Για να μην πάρει τις ιστορίες τους ο άνεμος και χαθούν για πάντα, οι γυναίκες στην Αμερική τις «έραβαν» στα παπλώματα. Σε εκείνα τα παραγεμισμένα υφάσματα που χρησιμοποιούσε η οικογένεια για να ζεσταθεί, έβρισκαν τρόπο να αποτυπώσουν κάτι, μια επιθυμία, μια σκέψη, μια πληροφορία. Πώς;
Με βελόνα και κλωστή, με τα εργαλεία της πιο δημοφιλούς γυναικείας τέχνης, της προορισμένης αποκλειστικά για τις αποκλεισμένες από τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες γυναίκες.
Η κατασκευή παπλωμάτων ήταν συχνά μια διέξοδος για κοινωνική συνεύρεση και συναισθηματική εκτόνωση. Οι σκέψεις των γυναικών, τα συναισθήματά τους, η ίδια τους η ζωή ήταν άρρηκτα δεμένα στα σχέδια – με τον ίδιο τρόπο που τα στρώματα του υφάσματος ήταν δεμένα με την κλωστή.
«Μου πήρε πάνω από είκοσι χρόνια, σχεδόν είκοσι πέντε, υπολογίζω, το βράδυ μετά το δείπνο, όταν τα παιδιά είχαν πάει για ύπνο. Όλη μου η ζωή είναι μέσα σε αυτό το πάπλωμα. Με τρομάζει μερικές φορές όταν το κοιτάζω… Είναι όλα σε αυτό το πάπλωμα, οι ελπίδες και οι φόβοι μου, οι χαρές και οι λύπες μου, οι αγάπες και τα μίση μου. Τρέμω μερικές φορές όταν θυμάμαι τι ξέρει αυτό το πάπλωμα για μένα», έγραφε κάποια, κάποτε, κάπου στην Αμερική στο ημερολόγιό της.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, οι αυτοδίδακτες «καλλιτέχνιδες» στην Αμερική έραβαν στα παπλώματά τους σκηνές που έβλεπαν γύρω τους –λόφους και χωράφια, λίμνες και ρυάκια, κτίρια και δρόμους–, αλλά και ό,τι ένιωθαν μέσα τους.
Αντί για Πινέλα και Χρώματα
Τα παπλώματα είχαν διττό σκοπό, λειτουργικό μα και διακοσμητικό. Είναι, βλέπετε, αυτή η πανάρχαια παρόρμηση να ομορφαίνουν οι άνθρωποι και τα πιο χρηστικά αντικείμενα αξιοποιώντας με τη φαντασία και τη μαστοριά τους ακόμα και τα πιο ευτελή υλικά. Κι ας ήταν εκείνες τις εποχές οι δουλειές του νοικοκυριού βαριές και ο χρόνος λίγος και κάθε πάπλωμα μια κατασκευή εξ ολοκλήρου χειροποίητη.
Το κουτί της ραπτικής ήταν ο μόνιμος σύντροφος μιας γυναίκας. Βρισκόταν στον πυρήνα των οικιακών εργασιών της, παρέχοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία για κοινωνικοποίηση αλλά και διέξοδο για δημιουργικότητα. Αντί για πινέλο, καμβά και χρώμα, οι γυναίκες είχαν πάντα στη διάθεσή τους βελόνα, κλωστή και υφάσματα.
Όλα τα νεαρά κορίτσια έπρεπε να μάθουν τις βασικές δεξιότητες χειροτεχνίας που θα τους επέτρεπαν να δημιουργούν και να φροντίζουν σχεδόν όλα τα υφάσματα καθημερινής χρήσης. Το ράψιμο, το πλέξιμο, η ύφανση και το κέντημα ήταν βασικά «μαθήματα» για τη σωστή εκπαίδευση κάθε νεαρής γυναίκας, πλούσιας ή φτωχής. Όπως και η κατασκευή παπλώματος. Μόλις μεγάλωναν λίγο ώστε να μπορούν να κόβουν το ύφασμα σε τετράγωνα και να τα ράβουν μεταξύ τους, άρχιζαν να φτιάχνουν παπλώματα, στην αρχή απλά και σταδιακά όλο και πιο πολύπλοκα.
«Μια γυναίκα έφτιαχνε παπλώματα όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην παγώσει η οικογένειά της και τα έφτιαχνε όσο πιο όμορφα μπορούσε για να μη ραγίσει η καρδιά της».
Κόπος, Ομορφιά και Αγάπη Μαζί
Μέσα από την υφαντική τέχνη και με όλους τους περιορισμούς που υπαγόρευε ο κοινωνικός τους ρόλος, οι γυναίκες δημιούργησαν με σθένος και εφευρετικότητα ένα σύνολο έργων που χαρακτηριζόταν από εξαιρετική αίσθηση του χρώματος και του σχεδίου.
Κάθε οικογένεια, όμως, χρειαζόταν πολλά σκεπάσματα. Και τα σκεπάσματα αυτά συχνά μπορεί να άξιζαν περισσότερο από το ίδιο το κρεβάτι, καθώς η κατασκευή των υφασμάτων ήταν ακριβή και χρονοβόρα. Τα πρώτα παπλώματα που κατασκευάστηκαν στην Αμερική ήταν χρηστικά κυρίως, δεν υπήρχε πολύς χρόνος για τη διακόσμησή τους. Όπως παρατήρησε ένας συγγραφέας, «μια γυναίκα έφτιαχνε παπλώματα όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην παγώσει η οικογένειά της και τα έφτιαχνε όσο πιο όμορφα μπορούσε για να μη ραγίσει η καρδιά της». Τα περισσότερα από αυτά αποτελούνταν από μικρά κομμάτια υφάσματος που ράβονταν μεταξύ τους.
Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των παπλωμάτων συχνά διηγούνταν τη δική τους ιστορία. Πολλές φορές είχαν «διασωθεί» από τα ρούχα ενός αποθανόντος αγαπημένου προσώπου. «Ήταν όταν πέθανε ο μπαμπάς… Η μαμά είπε: “Θα πάρω τα ρούχα της δουλειάς του, θα φτιάξω με αυτά ένα πάπλωμα και θα σκεπαστώ με την αγάπη”», καταγράφεται από προφορικές αφηγήσεις.
Περισσότερο και από αντικείμενα συναισθηματικής αξίας, τα «παπλώματα της νύφης» αποτελούσαν ένα είδος «εγγράφου» που παρείχε πληροφορίες, όπως ονόματα και ημερομηνίες γάμων, μετανάστευσης, σημαντικών γεγονότων είτε της οικογένειας είτε της κοινότητας κ.ά.
Quilting bee: Σαν σε… «Μελίσσι»
Τον 19ο αιώνα, η κατασκευή παπλωμάτων αποτελούσε ένα από τα εγκεκριμένα κοινωνικά γεγονότα της ζωής μιας γυναίκας και τα quilting bee, οι συνευρέσεις πολλών γυναικών για την κατασκευή παπλωμάτων, ήταν ένας μοναδικός αμερικανικός θεσμός που πρόσφερε χρόνο για κοινή εργασία και συντροφιά, συνδυάζοντας την ανάγκη για κοινωνικοποίηση με την κάλυψη πρακτικών αναγκών.
Φαινομενικά, οι μαζώξεις αυτές χρησίμευαν για να βοηθήσουν τις γυναίκες στην ολοκλήρωση ενός παπλώματος, αλλά η μεγαλύτερη αξία τους ήταν ότι τους πρόσφεραν την ευκαιρία να ανταλλάξουν ειδήσεις, συνταγές, οικιακές θεραπείες, υπόλοιπα υφασμάτων αλλά και προσωπικά προβλήματα, να μάθουν νέες δεξιότητες και να διδάξουν τις κόρες τους. Ακόμα και να φλερτάρουν, καθώς στο τέλος της δουλειάς ακολουθούσε γλέντι, στο οποίο συμμετείχαν και άντρες. Το γεγονός ότι τα quilting bee ήταν ένα δημοφιλές κοινωνικό γεγονός επιβεβαιώνεται από αμέτρητες αναφορές σε ημερολόγια, πίνακες, στίχους και τραγούδια.
Σε αυτές τις μαζώξεις φτιάχνονταν συχνά και τα παπλώματα της νύφης. Περιλάμβαναν πολλές φορές συμβολικές εικόνες που αντιπροσώπευαν την αγάπη, την πίστη και τη γονιμότητα και φυλάσσονταν με αγάπη σε σεντούκια ως κειμήλια που μεταβιβάζονταν από μητέρα σε κόρη. Περισσότερο και από αντικείμενα συναισθηματικής αξίας, αποτελούσαν ένα είδος «εγγράφου» που παρείχε πληροφορίες, όπως ονόματα και ημερομηνίες γάμων, μετανάστευσης, σημαντικών γεγονότων είτε της οικογένειας είτε της κοινότητας κ.ά.
Ήταν σε μια quilting bee όπου η Susan B. Anthony, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, εκφώνησε την πρώτη της ομιλία υποστηρίζοντας το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες.
Δημοφιλή στις συναντήσεις ήταν και τα παπλώματα-άλμπουμ ή παπλώματα φιλίας, στα οποία ράβονταν ή γράφονταν ονόματα από τις γυναίκες της κοινότητας ή της εκκλησιαστικής ενορίας ως δώρο για μια φίλη που μετακόμιζε σε μια νέα πατρίδα.
Αλλά στα quilting bee κεντρική θέση κατείχαν ενίοτε και κοινωνικά θέματα μεγάλης σημασίας. Ήταν σε μια τέτοια μάζωξη όπου η Susan B. Anthony, ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών, εκφώνησε την πρώτη της ομιλία υποστηρίζοντας το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες.
Τα Παπλώματα της Ήρεμης Υποταγής
Ρωτήστε μια παπλωματοποιό Άμις πότε οι γυναίκες της κοινότητάς τους άρχισαν να φτιάχνουν παπλώματα και πιθανότατα θα απαντήσει ότι «πάντα έφτιαχναν παπλώματα». Ωστόσο, όταν οι οικογένειες Άμις άρχισαν να μεταναστεύουν από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική στα μέσα του 1700, δεν έφεραν μαζί τους ούτε παπλώματα ούτε τεχνογνωσία. Σε σύγκριση δε με τους μη Άμις γείτονές τους, άργησαν σχετικά να φτιάξουν παπλώματα. Στις δεκαετίες του 1860-70 –τα χρόνια που βλέπουμε τα πρώτα παπλώματα από Άμις με ραμμένες ημερομηνίες– η κατασκευή παπλωμάτων ήταν δημοφιλής σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα παπλώματα αντικατοπτρίζουν το Gelassenheit, την ήρεμη υποταγή, εν μέρει μέσω της χρήσης συγκεκριμένων μοτίβων που καθορίζονται από την κοινότητα.
Στις οικογένειες και τις κοινότητες των Άμις ο τρόπος κατασκευής παπλωμάτων εξέφραζε δύο θεμελιώδεις πτυχές της κουλτούρας τους: το Gelassenheit (γερμανικός όρος που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως ήρεμη υποταγή) και την προσαρμογή.
Το Gelassenheit εκφράζει την υποταγή της θέλησης ενός ατόμου στη θέληση τόσο του Θεού όσο και της κοινότητας, που έχει αποτέλεσμα πρακτικές αυταπάρνησης, οικονομίας, συμμόρφωσης και υπακοής στην οικογένεια και στην εκκλησία. Τα παπλώματα αντικατοπτρίζουν το Gelassenheit εν μέρει μέσω της χρήσης συγκεκριμένων μοτίβων που καθορίζονται από την κοινότητα. Ορισμένες οικογένειες και εκκλησιαστικές κοινότητες χρησιμοποιούν συνεχώς το ίδιο στιλ παπλώματος. Επίσης, το Gelassenheit εκφράζεται και μέσω της προσφοράς παπλωμάτων από τη μια γενιά στην άλλη αλλά και σε όσους έχουν ανάγκη, συνδέοντας συμβολικά άτομα και κοινότητες μεταξύ τους.
Τα Παπλώματα του Gee’s Bend: Φτιαγμένα με Προσευχή, Τραγούδι και Δάκρυα
Όταν πραγματοποιήθηκε έκθεση με παπλώματα του Gee’s Bend στο Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney το 2003, ένα άρθρο της Wall Street Journal άρχιζε με την εξής φράση: «Οι επιμελητές των μουσείων έχουν πολλά να ανησυχούν σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς: επισκεψιμότητα, ασφάλεια, φθορά. Τώρα… και για τους κοριούς. Μερικά από τα μεγαλύτερα blockbuster εκθέματα των τελευταίων ετών δεν έχουν σχέση με τον Vincent van Gogh και τον Vermeer αφορούν παπλώματα. Αλλά εδώ είναι το ερώτημα: είναι τέχνη;». Ό,τι κι αν πιστεύει κανείς, η ιστορία αυτών των παπλωμάτων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η πόλη Boykin –γνωστή και ως Gee’s Bend– είναι μια αφροαμερικανική κοινότητα περίπου επτακοσίων κατοίκων κατά μήκος του ποταμού Αλαμπάμα στην κομητεία Γουίλκοξ της Αλαμπάμα. Η περιοχή πήρε το όνομά της από τον Joseph Gee, έναν γαιοκτήμονα που ίδρυσε εκεί το 1816 μια φυτεία βαμβακιού. Πολλοί από τους σκλάβους του, όταν απελευθερώθηκαν, έμειναν στη φυτεία. Πέρασαν πολλές περιπέτειες εωσότου αποκτήσουν γη και αντιμετώπισαν σκληρές συνθήκες επιβίωσης και απομονωτισμού. Μάλιστα, το 1962, η υπηρεσία πορθμείων, μια από τις μοναδικές προσβάσεις στο Gee’s Bend, καταργήθηκε, συμβάλλοντας ακόμα περισσότερο στην απομόνωση της κοινότητας. Η υπηρεσία των φέρι αποκαταστάθηκε μόλις το 2006.
«Με πονάει να βλέπω ανθρώπους να σπαταλούν πράγματα. Με κάνει να νιώθω καλά όταν παίρνω παλιά ρούχα και φτιάχνω με αυτά κάτι όμορφο. Και τα παλιά ρούχα έχουν πνεύμα μέσα τους. Έχουν και αγάπη», έλεγε η Mary Lee Bendolph.
Η παράδοση της κατασκευής παπλωμάτων στο Gee’s Bend χρονολογείται πριν από τον 19ο αιώνα. Οι γυναίκες του Gee’s Bend έφτιαχναν παπλώματα για να ζεσταθούν οι ίδιες και τα παιδιά τους σε παράγκες χωρίς τρεχούμενο νερό, θέρμανση και ηλεκτρισμό. Στην πορεία ανέπτυξαν ένα ξεχωριστό στιλ, που χαρακτηρίζεται από ζωηρούς αυτοσχεδιασμούς και γεωμετρική απλότητα.
Ωστόσο, τα παπλώματα είχαν τραβήξει την προσοχή ήδη κάποιες δεκαετίες πριν από την έκθεση. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ένας ιερέας στρατευμένος στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, ο Francis X. Walter, είδε κάποια παπλώματα να κρέμονται έξω από τα σπίτια και, γνωρίζοντας πόσο αρνητικά είχε επηρεάσει τα αγροκτήματα της περιοχής η κατάργηση του πορθμείου, πρότεινε το πάπλωμα ως εναλλακτικό μέσο εσόδων. Ενθάρρυνε τις γυναίκες να σχηματίσουν μια κολεκτίβα, με το όνομα Freedom Quilting Bee, και τις βοήθησε να πουλήσουν τη δουλειά τους.
Με την πάροδο του χρόνου, συνεταιρισμοί όπως ο Freedom Quilting Bee (1966-2012) και ο Gee’s Bend Quilters Collective (2003) επέδρασαν στη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου που ενίσχυσε την κοινότητά τους. Και όχι μόνο. Ο συνεταιρισμός Freedom Quilting Bee έπαιξε επίσης βασικό ρόλο στην ενίσχυση της ενεργούς συμμετοχής στα κινήματα για την υποστήριξη των πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι εμπνευσμένες παπλωματοποιοί του Gee’s Bend κατάφεραν να μετατρέψουν μια αγροτική παραποτάμια κοινότητα στην Αλαμπάμα σε έναν προορισμό με μεγάλη επιρροή, αλλά εξίσου σημαντικό ήταν ότι οι γυναίκες βίωναν σε αυτή τη συλλογική δραστηριότητα συντροφικότητα και αλληλοϋποστήριξη.
«Κομμάτι μόνος σου, πάπλωμα μαζί», έλεγε η Mary Lee Bendolph, μια παπλωματοποιός του Gee’s Bend Collective, της οποίας η δουλειά αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς και έργα-παπλώματά της έχουν έχουν εκτεθεί σε μουσεία και γκαλερί σε όλη τη χώρα.
Η Mary Lee Bendolph ήταν το έβδομο από δεκαεπτά παιδιά. Στα νιάτα της, εργάστηκε στα χωράφια και αργότερα σε βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 2014 ο γιος της, Rubin, έλεγε ότι τα δύο πρώτα της παπλώματα, που τα είχε ράψει εξ ολοκλήρου στο χέρι, χρειάστηκε δύο χρόνια για να τα ολοκληρώσει γιατί δεν είχε αρκετά κομμάτια υφάσματος, τα μάζευε εδώ κι εκεί, ακόμα και με κομμάτια που βρίσκονταν πεταμένα κατά μήκος του δρόμου. «Με πονάει να βλέπω ανθρώπους να σπαταλούν πράγματα. Με κάνει να νιώθω καλά όταν παίρνω παλιά ρούχα και φτιάχνω με αυτά κάτι όμορφο. Και τα παλιά ρούχα έχουν πνεύμα μέσα τους. Έχουν και αγάπη», έλεγε η Mary Lee Bendolph σε μια δική της συνέντευξη.
Οι αναμνήσεις της από τη μητέρα της τις ώρες που έφτιαχνε παπλώματα περιλαμβάνουν προσευχή, τραγούδι και δάκρυα.
Ενώ τα ευρωπαϊκά παπλώματα διακρίνονται για την ακρίβεια και την αυστηρή τήρηση των καθιερωμένων μοτίβων, τα παπλώματα του Gee’s Bend μπορεί να ξεκινούν με ένα παραδοσιακό μοτίβο, αλλά απομακρύνονται από αυτό, με αποτέλεσμα καθένα από αυτά να είναι μοναδικό. «Ποτέ δεν ακολουθούσα ένα μοτίβο», έλεγε η Bendolph, «δεν το έκανε καμιά μας». Η σύνθεση ενός παπλώματος είχε να κάνει από το τι ήταν διαθέσιμο και ταιριαστό.
Χαίρεται με την ιδέα ότι αυτά τα παπλώματα, που η ίδια και οι πρόγονοί της έφτιαχναν όλα αυτά τα χρόνια για να ζεσταθούν, θεωρούνται έργα τέχνης. «Δεν ήξεραν τίποτα για καμία τέχνη», έλεγε η Bendolph. «Δεν ήξερα τι είναι τέχνη». Και κάποτε, σε μια ομιλία της στην γκαλερί Addison Ripley το 2009, είπε: «Η προσευχή και το τραγούδι έχουν πολλά να κάνουν με αυτά τα παπλώματα». Οι αναμνήσεις της από τη μητέρα της τις ώρες που έφτιαχνε παπλώματα περιλαμβάνουν προσευχή, τραγούδι και δάκρυα.
Παπλώματα-Κώδικες
Πολλά παπλώματα περιείχαν ορατές ή συγκεκαλυμμένες αναφορές σε πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. Σχεδόν κάθε σημαντικό γεγονός της εποχής εμφανιζόταν σε παπλώματα – πόλεμοι, εκλογές, δικαίωμα ψήφου, χειραφέτηση, εκατονταετηρίδες, πολιτικά δικαιώματα κ.ά.
Θρυλείται, μάλιστα, πως στα μέσα του 19ου αιώνα κατασκευάζονταν παπλώματα που έφεραν κώδικες προορισμένους να βοηθήσουν τους σκλάβους να αποδράσουν ή να σωθούν σε δύσκολες περιστάσεις. Για παράδειγμα, ένα πάπλωμα που κρεμόταν από το σκοινί των ρούχων ή το περβάζι παραθύρου ενός ασφαλούς σπιτιού μπορούσε να σηματοδοτήσει άμεσο κίνδυνο ή να δώσει οδηγίες κατά μήκος μιας διαδρομής. Κάποια από τα κωδικοποιημένα αυτά μοτίβα πιστεύεται ότι ήταν ένα πόδι αρκούδας, που σήμαινε «ακολούθησε ένα μονοπάτι ζώου μέσα στα βουνά για να βρεις τροφή και νερό», μια ξύλινη καλύβα, που σήμαινε «αναζήτησε ασφαλές καταφύγιο εδώ», το μονοπάτι του μεθύστακα, που σήμαινε «κάνε ζιγκ ζαγκ γιατί σε παρακολουθούν». Ο θρύλος δεν τεκμηριώνεται, ωστόσο η διάσωσή του αποτελεί στοιχείο για τη σημασία που είχαν τα σχέδια των παπλωμάτων στη ζωή των ανθρώπων.
To Πάπλωμα Μνήμης του ΑIDS
Τα παπλώματα χρησιμοποιήθηκαν και στις μέρες μας ως μέσο κοινωνικής συνείδησης και διαμαρτυρίας. Η δράση με το πάπλωμα μνήμης του AIDS επινοήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1985 ως μνημόσυνο για όσους είχαν πεθάνει με σκοπό να ευαισθητοποιήσει το κοινωνικό σύνολο για την αρρώστια. Αποκαλύφθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1987, στο National Mall στην Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της εθνικής πορείας για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Αποτελούνταν από 1.920 πάνελ, που κάλυπταν χώρο μεγαλύτερο από ένα γήπεδο ποδοσφαίρου.
Μετά την εναρκτήρια έκθεση, το πάπλωμα μνήμης του AIDS περιόδευσε σε είκοσι πόλεις σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Σε κάθε πόλη πρόσθεταν πάνελ και έτσι, όταν επέστρεψε στην Ουάσινγκτον τον Οκτώβριο του 1988, είχε 8.288 πάνελ.
Μέχρι το 1992, είχε συμπεριλάβει πάνελ από κάθε πολιτεία και από 28 χώρες. Η τελευταία έκθεση ολόκληρου του παπλώματος έγινε τον Οκτώβριο του 1996 και κάλυψε ολόκληρο το National Mall στην Ουάσινγκτον, όπου το είδαν περίπου 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι. Σήμερα, με 48.000 πάνελ, αφιερωμένα σε περισσότερα από 100.000 άτομα που πέθαναν από AIDS, είναι πια πολύ μεγάλο για να χωρέσει στο εμπορικό κέντρο.
Το Πάπλωμα της 11ης Σεπτεμβρίου
Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο τέθηκε σε εφαρμογή και το 9/11 Memorial Quilt Project. Εμπνευσμένο από το πάπλωμα μνήμης του AIDS, παπλωματοποιοί και καλλιτέχνες υφασμάτων δημιούργησαν 94 παπλώματα στη μνήμη της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Για δύο χρόνια εκτέθηκαν σε όλες τις πολιτείες, πριν καταλήξουν στη συλλογή του 9/11 Memorial & Museum στη Νέα Υόρκη.
Το «Dinner Party» τιμά παραδοσιακές γυναικείες δημιουργίες που χαρακτηρίζονται «οικιακή τέχνη» σε αντίθεση με τις λεγόμενες «καλές τέχνες», που θεωρούνται πιο σημαντικές και στις οποίες έχουν κυριαρχήσει παραδοσιακά οι άντρες.
Οικιακές Τέχνες Vs Kαλές Τέχνες
Στη δεκαετία του 1970, οι πρωτοπόρες φεμινίστριες καλλιτέχνιδες Judy Chicago και Miriam Schapiro αμφισβήτησαν τα όρια μεταξύ καλών τεχνών και χειροτεχνίας. Η Chicago είναι περισσότερο γνωστή για το «Dinner Party» («Δείπνο»), ένα μνημειώδες συνεργατικό έργο πολυμέσων. Αποτελείται από ένα τραπέζι σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου, στρωμένο για δείπνο, στο οποίο υπάρχουν 39 σερβίτσια σε σχήμα αιδοίου, το καθένα με το όνομα μιας σημαντικής γυναίκας από την ιστορία.
Κάθε σερβίτσιο περιλαμβάνει τραπεζομάντιλο κεντημένο με το όνομα της γυναίκας που τιμά, καθώς και εικόνες και σύμβολα που σχετίζονται με το έργο της. Το «Dinner Party» τιμά παραδοσιακές γυναικείες δημιουργίες, όπως η υφαντουργία, το κέντημα, η ραπτική και η διακόσμηση πορσελάνης, που χαρακτηρίζονται «οικιακή τέχνη» σε αντίθεση με τις λεγόμενες «καλές τέχνες», που θεωρούνται πιο σημαντικές και στις οποίες έχουν κυριαρχήσει παραδοσιακά οι άντρες.
Η Shapiro, ιδρύτρια του κινήματος Pattern and Decoration Movement, δημιούργησε «femmages» (κολάζ με δαντέλες, πούλιες, μαντίλια, κείμενα-κεντήματα και κομμάτια από υφάσματα με ποικίλα σχέδια), μια επίσης ισχυρή φεμινιστική δήλωση που διεκδίκησε τη «δουλειά των γυναικών».
Η Faith Ringgold, ζωγράφος, γλύπτρια με μικτά μέσα, καλλιτέχνης περφόρμανς, συγγραφέας και δασκάλα, έχει καθιερώσει τα παπλώματα ως υψηλή τέχνη. Το πρώτο της πάπλωμα, Echos of Harlem, έγινε σε συνεργασία με τη μητέρα της, το 1980. Το πρώτο της πάπλωμα που διηγείται ιστορίες, το Who’s Afraid of Aunt Jemima, έγινε το 1983.
***
Τα παπλώματα έχουν να διηγηθούν πολλές ακόμα ιστορίες. Αλλά είναι ώρα να τα καθαρίσουμε, να τα διπλώσουμε προσεκτικά και να τα φυλάξουμε με ευλαβική σχολαστικότητα. Για λίγους μήνες μόνο, μέχρι να τα κατεβάσουμε ξανά από το πάνω ράφι της ντουλάπας, με τα πρώτα κρύα, αναζητώντας τη θαλπωρή τους. Δεν θα τα έχουμε ράψει κομμάτι κομμάτι, ίσως δεν έχουν ιστορίες να μας διηγηθούν, όμως εμείς μπορούμε να τους εκμυστηρευθούμε τις πιο μύχιες σκέψεις, τις επιθυμίες και τα όνειρά μας.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Lexicon: Το Γλωσσάρι της Έμφυλης Ισότητας | Οικοκυρικά
Νύφη Ετών 6 στη Σύγχρονη Τουρκία
Κάτω στον Πειραιά, στα Πορνεία (με Ξεναγό την Έρευνα του Βασίλη Πισιμίση)