Η Αστερόπη Λαζαρίδου ξεχωρίζει για δύο πράγματα. Το ένα είναι η πένα της. Το άλλο, για να μην πάει ο νους σας στο κακό (!), είναι το χιούμορ της. Δημοσιογράφος ολκής, αν και καθόλου θορυβώδης, ξέρει πώς να ξεζουμίζει τον συνεντευξιαζόμενο για την τιμή του ρεπορτάζ και πώς να κάνει θέματα που να έχει νόημα να δημοσιευθούν.
Προσφάτως αποφάσισε να ξεζουμίζει τον ίδιο της τον εαυτό. Έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, επιλέγοντας να μιλήσει σε 300 σελίδες για απώλειες, ψυχοθεραπεία, έρωτες, στερεότυπα, πόνους, αγωνίες, προσδοκίες και όνειρα απατηλά. Το “Μην Πατάς Ξυπόλητη” (εκδόσεις Καστανιώτη) αφηγείται ιστορίες μιας 40χρονης γυναίκας. Όχι μιας τυχαίας 40χρονης γυναίκας. Της ιδίας. Κι αφού η ίδια ξεχωρίζει για δύο πράγματα, το βιβλίο, που κυκλοφόρησε τον Μάιο και σε τέσσερις μήνες έχει φτάσει ήδη στην τρίτη του έκδοση, ξεχωρίζει για την καλή του γραφή και το χιούμορ του, που συχνά μετατρέπεται σε αυτοσαρκασμό.
Το “Μην Πατάς Ξυπόλυτη”, ωστόσο, δεν είναι ευθυμογράφημα. Είναι οι φωτεινές και οι σκοτεινές σκηνές από τη ζωή μιας γυναίκας που αντιμετωπίζει με συγκινητική ευαισθησία τα στραπάτσα της ζωής.
Πώς θα παρουσίαζες με το πολύ πέντε λέξεις το βιβλίο σου;
Από τη ζωή (μου) βγαλμένο.
Πρόκειται για πρόωρη αυτοβιογραφία ή για μυθοπλασία με στοιχεία από την πραγματική σου ζωή;
Πρόκειται για αυτοβιογραφία, αλλά δεν θα την χαρακτήριζα πρόωρη. Κάποτε θεωρούσαμε ότι για να αποκτήσει αφηγηματικό ενδιαφέρον η ζωή μας, πρέπει να φτάσουμε 80 ετών, να έχουμε πάρει το Νόμπελ, να έχουμε ανακαλύψει το φάρμακο για μία σπάνια ασθένεια. Εγώ ένιωσα πως, ήδη στα 43 μου, είχα μαζέψει πολλές ιστορίες που ήθελα να μοιραστώ. Θέλησα λοιπόν να τις αφηγηθώ, να βγουν από μέσα μου, για να δώσουν χώρο στις επόμενες, που είναι ήδη στον δρόμο.
Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα γράφεις με θυμό, πρέπει να έχεις πάρει απόσταση, να έχεις κάνει έναν-δυο γύρους του θριάμβου μες στα σκοτάδια σου, αγκαζέ με τα φαντάσματά σου. Πρέπει να βρίσκεσαι σε διαδικασία επούλωσης, όχι πυρετού και αιμορραγίας.
Διαβάζοντας το “Μην Πατάς Ξυπόλυτη” και γνωρίζοντας σε σκέφτηκα “η Αστερόπη έβγαλε τ΄άπλυτα της στη φόρα!”. Ισχύει; Κι αν ισχύει, πώς αισθάνεσαι να εκθέτεις την καθημερινότητα σου και, ακόμη περισσότερο, τα συναισθήματά σου;
Δεν είναι άπλυτα, φρεσκοπλυμένα είναι! Γράφω για την απώλεια των γονιών μου, για μία αποβολή, για μία ιστορία ενδοοικογενειακής βίας, αυτά είναι τα πιο δύσκολα κεφάλαια του βιβλίου γιατί υπάρχουν και άλλα πιο κωμικά ή ανάλαφρα. Αυτά τα δύσκολα, δεν τα έγραψα εν βρασμώ.
Έχει μεσολαβήσει αρκετός σωτήριος χρόνος. Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα γράφεις με θυμό, πρέπει να έχεις πάρει απόσταση, να έχεις κάνει έναν-δυο γύρους του θριάμβου μες στα σκοτάδια σου, αγκαζέ με τα φαντάσματά σου. Πρέπει να βρίσκεσαι σε διαδικασία επούλωσης, όχι πυρετού και αιμορραγίας.
Αλλιώς, δεν είναι τέχνη. Είναι δραματοθεραπεία και οι αναγνώστες δεν σου φταίνε σε τίποτα να εισπράττουν το ασυνάρτητο παραλήρημά σου. Θέλησα να γράψω για όλα αυτά ακριβώς τη στιγμή που ένιωσα έτοιμη, για να καταλάβω κι εγώ η ίδια ότι έχω πάει παρακάτω, ότι βλέπω τη θέα από την απέναντι όχθη. Και, αν μπορώ, να βοηθήσω και άλλους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Είναι αλήθεια ότι σου έλεγε η μαμά σου να μην πατάς ξυπόλυτη, φράση που έδωσε και το τίτλο στο βιβλίο σου;
Αλήθεια είναι. Είναι η πρώτη απαγόρευση που άκουγα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και ως αντιδραστικό πλάσμα, ακόμα ξυπόλυτη πατάω, ακόμη και μες στο καταχείμωνο.
Αυτό το μυθιστόρημα γράφτηκε για να τιμήσεις τη μνήμη των γονιών σου; Ξεθυμαίνει άραγε μ΄αυτόν τον τρόπο ο πόνος της απώλειας;
Γράφοντας το βιβλίο, συνειδητοποίησα πολύ σημαντικά πράγματα: ότι τους αγαπάω πραγματικά, ότι τους συγχώρησα ειλικρινά και ότι αν με είχαν μεγαλώσει στα πούπουλα, μπορεί να μην είχα αναπτύξει ούτε μισό ταλέντο ως άμυνα για να τους αντισταθώ και να τους αντέξω.
Αν δεν υπήρχε το χιούμορ, δεν θα είχα καταφέρει να επιβιώσω.
Η απώλεια πονάει πολύ, όσο περνά ο χρόνος γίνεται ίσως και χειρότερη. Όμως η σχέση μαζί τους δεν χάνεται, θα έλεγα ότι βαθαίνει κιόλας. Τους βλέπω στον ύπνο μου, έχω σημάδια στον ξύπνιο μου, μου λείπουν αφόρητα εκείνα τα ανούσια τηλεφωνήματά τους, που κάποτε μου έσπαγαν τα νεύρα: “Έφαγες; Ντύθηκες καλά; Πήρες ομπρέλα; Έκανες τη φορολογική σου δήλωση;”. Μακάρι να τους είχα κι ας μου τα ρωτούσαν όλα αυτά σε λούπα.
Γιατί νιώθεις ανάγκη να υπερασπιστείς τόσο τη γειτονιά σου, τα Κάτω Πατήσια;
Είναι από τις πιο παραγκωνισμένες περιοχές της Αθήνας. Δέχτηκε το μεγαλύτερο κομμάτι του προσφυγικού κύματος, αρχικά με καχυποψία και φόβο, πλέον όμως με γενναιοδωρία. Βλέπεις ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου, κυνηγημένους από τη δική τους χώρα, να έχουν ανοίξει εδώ τα μαγαζιά τους, να προσπαθούν να επιβιώσουν.
Θυμώνω λοιπόν με Αθηναίους από άλλες περιοχές που, όταν βρεθούν στα Κάτω Πατήσια, μιλούν με απαξίωση, ενώ γενικά στη ζωή τους κάνουν τους προοδευτικούς και τους ανοιχτόμυαλους. Γι΄ αυτό την υπερασπίζομαι τη γειτονιά μου. Είναι μία μεγάλη αγκαλιά για όσους δεν είχαν πού αλλού να πάνε.
Τι ρόλο παίζει το χιούμορ στη ζωή σου και ποιο από τα κεφάλαια του βιβλίου σου σε έκανε να γελάσεις περισσότερο την ώρα που το έγραφες;
Αν δεν υπήρχε το χιούμορ, δεν θα είχα καταφέρει να επιβιώσω. Επίσης, αν κάποιος δεν έχει χιούμορ, δεν μπορώ ούτε να τον κάνω φίλο μου, ούτε να τον ερωτευθώ. Νομίζω πέρασα πολύ καλά όταν έγραφα αυτοσαρκαστικές ιστορίες για τα ερωτικά μου. Ότι το κακό σεξ είναι σα να δίνεις οδηγίες σε κάποιον να παρκάρει νταλίκα σε ανηφόρα, ότι τα “ζευγάρια συνταξιοδοτικό πρόγραμμα” μένουν για πάντα μαζί για να μοιράζονται τον λογαριασμό της ΔΕΗ και τα κοινόχρηστα, το πόσο δεν αντέχω τα φριχτά κλισέ του τύπου “όταν θα αγαπήσεις πραγματικά τον εαυτό σου θα γνωρίσεις αυτόν που ψάχνεις” και φυσικά το υπέροχο “ο έρωτας έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις”.
Εγώ από μικρή αυτό έκανα για να ξεσπάσω, έγραφα. Έπαιρνα ένα μπλοκ ζωγραφικής με λευκές σελίδες και αντί να ζωγραφίσω, έγραφα. Με χοντρό μπλε μαρκαδόρο, ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι.
Αν φανταστούμε μια συνέχεια του “Μην Πατάς Ξυπόλητη” θα μπορούσε να είναι η…. “Παπουτσωμένη Αστερόπη”; Τι θα σε έκανε να βάλεις παπούτσια; Με άλλα λόγια, τι σε κάνει να στέκεσαι στα πόδια σου;
Το βιβλίο αρχίζει με τη φράση “Αν ο Έρωτας είναι ένα παπούτσι που δεν μου κάνει, προτιμώ να περπατώ ξυπόλυτη”. Έχω υπάρξει σε σχέσεις, φιλίες, δουλειές, που μου έδιναν την αίσθηση ότι περπατούσα μέσα σε παπούτσια τρία νούμερα μικρότερα – κούτσαινα και μάτωνα. Ή ότι ήταν τρία νούμερα μεγαλύτερα και περπατούσα σαν ατάλαντος κλόουν. Το ζήτημα λοιπόν είναι πως αν δεν βρεις κάτι ή κάποιον ακριβώς στο νούμερό σου, καλύτερα να περπατάς ξυπόλυτη. Εσύ και τα πόδια σου, εσύ και οι δικές σου δυνάμεις.
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το βιβλίο σου, το πρώτο αν δεν απατώμαι, έφτασε στην τρίτη του έκδοση. Πού νομίζεις οφείλεται η επιτυχία;
Είναι το πρώτο μου, ναι! Δεν ξέρω, πού οφείλεται η επιτυχία του. Ίσως έχει να κάνει με την τεράστια ανάγκη που είχα να εκφραστώ. Αυτό το βιβλίο κλωτσούσε μέσα μου εδώ και πολλά χρόνια σαν αγέννητο παιδί. Κυκλοφόρησε τον Μάιο, ένας μήνας σημαδιακός, καθώς Μάιο είχα αποβάλει.
Η ζωή είναι παράξενη, επέλεξε πριν από μερικά χρόνια να μου στερήσει ένα παιδί και να μου φέρει ένα άλλο, διαφορετικό, πάνω κάτω την ίδια ημερομηνία. Σίγουρα είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, μέσα από τον τρόπο που έχει αγκαλιάσει τόσος κόσμος την “Ξυπόλυτη”, που νιώθω ότι φτάνω και περισσεύω. Αυτή η περίφημη “αποδοχή” για την οποία μου μιλούσε ο ψυχοθεραπευτής μου κι εγώ του έδινα 50 ευρώ κι ας μην καταλάβαινα τι ακριβώς εννοούσε, ήρθε τελικά μέσα από αυτές τις σελίδες. Καλώς την κι ας άργησε λοιπόν!
Δημοσιογράφος ή συγγραφέας; Εάν όντως διαχωρίζεις τις δύο ιδιότητες, ποια διαλέγεις;
Η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα. Η συγγραφή είναι μία μεταφυσική ανάγκη. Προτιμώ κάτι ανάμεσα στα δύο, τη λέξη “γραφιάς”, που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί διευθυντές εφημερίδων για να χαρακτηρίσουν όλους τους δημοσιογράφους με ταλέντο στη γραφή.
Τους σπάγαμε τα νεύρα γιατί ήμασταν πιο ονειροπόλοι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν χωρίς εμάς. Εγώ από μικρή αυτό έκανα για να ξεσπάσω, έγραφα. Έπαιρνα ένα μπλοκ ζωγραφικής με λευκές σελίδες και αντί να ζωγραφίσω, έγραφα. Με χοντρό μπλε μαρκαδόρο, ό,τι μου ερχόταν στο κεφάλι. Λες και κάποιος μου το υπαγόρευε με γρήγορο ρυθμό και έτρεχα για να μην χάσω ούτε λέξη.
Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις στην αθηΝΕΑ:
Ευσταθία Ματζαρίδου: Οι Περισσότεροι Έχουμε Ένα Ανάπηρο Κομμάτι
Οι Μικροί Μετανάστες με τις Αλήθειες τους, με τον Φακό της Δήμητρας Κουζή
Η Χριστιάνα Βαρδάκου, το Slow Design και η Αξία του Χειροποίητου