Σε άλλους αρέσουν οι ακρότητες – σε άλλους τα άκρα. Σαν μια κρυφή εμμονή και ένα κρυφό πάθος. Πολύ δύσκολα κανείς υποψιάζεται τη στιγμή της επώδυνης ή ευχάριστης σκέψης, ή της πάλης τους, μόλις πέσει στην αντίληψή τους το ακαταμάχητο μέρος του σώματος που τους ελκύει μέχρι τελικής πτώσης.
Κατά καιρούς έχουν υμνηθεί τα γυναικεία πόδια αλλά και οι πατούσες, αν και γι’ αυτό πάντα υπάρχει ένα κράτημα και μια επιφύλαξη πως δεν είναι πρέπον και σωστό. Μόνο στα μωρουδίστικα πατουσάκια τολμάμε ευθέως και απροκάλυπτα να δείξουμε την ευχαρίστησή μας όταν τα αντικρίζουμε.
Ποδολάτρες | Σπύρος Μαντζαβίνος | Εκδόσεις Πατάκη
«Από πού προέρχεται η αγάπη για τις γυναικείες πατούσες; Και το κυριότερο, προς τα πού πηγαίνει;». Εντάξει, προς τα κάτω άκρα αναμφίβολα. Ο ποδολάτρης δημιουργεί τρόπους διάσπασης μέχρι να φτάσει στο σημείο μηδέν: στο σημείο όπου θα επικεντρωθεί το είναι του, στο σημείο επαφής του με το σύμπαν. Και όταν έρθει αυτή η στιγμή, δεν θα ολιγωρήσει, θα φτάσει μέχρι τα άκρα για να γευτεί το ίδιον της κρυφής ηδονής, το ίδιον της απόλαυσης για το σβήσιμο του πόθου του και του πάθους του. Για την «τρέλα» του.
«…η θέαση της ομορφιάς και η αγάπη γι’ αυτήν αποτελεί το θεμέλιο της τέχνης…». Γιατί καλλιτέχνης δεν είναι μόνο αυτός που δημιουργεί, αλλά και αυτός που αναγνωρίζει και κυριεύεται από το δημιούργημα, ο θεατής, ο ακροατής, ο τελικός αποδέκτης. Ακόμα και ένα πασουμάκι άδειο ή μια «πλατφόρμα» θα εξήπτε τη φαντασία του ποδολάτρη. Θα σκάρωνε ολόκληρο σενάριο που θα ζήλευε ο επαγγελματίας, θα έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται πράγματα που όντως φτάνουν στα άκρα… μα για τα άκρα δεν μιλάμε εδώ;
Ένας μαγνήτης τραβάει το βλέμμα τους προς τον άνθρωπο που έχουν απέναντί τους και κυρίως προς το συγκεκριμένο μέρος του σώματος που έχουν αδυναμία.
«…κι ενώ κουνούσε το πατουσάκι της και το χέρι της με τέτοιο τρόπο, θυμάμαι πως μιλούσε στη φίλη της και της έλεγε “μη ρίχνεις άλλο λάδι στη φωτιά” δίχως να καταλαβαίνει –με τραγικά ειρωνικό τρόπο– πως αυτό ακριβώς έκανε μαζί μου καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχνής μας συνύπαρξης».
Η κοπέλα κάθεται σταυροπόδι και αρχίζει να κουνάει το ένα πόδι πέρα δώθε με αργό ρυθμό, ενώ το άλλο πόδι μένει στατικό στο έδαφος. Το σκανταλιάρικο ποδαράκι φαίνεται από τη μέση της γάμπας και κάτω, τα δαχτυλάκια μέσα στα χρυσά πασουμάκια και το πέλμα ανασηκωμένο λίγο – φαίνεται η καμάρα του ποδιού καθαρά. Και το κουντεπιέ να διαγράφει ένα μικρό βουναλάκι.
Και με αυτό το πέρα δώθε, το πασουμάκι οριακά στέκεται στο πόδι. Είναι ένα όνειρο όλο αυτό, ένα ποίημα, αλλά και ένα βάσανο. «Ε, δεν είναι λατρεία;» σκέφτεται ο ποδολάτρης και αρχίζει να εξιδανικεύει ένα ένα τα κομμάτια αυτού του θεσπέσιου ποδιού. Στο μυαλό του ονειρεύεται, δημιουργεί ένα σύμπαν, έναν ιδεατό κόσμο και ζει μέσα σε αυτόν. Και σκέφτεται, μήπως να πάει να προφτάσει το κακό; Μήπως να συγκρατήσει αυτός το πασουμάκι μην τυχόν και πέσει από το ποδαράκι και φανεί το κάλλος στην ολότητά του και πάθει σοκ;
Από τη γάμπα μέχρι τα δαχτυλάκια είναι μια δαιδαλώδης διαδρομή, ένα ταξίδι στο μυαλό του ποδολάτρη. Είναι τόσο ευχάριστα οδυνηρή και απολαυστική η κατάβαση αυτή, μια σιωπηρή κρυφή συνωμοσία που πρέπει να τη φτάσει στα άκρα.
Ένα παιχνιδιάρικο και έξυπνο ανάγνωσμα που δίνει ύψος στο πιο χαμηλό άκρο του σώματος.
- Εικονογράφηση: Σπύρος Μαντζαβίνος
Το Πόδι της Φουμίκο | Junichiro Tanizaki | Εκδόσεις Άγρα
«Τα πόδια της, είτε πατούσαν αδιάφορα στο πάτωμα είτε ήταν νωχελικά ακουμπισμένα στο τατάμι, δημιουργούσαν από μόνα τους μια αισθητική ομορφιά».
Ο Ουνοκίτσι αφηγείται το πάθος που κυρίευσε έναν συνταξιούχο έμπορο για τη Φουμίκο. Η Φουμίκο δούλευε στο σπίτι του εμπόρου μέχρι να γίνει ερωμένη του. Από αυτήν την κατάσταση πάθους και αισθησιασμού του εμπόρου, ο Ουνοκίτσι δεν έμεινε τελικά αλώβητος.
Ο συνταξιούχος έμπορος δεν ερωτεύτηκε τη Φουμίκο στην ολότητά της, όχι ακριβώς αυτήν. Ερωτεύτηκε μια πόζα της, μια συγκεκριμένη αλλά αθέλητη στάση του σώματός της, μια αίσθηση, ένα ιδεατό τέχνης, που τον οδήγησε σε ένα πάθος εμμονικό: «…εννοώ τη στάση των γυμνών ποδιών ιδωμένων κάτω από το άνοιγμα του κιμονό, την καμπύλη γραμμή που έφτανε μέχρι τα νύχια των δαχτύλων…». Αχ αυτή η στάση της του έχει πάρει τα μυαλά και τον οδηγεί στα ακατανόητα.
Ο συνταξιούχος έμπορος Τσουκακόσι είχε αναγάγει το πόδι της Φουμίκο σε έργο τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς και ανεκτίμητης αξίας. Ήθελε να παραμείνει σαν ένα έργο τέχνης που του προκαλούσε σκιρτήματα και εσωτερικούς παλμούς αποτυπωμένο στον καμβά. Ήθελε να βλέπουν όλοι αυτό το μεγαλείο της ομορφιάς του ποδιού της Φουμίκο. Ανέθεσε λοιπόν σε έναν φοιτητή, τον Ουνοκίτσι –που μας αφηγείται την ιστορία– να ζωγραφίσει αυτή την αίσθηση, αυτή τη θεσπέσια στάση, αυτό το άξιο θέασης πόδι της Φουμίκο, αποτυπώνοντάς την στον καμβά.
«…όπως μιας παλιάς γιαπωνέζικης γκραβούρας, που αναδεικνύει τη μοναδική αισθησιακότητα της γυναίκας που αναπαρίσταται. Η εμμονή του για […] τα πόδια της θα αποκτήσει τέτοια ένταση που θα τον οδηγήσει στα όρια της τρέλας…». Μια εμμονή μέχρι τη στιγμή του θανάτου του.
Αγαπημένη η γραφή του Tanizaki! Σε περνάει από σαράντα κύματα αθόρυβα και εκστατικά!
- Τη μετάφραση από τα ιαπωνικά επιμελήθηκε ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
«Στέλλα, Κρατάω Βιβλίο!» | Ζώα και Άνθρωποι σε Αντίθετους Ρόλους