Λυπάμαι για τους ανθρώπους που χάθηκαν στα κάτεργα. Που άφησαν την τελευταία τους ανάσα στις στοές σκάβοντας για μεταλλεύματα που την αξία τους θα καρπώνονταν άλλοι. Λυπάμαι για τους ανθρώπους που δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέρα και νύχτα χωρίς άλλη ζωή. Λυπάμαι για τις γυναίκες-θύματα κάποιων επιτήδειων. Λυπάμαι για τις χώρες που ξεπουλιούνται. Λυπάμαι για τα αποκαΐδια που αφήνουν πίσω τους οι λεηλάτες. Λυπάμαι για την ιστορία που μας μαθαίνει τελικά ότι επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χωρίς έλεος.
Η Κεφαλή του Τσάτσγουερθ | Κωνσταντία Σωτηρίου | Εκδόσεις Πατάκη
«[…] Ύπνο δεν χόρτασα σαν ήμουν νέα, ξυπνούσα στις τέσσερις το πρωί, ύπνο δεν χόρτασα, τα παιδιά μου δεν χόρτασα, τη ζωή μου δεν χόρτασα, ήρθε και έγινε ο κόσμος και γέρασα και ακόμα δεν χόρτασα…».
Διαβάζοντας το βιβλίο πνίγομαι, δεν παίρνω ανάσα, μου κλέβουν το οξυγόνο λίγο λίγο στις υγρές στοές των μεταλλείων μέχρι να μην έχω άλλο. Πνίγομαι, δεν παίρνω ανάσα, με δολοφονούν και βρίσκουν το πτώμα μου στα νερά της λίμνης. Είμαστε μετανάστριες, κάνουμε σκληρή δουλειά και βρεθήκαμε άψυχα σώματα στα θολά νερά.
Στην Κύπρο, τον Απρίλιο του ’19 ανακαλύπτεται ένα γυναικείο πτώμα ενώ, σιγά σιγά, βρέθηκαν και άλλα· το σύνολο επτά. Πέντε γυναίκες και δύο παιδιά. Δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα κανείς με το θέμα. Έβρεξε πολύ εκείνη την εποχή στην Κύπρο. Γέμισαν τα ποτάμια και υπερχείλισαν. Τα άψυχα σώματα, πνιγμένα σώματα, άρχισαν να επιπλέουν στα νερά των λιμνών. Κάποια από αυτά, στην Κόκκινη Λίμνη, στον κρατήρα του μεταλλείου της Κοκκινοπεζούλας. Τα σημεία όπου βρέθηκαν έγιναν οι τάφοι πολλών ανθρώπων και σήμερα είναι θλιβερά μνημεία που σηματοδοτούν ακόμη μία άγρια περίοδο στην ιστορία της Κύπρου. Τους δεκάδες μεταλλωρύχους που έχασαν τη ζωή τους από την καταραμένη αρρώστια των στοών: την πνευμονοκονίαση.
Μας τα αφηγείται μια γυναίκα, χήρα μεταλλωρύχου, με αφορμή τις δολοφονίες και το θανατικό στα μεταλλεία. Ανασύροντας μύθους και δοξασίες, αλλά και τη σκληρή πραγματικότητα. Για ανθρώπους μεταξύ ζωής και θανάτου που παλεύουν στο μεταίχμιο, στο τεντωμένο σχοινί κάθε μέρα.
Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ, το απομεινάρι ενός χάλκινου αγάλματος του Απόλλωνα.
«[…] Έτσι λέω στη μεγάλη την κεφαλή του Θεού και κλαίω γονατιστή στον ναό, κλαίω για τις γυναίκες που χάθηκαν, κλαίω για τον Νικολή μου που πέθανε, κλαίω για μένα που αφήνω αυτό το χωριό, και πρέπει να κλαίω ώρες και να θρηνώ […]».
Οι γυναίκες, τα μεγάλα και παράπλευρα θύματα. Μάνες, σύζυγοι, γιαγιάδες, μετανάστριες.
Το βιβλίο δεν σου αφήνει περιθώρια αναπνοής. Όμορφη γλώσσα, με ρυθμό νησιώτικο. Μας θυμίζει τα άδικα και σκληρά χρόνια της ανέχειας, της εκμετάλλευσης, της χαμένης αξιοπρέπειας των ανθρώπων που δούλεψαν σκληρά για να αυγατίζουν κάποιοι το χρήμα τους και τον εγωισμό τους.
Δεν πρέπει απλώς να μην ξεχνάμε, πρέπει να φροντίσουμε να μην ξανασυμβούν. «Δεν θα την ξεχάσω τη μέρα εκείνη, μπήκε η μαμμού μπροστά, μας είδαν κάτι βουλευτές, πήγαν να τα μπαλώσουν, να μας πουν πώς να μας μοιράσουν τόσα λεφτά, δεν γινότανε, πως ούτε σύνταξη κανονική που θέλαμε δεν μπορούσαμε να πάρουμε […]».
Στα Σπλάχνα της Σερίφου | Αλεξάνδρα Χριστακάκη | Εκδόσεις Πυξίδα
«Η σύνταξή μου σήμερα είναι 450 ευρώ μετά από τόσα χρόνια αγώνα. Τρεις γενιές Γκρώμαν πέρασαν από το νησί και όλοι οι πρόγονοί μας δούλεψαν για αυτούς. Όλοι τώρα γράφουν ιστορία για εκείνη την εποχή. Ξεχνάνε όμως ότι όσους χτύπησε και δολοφόνησε το κράτος σε εκείνη την απεργία τον Αύγουστο του 1916, ήταν αυτοί που πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους και φάγανε το μπαρούτι με τη φούχτα τους. Αυτό το κράτος ποιον καταδίκασε; Όχι τον Γκρώμαν που αιματοκύλισε την απεργία, που σκότωσε εργάτες. Εκδικήθηκε τους εργάτες που ζητούσαν το νόμιμο. Τι να λέμε;».
Τι να λέμε… Μήπως πρώτη φορά ήταν αυτή; Μήπως η αδικία δεν διαιωνίζεται όσο και αν εξαγγέλλου, όσο και αν νομοθετούν, όσο και αν τάζουν; Μήπως το κέρδος, δεν είναι τις περισσότερες φορές υπεράνω και των αξιών και των ανθρώπινων ζωών;
Χάσαμε ανθρώπους, χάσαμε πατρίδες, χάσαμε αξιοπρέπεια, χάνουμε σιγά σιγά τα πάντα γιατί, όπως και να το δούμε, το «διαίρει και βασίλευε» συνεχίζεται – και ας κλείνουμε τα μάτια.
«Φοβόμουνα μην πέσει η γη στα κεφάλια μας […]».
Η κατάληξη του σώματος είναι στη γη, να γίνει ένα με το χώμα όταν πια δεν θα αναπνέει. Μόνο που κάποιοι άνθρωποι μπήκαν από τα τρυφερά τους χρόνια κάτω από τη γη, μέσα στις στοές και στο σκοτάδι. Χωρίς ασφάλεια. Τον ήλιο δεν τον έβλεπαν ποτέ, ούτε τη ζεστή του ακτίνα ένιωσαν ποτέ γιατί η υγρασία των στοών νικούσε, η φτώχεια και ο αναγκεμός νικούσαν και κάποτε, όταν έβγαιναν από εκεί, πάλι δεν μπορούσαν να δουν τον ήλιο γιατί ή θα ήταν νεκροί ή θα ήταν άρρωστοι, χτυπημένοι, σακατεμένοι. Και όσο και αν ζητούσαν το δίκιο τους, στο μεγάλο τραπέζι πάντα κάποιος άλλος θα έφτιαχνε την τράπουλα όπως τον συνέφερε και πάλι χαμένοι θα ήταν.
Γιατί κάποιες μνήμες είναι πάντα γεμάτες πόνο και αίμα, αγώνες και δάκρυα; Γιατί οι πολλοί είναι τα κοπάδια και ο αφέντης ένας; Γιατί το δίκιο των πολλών πάντα σκοντάφτει στο κέρδος των λίγων και ας είναι οι πολλοί οι στυλοβάτες του κέρδους τους, άνθρωποι και μικρά παιδιά χωρίς στον ήλιο μοίρα.
«[…] Το βουνό κατέρεε χωρίς να υπολογίσει τους ανθρώπους στα σπλάχνα του». «Ήμουν 13 χρονών. Πήγαινα με τα βαγόνια να μοιράσω τα “μακάπια” για τα φουρνέλα […]». Όταν περνάω από τις στοές της Σερίφου κλαίω, γιατί εκεί έζησα σκληρά, δύσκολα παιδικά χρόνια. Γ. Μ. ανήλικος μεταλλεργάτης, κάτοικος Αθηνών».
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Βιβλιοπροτάσεις για Εμμονές στα… Άκρα!