Κάτω στον Πειραιά, στα Πορνεία (με Ξεναγό την Έρευνα του Βασίλη Πισιμίση)

Βασίλης Πισιμίσης

Η πορνεία είναι μια υπόθεση παλιά. Σαν τη λάσπη. Είναι βρόμικη και ανακουφιστική ταυτόχρονα. Θλιβερή και χρήσιμη. Ανατριχιαστική και απολαυστική. Παράνομη και γοητευτική. Σκοτεινή και ανήθικη. Υπόγεια αλλά καμιά φορά, με την ιδιότυπη ντομπροσύνη της, «λάμπει».

Η πορνεία έχει απ’ όλα. Καλά και κακά. Ανθρώπινα κι απάνθρωπα. Κλέφτες κι αστυνόμους. Βία και εκμετάλλευση. Πόθο για γρήγορο κέρδος και πάθος για σβέλτη ανακούφιση.

Στην πραγματικότητα, μάλλον δηλαδή, όλοι γινόμαστε μέρος αυτού του «παιχνιδιού» της σάρκας. Κι αυτοί που το καταδικάζουν μετά βδελυγμίας, και όσοι το παρατηρούμε αμήχανα, κι εκείνοι που το ζουν στο πετσί τους, κι όσοι σπρώχνουν αδυσώπητα ένα γυναικείο κορμί στο χείλος του γκρεμού, κι εκείνοι που «σκοτώνουν» με τα σχόλιά τους (έλα, μωρέ, πουτ… είναι!), κι όσοι αποφαίνονται με τον δείκτη της ανήθικης ηθικής τους προτεταμένο στο πρόσωπο μιας γυναίκας («τς,τς,τς, τι ντροπή!»), κι εμείς που μας σφίγγεται το στομάχι όταν σκεφτόμαστε τι μπορεί να ζει αυτό το σώμα κι αυτή η ψυχή.

«Βούρλα, Τρούμπα»

Κι όμως, αυτή η γυναίκα (και δεν μιλάω για τα θύματα του trafficking ασφαλώς), παρότι μπορεί να παραπλανήθηκε, να έμπλεξε, να ξέφυγε, να μην ξέφυγε, να γλυκάθηκε από το χρήμα, να παραμυθιάστηκε με το χρήμα, κάνει μια δουλειά.

Στο λεξιλόγιο της εποχής αποκαλείται σεξεργάτρια. Λίγο καιρό πριν, λεγόταν αλλιώς. Όπως και αν λέγεται πάντως, το μεγάλο πρόβλημα, έτσι νομίζω δηλαδή, είναι πως αν και στην πορνεία οι πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες (η αντρική πορνεία είναι σχεδόν στο απυρόβλητο προς το παρόν), οι άντρες κάνουν κουμάντο. Έκαναν, κάνουν και προφανώς θα κάνουν.

Ο Βασίλης Πισιμίσης, κάτοικος Κερατσινίου από το 1967, παθιασμένος με την ιστορία του Πειραιά και μανιώδης μελετητής της, συλλέκτης και δημιουργός του Ιστορικού Λαογραφικού Αρχείου Κερατσινίου, ιδιοκτήτης ενός παλαιοπωλείου της περιοχής –του οποίου η κάρτα γράφει «Παλαιοπωλείον/Ενθυμήματα»–, είναι άνθρωπος προσηνής και χαμογελαστός.

Το 2010, έπειτα από πολυετή έρευνα, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Βούρλα-Τρούμπα», όπου καταγράφει την ιστορία του πρώτου κρατικού πορνείου της χώρας. Πριν από λίγους μήνες, κυκλοφόρησε και το δεύτερο βιβλίο του, με τον τίτλο «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι» (και τα δύο από τις εκδόσεις Μωβ).

Έγραψε για την ιστορία των κοριτσιών στα κόκκινα φανάρια χωρίς ίχνος κριτικής. Κι αυτό, μαζί φυσικά με την ιστορική αξία που έχουν τα βιβλία του, είναι το πιο δυνατό του χαρτί. Γιατί, μάλλον, το πρόβλημα δεν είναι η πορνεία αυτή καθαυτή, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τη σχολιάζουμε.

Τι σας έκανε να αποφασίσετε να ασχοληθείτε με το θέμα των πορνείων στον Πειραιά;

Διαθέτω ένα παλαιοπωλείο στη Δραπετσώνα. Έχω συλλογές από πάρα πολλά είδη, αλλά οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά αποτελεί και το κυριότερο κομμάτι των συλλογών μου. Μελετώντας διαπίστωσα ότι τα βιβλία που έχουν σχέση με την πορνεία στον Πειραιά είναι –ή τουλάχιστον ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια– ελάχιστα.

Για την ακρίβεια, υπήρχαν τα βιβλία της Σπεράντζας Βρανά –στην οποία έχω αφιερώσει και το «Βούρλα-Τρούμπα», στη δημιουργία του οποίου με βοήθησε πολύ αυτή η ακομπλεξάριστη γυναίκα– και… τίποτε άλλο.  Μετά γνωρίστηκα με τον Γιάννη Κακουλίδη, ο οποίος και με παρότρυνε να γράψω το βιβλίο. Κι έτσι ξεκίνησα…

Προφανώς, τα Βούρλα, η Τρούμπα, η πορνεία γενικώς στον Πειραιά εθεωρείτο μίασμα και κανείς δεν ασχολείτο. Ίσως νόμιζαν πως, εάν ασχοληθούν με ένα τέτοιο θέμα, θα χαλούσε το image τους.

Η πορνεία στον Πειραιά, όμως, ήταν μια υπαρκτή κατάσταση. Η πορνεία γενικώς και παντού παραμένει μια υπαρκτή κατάσταση. Η αποφυγή της ενασχόησης με το θέμα φανερώνει, για μένα, απλώς σοβαροφάνεια. Τα «Βούρλα» κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 2010. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε τρεις μήνες. Τώρα πια βρισκόμαστε στην 5η έκδοση.

Την 1η Ιανουαρίου 1876 άνοιξαν και με την έγκριση κυβέρνησης και δήμου τα κρατικά πορνεία στην περιοχή Βούρλα του Πειραιά. Πώς και πάρθηκε τέτοια απόφαση;

Σύμφωνα με την έρευνα που έχω κάνει προκειμένου να γράψω το «Βούρλα-Τρούμπα», το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας μέχρι το 1860 είχε πολύ περισσότερο ανδρικό πληθυσμό συγκριτικά με τον γυναικείο.

Άνδρες από την επαρχία έρχονταν στον Πειραιά (και στην Αθήνα) για να εργαστούν στα εργοστάσια της περιοχής, η κινητικότητα του ανδρικού πληθυσμού, λόγω του λιμανιού και αργότερα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν πολύ μεγάλη. Η ανάγκη για πόρνες ήταν φυσική και επόμενη.

Αρχικά, υπήρχαν τα χαμαιτυπεία και οι καλτεριμιτζούδες, οι πόρνες που έκαναν πεζοδρόμιο. Διάσπαρτα σε όλη την περιοχή. Όταν όμως ο Πειραιάς άρχισε να πυκνοκατοικείται και από οικογένειες και έβγαιναν οι κυρίες με τις κόρες τους στην παραλία, βλέποντας μπροστά τους τα χαμαιτυπεία διαμαρτύρονταν.

«Τρεις σειρές κτισμάτων με 22 συνολικά δωμάτια όπου εργάζονταν γύρω στις 70 πόρνες. Ήταν χωρισμένες ηλικιακά. Στη μία σειρά οι πολύ νέες. Κορίτσια 18 χρόνων…»

Οι αρχές όμως δεν ήθελαν να κλείσουν τα χαμαιτυπεία γιατί θεωρούσαν ότι, χωρίς πορνεία, με τόσο ανδρικό πληθυσμό θα ανέβαινε η εγκληματικότητα στα ύψη. Οπότε βρέθηκε ένας χώρος έξω από τα όρια της πόλης του Πειραιά, στη Δραπετσώνα, και έπειτα από διάφορες περιπέτειες χτίστηκαν τα κρατικά πορνεία.

Πώς ήταν αυτό το μέρος;

Περιφραγμένο, με πόρτα που έκλεινε, με σκοπιά, καφενείο και εστιατόριο μέσα, αστυφύλακα και κάμαρες για τα κορίτσια. Τρεις σειρές κτισμάτων με 22 συνολικά δωμάτια, όπου εργάζονταν γύρω στις 70 πόρνες.

Βασίλης ΠισιμίσηςΉταν χωρισμένες ηλικιακά. Στη μία σειρά οι πολύ νέες. Κορίτσια 18 χρόνων – αν και τότε, για να πάρεις άδεια να δουλέψεις ως πόρνη, έπρεπε να έχεις κλείσει τα 21, αλλά ποιος έδινε σημασία; Τότε τα πράγματα δεν λειτουργούσαν ακριβώς νόμιμα.

Για παράδειγμα, αν συλλαμβάνονταν ένα κορίτσι, όχι πόρνη, ένα απλό κορίτσι, επειδή είχε κάνει ένα σοβαρό παράπτωμα, είχε κλέψει ένα σεβαστό ποσό ας πούμε, μπορεί να το έστελναν στα πορνεία των Βούρλων να δουλέψει ως πόρνη για να συνετιστεί!

Στη δεύτερη σειρά, οι λιγότερο νέες (!), 25χρονα κορίτσια, και στην τρίτη οι… γριές. Τότε γριά ήσουν στα 35 το πολύ στα 40 σου χρόνια! Γαλότσες τις αποκαλούσαν. Σήμερα τις πόρνες σε μεγάλη ηλικία τις λένε «παλτό». Το έχεις ακούσει;

Όχι. Δεν το έχω ακούσει! Υποθέτω πως και η ταρίφα ήταν αντίστοιχη…

Φυσικά. Τότε –όπως και τώρα άλλωστε– υπήρχαν οι μαντάμες. Η τελευταία των Βούρλων ήταν η μαντάμ Ντουντού, η οποία μάλιστα, απ’ ό,τι λέγεται, τα πήγαινε πολύ καλά και με τον Μεταξά.

Ο πελάτης, λοιπόν, πήγαινε στη μαντάμ Ντουντού και αγόραζε μία μάρκα/αντίτιμο της ταρίφας της πόρνης. Οι πιο ακριβές πόρνες, οι νεότερες στην ηλικία δηλαδή, κόστιζαν περίπου 20 δραχμές, οι αμέσως μεγαλύτερες –αυτές που δούλευαν στη μεσαία σειρά με τις κάμαρες– είχαν μάρκες των 10 δραχμών και οι μεγάλες, των 5 δραχμών.

Μέχρι το βράδυ, κάθε πόρνη μάζευε τις μάρκες της και πήγαινε στη μαντάμ Ντουντού να τις εξαργυρώσει.

Ποιο ήταν το προφίλ των γυναικών που δούλευαν στα Βούρλα;

Όλες οι κοπέλες που δουλεύαν εκεί ήρθαν από διάφορα μέρη της χώρας. Ως επί το πλείστον ήταν πολύ χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, άντε να είχαν βγάλει τις μισές τάξεις του Δημοτικού. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, βέβαια, τα Βούρλα γέμισαν με νέο αίμα.

«Από τις 7 δραχμές της βίζιτας, το κορίτσι έδινε τις 5 στον νταβατζή της. Τι της έμενε; Ένα δίφραγκο! Από ποια φτώχεια να ξεφύγει;»

Αγράμματες και φαντάζομαι φτωχές… Έβγαζαν  τελικά χρήματα μέσα από αυτή τη δουλειά;

Καταρχήν, να μην ξεχνάμε ότι η φτώχεια και η πορνεία πάνε μαζί. Τότε, στα Βούρλα, κανένα κορίτσι δεν ξέφευγε από τη φτώχεια.

Από τις 20 δραχμές της βίζιτας η πόρνη κράταγε τις 7 και τα υπόλοιπα τα έδινε στη μαντάμ Ντουντού ή όποια μαντάμ την είχε υπό την εποπτεία της, η οποία με τη σειρά της πλήρωνε τα έξοδα της κάμαρας, ό,τι έπρεπε να δώσει στον εργολάβο ή και όπου αλλού για να συντηρηθούν τα πορνεία.

Από τις 7 δραχμές της βίζιτας, το κορίτσι έδινε τις 5 στον νταβατζή της. Τι της έμενε; Ένα δίφραγκο! Από ποια φτώχεια να ξεφύγει;

Υπήρχαν και νταβατζήδες στο παιχνίδι;

Φυσικά! Η χειρότερη πλευρά της πορνείας, κατά τη γνώμη μου. Μαστροποί και νταβατζήδες, ρόλοι που άλοτε είναι διαφορετικοί κι άλοτε ταυτίζονται.

Δηλαδή, στην πορνεία από τότε οι άντρες κάνουν κουμάντο;

Πάντα οι άντρες κάνουν κουμάντο… Και στα Βούρλα και στην Τούμπα και παντού και πάντα. Μέχρι σήμερα. Υπήρχαν βέβαια και κάποιες μαντάμες στην Τρούμπα που ήταν πολύ σκληρές.

«Όταν πήγαινε μια κοπέλα από κάποιον οίκο ανοχής της επαρχίας να δουλέψει στην Τρούμπα η μαντάμα τη ρωτούσε πόσους πελάτες είχε τη μέρα. Κι όταν εκείνη της έλεγε 20-30, της απαντούσε: “Πήγαινε να εκπαιδευτείς πρώτα με πολύ περισσότερους και μετά ξαναέλα!”»

Πότε έκλεισαν τα Βούρλα;

Το 1940. Με τον Πόλεμο. Το κρατικό πορνείο των Βούρλων μετατράπηκε σε φυλακή και οι πόρνες μεταφέρθηκαν στην Τρούμπα. Εκεί υπήρχαν ήδη τα καφέ σαντάν, τα οποία αργότερα έγιναν καμπαρέ και οίκοι ανοχής.

Όπου, όπως γράφεις, οι πόρνες έπαιρναν και 100 πελάτες την ημέρα! Τρομακτικό νούμερο! Σοκαριστικό μου φαίνεται…

Επειδή είσαι γυναίκα… Είναι ενδεικτικό ότι, όταν πήγαινε μια κοπέλα από κάποιον οίκο ανοχής της επαρχίας να δουλέψει στην Τρούμπα, η μαντάμα τη ρωτούσε πόσους πελάτες είχε τη μέρα. Κι όταν εκείνη της έλεγε 20-30, της απαντούσε: «Πήγαινε να εκπαιδευτείς πρώτα με πολύ περισσότερους και μετά ξαναέλα!»

Έτσι ήταν η κατάσταση τότε. Πολύ χρήμα, πολλή ζήτηση. Ιδιαιτέρως όταν έφτανε ο αμερικανικός στόλος. Τότε υπήρχαν καταγεγραμμένες 500 πόρνες. Τις περιόδους που η δουλειά ανέβαινε κατακόρυφα οι πόρνες έφταναν στις 2.000.

Ήταν διάφορες γυναίκες. Κάποιες καθάριζαν σπίτια ή δούλευαν σε εργοστάσια, έπαιρναν τρεις κι εξήντα, μάθαιναν ότι υπάρχει δουλειά στην Τρούμπα και πήγαιναν. Σε μια μέρα έβγαζαν όσα σε ένα μήνα στην κανονική τους δουλειά.

Άλλες παρέμεναν στην πιάτσα, άλλες όχι. Όπου υπάρχει φτώχεια ανθεί η πορνεία. Το ξαναείπαμε αυτό. Γιατί, σάμπως και σήμερα με τις αλλοδαπές τι γίνεται; Το ίδιο δεν είναι;

Και η πορνεία είναι σαν την υγρασία. Ξεγλιστράει από παντού, ό,τι και αν κάνεις. Όμως, υπήρχαν πάρα πολλές πόρνες που τις έμπλεξαν και όντως δεν μπορούσαν να ξεφύγουν. Υπήρχαν κι άλλες που δεν ήθελαν να ξεφύγουν.

Ποτέ μου δεν κατάφερα να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με το εάν η πορνεία είναι ηθική ή ανήθικη. Τι λες; Πορνεία και ηθική έχουν σχέση;

Εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς την ηθική. Η κυρία Γιούλη [σ.σ. πρόκειται για ψευδώνυμο] που μου μιλάει στο δεύτερο βιβλίο μου, το «Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι», έλεγε ότι προσπαθούσε να κρατήσει όση ηθική της επέτρεπε να έχει η δουλειά της.

Οι πόρνες, ως επί το πλείστον, ήταν θρησκευόμενες. Αγαπούσαν πάρα πολύ τα παιδιά, είτε γιατί δεν είχαν δικά τους είτε γιατί τα δικά τους τα είχαν στερηθεί, αφού τα μεγάλωναν οι μανάδες τους ή συγγενείς τους. Επιπλέον, προσπαθούσαν να μην αδικήσουν.

Να μη μας διαφεύγει επίσης ότι, όπως έλεγαν και οι ίδιες, οι χειρότεροι διώκτες τους στη διάρκεια της ημέρας ήταν οι πιο βιτσιόζοι πελάτες τους τη νύχτα. Άρα για ποια ηθική μιλάμε;

Με ρώτησαν κάποτε τι γνώμη έχω για τον υπόκοσμο. Εάν εντάξουμε στον υπόκοσμο και την πορνεία, εγώ έχω να πω ότι τότε ο υπόκοσμος ήταν ορατός. Υπήρχε σε συγκεκριμένες περιοχές και με συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Τώρα ο υπόκοσμος αυτός έχει μπει στα σαλόνια και στα μεγάλα ξενοδοχεία όπου κανένας νόμος δεν τα αγγίζει, ενώ χρησιμοποιούνται από τον νόμο οι τοξικομανείς –παιδιά άρρωστα– και τους αποκαλούν υπόκοσμο!

 

Πορνεία

Για μένα, έτσι κι αλλιώς, η πορνεία, εφόσον δεν έχει εξαναγκασμό φυσικά και δεν είναι αποτέλεσμα του φρικιαστικού trafficking, είναι ένα επάγγελμα σαν όλα τα άλλα, το οποίο μάλιστα εξυπηρετεί και πάρα πολλές καταστάσεις.

Εγώ τις εκτιμώ τις πόρνες. Γι’ αυτό και ασχολήθηκα με το θέμα. Γι’ αυτό και ετοιμάζω μια ακόμη έρευνα για τη σύγχρονη πορνεία στην Αθήνα.

Το 1956, η τότε υπουργός στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, Λίνα Τσαλδάρη, κατέθεσε πρόταση νόμου σύμφωνα με την οποία έκλεισαν τα μεγάλα ξενοδοχεία-πορνεία και οι πόρνες άρχισαν να δουλεύουν πλέον σε σπίτια, ανά δύο και όχι δεκάδες σε μεγαλύτερα ξενοδοχεία, όπως μέχρι τότε. Γράφεις πως, όπως αναφέρει και η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της, το πρώτο πορνείο/σπίτι στην οδό Νοταρά ήταν ιδιοκτησία ενός παπά!

Ναι. Εντύπωση σου κάνει; Αφενός, ποιος θα ήλεγχε τότε τέτοιες… λεπτομέρειες. Αφετέρου, πού είναι το εντυπωσιακό;

«Όπως έλεγαν οι ίδιες, οι χειρότεροι διώκτες τους στη διάρκεια της ημέρας ήταν οι πιο βιτσιόζοι πελάτες τους τη νύχτα».

Η Τρούμπα έκλεισε τελικά επί δικτατορίας. Υπό τη δεδηλωμένη διάθεση να καθαρίσει ο Πειραιάς. Καλώς έγινε;

Δεν ξέρω. Είναι ένα ερώτημα. Τώρα όποιος θέλει να επισκεφτεί οίκο ανοχής ανεβαίνει στην Αθήνα. Γιατί είπαμε, την πορνεία δεν την πιάνεις ποτέ.

Όμως, όλες αυτές οι γυναίκες που δούλευαν στην Τρούμπα τι νομίζεις ότι απέγιναν; Άλλες πήγαν στην επαρχία. Άλλες στις βιτρίνες στην Ολλανδία και τη Γερμανία. Άλλες στη Βηρυτό – ακόμη χειρότερα. Και όλος αυτός ο ανδρικός πληθυσμός που ζούσε από τις πόρνες, τι απέγινε νομίζεις;

Φτιάχνει πλαστά διαβατήρια και ό,τι άλλο παράνομο φανταστείς ή έχει γίνει ένστολος που διαχειρίζεται τέτοια κορίτσια. Άρα, καλώς ή κακώς έκλεισε η Τρούμπα;

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι και στα δυο σου βιβλία οι μαρτυρίες που έχεις συγκεντρώσει είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα από άντρες. Γιατί;

Δυσκολεύτηκα γενικώς να βρω μαρτυρίες. Γιατί οι άνθρωποι δεν μιλάνε εύκολα για τέτοια θέματα, γιατί κάποιοι μου έλεγαν αφερέγγυα πράγματα και έπρεπε να κάνω ξεσκαρτάρισμα, γιατί όσοι μου μίλησαν ήταν άτομα που βρήκα από γνωστό, γνωστού και με πέρασαν από κόσκινο μέχρι να το αποφασίσουν, γιατί έπρεπε να τους πείσω ότι δεν θα τους εκθέσω και δεν θα τους φωτογραφίσω.

Για τους άντρες, όμως, τα πράγματα ήταν πιο απλά από ό,τι για τις γυναίκες. Γιατί για τους άντρες το να ασχολούνται με τις πόρνες είναι μαγκιά. Για τις γυναίκες που έκαναν αυτή τη δουλειά είναι τεράστια έκθεση. Εδώ ακόμη και σήμερα, αν μια γυναίκα πει δημόσια ότι είχε πολλές σχέσεις, την κακοχαρακτηρίζουν. Όχι να πει ότι υπήρξε πόρνη!

 

Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ και στο μηνιαίο newsletter No Man’s Land – στο οποίο μπορείτε να κάνετε την εγγραφή σας εδώ:

Ημέρα της Γυναίκας ή μια Mini Έρευνα για ένα Μax Ζήτημα

Το «Αόρατο» και Αποτρόπαιο Έγκλημα του Trafficking

Η Κουλτούρα των Βιασμών Καθεστώς στην Ινδία

 

 

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND
Δημοσιογράφος | NO MAN'S LAND

Η Κυβέλη Χατζηζήση σπούδασε δημοσιογραφία και εργάστηκε σε εφημερίδες και περιοδικά μεγάλης κυκλοφορίας (Έθνος, Βήμα, Marie Claire), στο Mega και το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό, το κοινωνικό και το διεθνές ρεπορτάζ, καθώς και την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Μετά από τριάντα χρόνια στον χώρο, ξαναρχίζει να σπουδάζει (Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο) και να ενδιαφέρεται, όπως πάντα, να εντοπίζει ιστορίες άξιες να ειπωθούν.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τα σημαντικότερα νέα της ημέρας, στο inbox σου κάθε μεσημέρι!

ΕΓΓPΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER

+