρήθηκε επίσης αύξηση των πωλήσεων στις σκακιέρες, αλλά και στον αριθμό νέων παικτών σε σκακιστικές διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Chess.com και το Lichess.org.
Με την προβολή της σειράς, το αμερικανικό μυθιστόρημα “Queen’s Gambit” του Walter Tevis βρίσκεται πλέον στη λίστα των best-sellers των The New York Times, 37 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το 1983.
Η σειρά είναι μια καλά διηγημένη ιστορία με αρχή μέση και τέλος, που μεταφέρεται με σκηνοθετική ακρίβεια από τον Scott Frank. Όσο για την Beth Harmon, πρόκειται για μια μυθιστορηματικά ολοκληρωμένη ηρωίδα, ένα σκακιστικό θαύμα που μαθαίνει να παίζει από τον θυρωρό του ορφανοτροφείου μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Ξεπερνώντας προσωπικά πάθη και συμφιλιωμένη με το παρελθόν της, φτάνει στη Μόσχα, τη Μέκκα του σκακιού, για να αντιμετωπίσει τον καλύτερο Grandmaster του κόσμου.
Το σκάκι είναι η γλώσσα και στοιχείο της ταυτότητάς της και η σκακιέρα η μόνιμη κατοικία της. Ζει για το παιχνίδι. Κι έτσι παίζει. Ένας από τους λόγους που το “Queen’s Gambit” έχει κερδίσει κοινό και κριτικούς είναι η ερμηνεία της Anya Taylor-Joy στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Beth Harmon. Εκφραστική και με απόλυτη συνέπεια στην ανάδειξη του χαρακτήρα που υποδύεται, μας μεταφέρει μαζί με τους συμπρωταγωνιστές της, που είναι εξίσου μετρημένοι ερμηνευτικά, όλο το χρονικό και σκηνικό δράσης στις δεκαετίες του ’50 και ’60.
Στη σκακιστική γλώσσα, για τους γνώστες, παρελαύνουν δημοφιλείς όροι όπως το simultane (ένας έμπειρος σκακιστής παίζει ταυτόχρονα με πολλούς αντιπάλους), το blitz (σκάκι με εξαιρετικά μειωμένο χρόνο), το blindfold chess (μορφή παιχνιδιού σκακιού όπου οι παίκτες δεν βλέπουν τις θέσεις των κομματιών και δεν τα αγγίζουν) και φυσικά τα ανοίγματα, μεταξύ αυτών το Queen’s Gambit, όπου τα λευκά επιτίθενται ασκώντας πίεση στα μαύρα. Στην ερώτηση αν είναι καλύτερη η αποδοχή (accept) ή απόρριψη (decline) του Queen’s Gambit, η πιο συνηθισμένη διαδρομή και ασφαλέστερη κίνηση για τα μαύρα είναι η απόρριψη.
Για την παρακολούθηση της σειράς δεν προαπαιτείται σκακιστική γνώση, καθώς δεν απευθύνεται μόνο σε σκακιστές ή λάτρεις του αθλήματος, καλύπτοντας θέματα υιοθεσίας, φεμινισμού, χαρισματικότητας, ταλέντου, σκακιού και εξαρτήσεων. Αν και πρόκειται για μυθοπλασία, τα ανοίγματα, οι σκακιστικές κινήσεις και τα ονόματα των grandmasters του είδους που άφησαν το αποτύπωμά τους στη σκακιέρα, έχουν πάντως πραγματική βάση, καθώς ο Garry Kasparov ενήργησε ως σύμβουλος στο σκακιστικό μέρος της σειράς.
Ασφαλώς, το σκακιστικό πλαίσιο που ντύνει τη σειρά δεν απεικονίζει στο μέγιστο τη σκακιστική πραγματικότητα όσον αφορά τους αγώνες, τις προπονήσεις, το προφίλ των σκακιστών και τη σχέση τους με τον σκακιστικό και κοινωνικό περίγυρο, όμως η σειρά κατορθώνει να μεταφέρει τον παλμό των αγώνων και να περάσει την ουσία, αλλά και τα επίπεδα δυσκολίας αυτού του πνευματικού αθλήματος.
Αν και σαν άθλημα το σκάκι μετράει χρόνια, με τους καλύτερους grandmasters να προέρχονται από όλο τον κόσμο, κι όχι μόνο από τη Μόσχα, η σειρά φώτισε με μεγάλους προβολείς το σπορ, ωθώντας το κοινό μετά το πέρας κάθε επεισοδίου να αναζητά μια σκακιέρα, “κάνοντάς το” όπως η Beth.