Το σχολείο είναι το μέρος στο οποίο τα παιδιά διδάσκονται να διαβάζουν και να γράφουν, να καταλαβαίνουν και να χειρίζονται τους αριθμούς, είναι το μέρος όπου αποκτούν γνώσεις ιστορίας, φυσικής και γεωγραφίας, αλλά και ένα από τα πιο σημαντικά πλαίσια στα οποία διαμορφώνουν συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες.
Για μερικά παιδιά, όμως, το σχολείο είναι κάτι ακόμα περισσότερο. Είναι ένα καταφύγιο από αντίξοες ή/και τραυματικές εμπειρίες.
Ως αντίξοες ή/και τραυματικές ορίζονται εμπειρίες όπως η παραμέληση, η σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση, η δυσλειτουργία στην οικογένεια/διαζύγιο ή η απομάκρυνση από αυτήν, καθώς και η εκδίωξη από περιοχές βίας και πολέμου, αλλά και η απώλεια κοντινών προσώπων. Και είναι πολύ πιο συχνές από ό,τι νομίζουμε.
Δεδομένα από τις ΗΠΑ έχουν δείξει ότι πάνω από τα δύο τρίτα των εφήβων ηλικίας 16 χρονών έχουν βιώσει τουλάχιστον ένα τραυματικό γεγονός. Σε άλλη πρόσφατη μελέτη σε 23 πολιτείες της Αμερικής, το 62% από τους 214.157 συμμετέχοντες δήλωσε ότι βίωσε τουλάχιστον μία αντίξοη ή/και τραυματική εμπειρία κατά την παιδική του ηλικία, ενώ περίπου το 25% ανέφερε έκθεση σε τρεις ή περισσότερες αντίξοες ή/και τραυματικές εμπειρίες. Συγκριτικά, η συχνότητα των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, όπως η δυσλεξία, οι οποίες προβληματίζουν ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς, αφορούν περίπου το 10% των παιδιών.
Δεν υπάρχουν επιδημιολογικά δεδομένα από τη χώρα μας, όμως γνωρίζουμε ότι το 2014 2.825 ανήλικοι διαβιούσαν σε δομές όπως ορφανοτροφεία. Αυτός ο αριθμός έχει διαφοροποιηθεί αρκετά προς τα πάνω στις μέρες μας, αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο μεταξύ Ιανουαρίου 2016 και Ιουνίου 2018 καταγράφηκαν 13.753 ασυνόδευτοι ανήλικοι, μέρος των οποίων φτάνει σε δομές φιλοξενίας. Από στοιχεία του Χαμόγελου του Παιδιού ξέρουμε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2019, το 11% των κλήσεων που έλαβε αφορούσε σε περιπτώσεις κακοποίησης και παραμέλησης.
Για πολλά παιδιά και εφήβους, λοιπόν, το σχολείο είναι το μόνο μέρος στο οποίο ξέρουν ότι είναι ασφαλείς.
Η αρνητική επίδραση των αντίξοων ή/και τραυματικών εμπειριών εντοπίζεται σε όλους τους τομείς της ανάπτυξης – συναισθηματικό, συμπεριφορικό, γνωστικό. Για παράδειγμα, παιδιά που έχουν βιώσει αντίξοες ή/και τραυματικές εμπειρίες μπορεί να παρουσιάσουν προβλήματα συναισθηματικής ρύθμισης (για παράδειγμα προβλήματα στην αναγνώριση και αποδοχή αρνητικών συναισθημάτων και στον έλεγχο της παρορμητικότητας), επιθετικότητα και εναντίωση, διαταραχές στην πρόσληψη τροφής (δηλαδή να τρώνε υπερβολικά ή ελάχιστα) και προβλήματα στη μνήμη.
Οι αντίξοες και οι τραυματικές εμπειρίες μπορεί ακόμα να οδηγήσουν σε συναισθήματα πένθους, απώλειας και εγκατάλειψης, όπως και σε καταστάσεις διαρκούς άγχους και φόβου – και όλα αυτά σε μια περίοδο κατά την οποία ο εγκέφαλος βρίσκεται ακόμη σε σημαντικά αναπτυξιακά στάδια.
Πολλές φορές οι γονείς ή οι κηδεμόνες, δηλαδή τα άτομα που έχουν χρέος να υποστηρίζουν και να φροντίζουν τα παιδιά και τους εφήβους, είναι αυτοί που έχουν κακοποιητικές συμπεριφορές απέναντί τους. Για πολλά παιδιά και εφήβους, λοιπόν, το σχολείο είναι το μόνο μέρος στο οποίο ξέρουν ότι είναι ασφαλείς και στο οποίο μπορούν να χτίσουν διαρκείς σχέσεις εμπιστοσύνης. Γι’ αυτό και όσες ειδικότητες εργάζονται μέσα στο σχολείο (εκπαιδευτικοί, σχολικοί ψυχολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί, κοινωνικοί λειτουργοί) μπορούν -και πρέπει- να αποτελέσουν νέα και αξιόπιστα πρότυπα ενηλίκων.
Πέρα από τη γνώση σχετικά με το ποιες είναι οι ενδείξεις που προϊδεάζουν για την πιθανή έκθεση των παιδιών σε αντίξοες ή/και τραυματικές εμπειρίες, όσοι εργάζονται με τα παιδιά, αλλά και οι γονείς/κηδεμόνες ή οι φροντιστές τους, πρέπει να γνωρίζουν και πώς μπορούν να αλληλεπιδράσουν μαζί τους, έτσι ώστε να λειτουργήσουν επανορθωτικά για την υγεία και την ανάπτυξή τους. Κεντρικής σημασίας είναι η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και η ανάπτυξη δεξιοτήτων συναισθηματικής ρύθμισης.
Οι αντίξοες και οι τραυματικές εμπειρίες μπορεί ακόμα να οδηγήσουν σε συναισθήματα πένθους, απώλειας και εγκατάλειψης.
Πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με τις δυσκολίες των παιδιών, οι ενήλικες μπορούν να χρησιμοποιούν από τις πιο απλές πρακτικές, όπως το ζεστό χαμόγελο, την αποφυγή επικριτικής στάσης και την προσπάθεια να γνωρίσουν ουσιαστικά τους μαθητές τους, μέχρι και να αντλούν από τη σύνθετη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία, όπως για παράδειγμα το τρίπτυχο ενδυνάμωση-σύνδεση-καθοδήγηση από το θεωρητικό μοντέλο της Παρέμβασης στη Βάση Σχέσεων Εμπιστοσύνης (Trust-Based Relationship Intervention).
Οι αντίξοες εμπειρίες και το τραύμα δεν συναντώνται σπάνια, ούτε καν κατά εξαίρεση μέσα στην τάξη. Με την κατάλληλη εκπαίδευση των ανθρώπων μέσα σε αυτό, το σχολείο μπορεί -και οφείλει- να λειτουργήσει αναχαιτιστικά στις αρνητικές επιδράσεις που συνδέονται με αυτές τις εμπειρίες.