O πρωτοπόρος της Nouvelle Vague (French New Wave), Françsois Truffaut, σκηνοθέτησε πέντε φορές τον Jean-Pierre Léaud ως Antoine Doinel σε μια επική πενταλογία του σινεμά, γνωστή ως «The Adventures of Antoine Doinel», η οποία κάνει την αρχή της με τον ίδιο στον ρόλο του βιβλιομανούς μαθητή στο ρεαλιστικό δράμα «The 400 Blows» (1959).
Η ιστορία συνεχίζεται με την ανεξάρτητη πλέον από τη θεσμική και οικογενειακή τιμωρία εφηβική ζωή του Antoine Doinel στην ταινία μικρού μήκους (όπως πιο σύντομη άλλωστε είναι και η εφηβική περίοδος ως αναπτυξιακό στάδιο) «Antoine and Collete» (1962). Τρίτη στη σειρά, η ταινία «Stolen Kisses» (1968), με συνέχεια την «Ben and Board» (1970) και, τέλος, τον επίλογο «Love on the Run» (1979).
Η εικοσαετία της περιπετειώδους ενηλικίωσης του πρωταγωνιστικού ρόλου που κινηματογραφείται φέρει στην επιφάνεια ρεαλιστικούς και ολιστικούς προβληματισμούς, σημείο τομής του Νέου Κύματος άλλωστε, εστιάζοντας στο ρεαλιστικό παίξιμο, στη χρήση εξωτερικών χώρων και του φυσικού φωτός για τα γυρίσματα. Ο καθημερινός αυτός χαρακτήρας δεν είναι σε καμία περίπτωση εξιδανικευμένος, ούτε έστω αξιομίμητος, ωστόσο τα προβλήματα προς επίλυση με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος προξενούν ταύτιση στο κοινό που την παρακολουθεί.
Αν εξετάζαμε έναν κοινό άξονα στις πέντε αυτές ταινίες, αυτός θα ήταν η αναφορά στα πρότερα βιώματα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μετουσιώνονται στην εφηβική και ενήλικη ζωή του πρωταγωνιστή, ο οποίος στο τέλος της περιπέτειάς του, ως ένας μετα-σύγχρονος Οδυσσέας πλέον και αφού έχει κάνει διάφορες απόπειρες να βιώσει ερωτικά συναισθήματα και να συνάψει στενές, ερωτικές σχέσεις, καταλήγει να παραδέχεται ότι, λόγω της αλληλεπίδρασης με τις συνθήκες της συμπεριφοράς του, ήταν πάντοτε αρνητικά ενισχυτική η ένδειξη εμπιστοσύνης σε κοντινά άτομα και η απειλή απόρριψης από αυτά.
Το μοτίβο αυτό διατρέχει κάθε ταινία και όλες μαζί ξεχωριστά, με βασική φυσικά την αρχική («The 400 Blows»), που θα παρομοιάζαμε με την «Ιλιάδα», καθώς παρατηρούμε τον μικρό Antoine Doinel να εκτίθεται συστηματικά σε συνθήκες τιμωρίας (θετικής και αρνητικής), είτε στο οικογενειακό, είτε στο σχολικό, είτε στο ευρύτερο νομοθετικό περιβάλλον, επιδεικνύοντας «αντικοινωνική συμπεριφορά», με ολοένα αυξανόμενα δυσάρεστα γεγονότα ως συνέπειές της. Η ταινία κλείνει δείχνοντας τον πρωταγωνιστή να βιώνει τελικά ανακούφιση (;) στο τελικό πλάνο, μακριά από τις απειλές κοινωνικής τιμωρίας (πολιτισμός), πηγαίνοντας στη θάλασσα (φύση), ξεκινώντας ο ίδιος το ταξίδι του για την Ιθάκη, έχοντας ουσιαστικά δώσει τη μάχη του και εξαγριωθεί απέναντι στους θεούς (κοινωνικοί θεσμοί).
Στη νέα ταινία του Daren Aronofsky «The Whale» («Η Φάλαινα», 2022), περνάμε από τον «Οδυσσέα» στον «Captain Ahab» («Moby-Dick», Herman Melville, 1851) με την καθηλωτική, και πλέον οσκαρική, ερμηνεία του Brendan Fraser στον ρόλο ενός κοινωνικά απομονωμένου καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας. Η ταινία έχει θέμα την πατρότητα, την απώλεια στις διαπροσωπικές σχέσεις, τις συγκρούσεις και την απομόνωση. Μιας και βασίζεται σε θεατρικό έργο, η σκηνοθεσία ακολουθεί τους θεατρικούς κανόνες, έτσι ώστε κάθε χαρακτήρας να εκτυλίσσεται μόνο όταν εμφανίζεται στη σκηνή κι έπειτα να απομακρύνεται, αφήνοντας την εξέλιξη του έργου στους υπόλοιπους συντελεστές που φαίνονται στην οθόνη.
Η θεματική μάς θυμίζει αντίστοιχα τη θεατρική σκηνοθεσία της ταινίας «Σπιρτόκουτο» (Γιάννης Οικονομίδης, 2022), μια ταινία με θέμα την οικογενειακή βία ως μοχλό για την έκρηξη και τον τερματισμό των εκρήξεων σε ένα λεκτικό και σωματικό εμφύλιο και έμφυλο ενδοοικογενειακό πόλεμο.
Στον ίδιο θεματικό άξονα της απώλειας και της οικογενειακής απώλειας, η ταινία «Aftersun» (Charlotte Wells, 2022) κινηματογραφεί τις βιντεοσκοπημένες διακοπές της μικρής Sophie με τον πατέρα της, αφήνοντας τελικά την πιο γλυκόπικρη γεύση που θα μπορούσε, σε μια εξαιρετική μίξη νατουραλισμού και υπερρεαλισμού, όπου συγχέονται η ρεαλιστική οδύνη της απώλειας με τη φαντασίωση της ανάμνησης.
Αξιοσημείωτη είναι η χρήση της προοικονομίας, ιδίως στις δυο σκηνές όπου η Sophie αποχαιρετά τον μπαμπά της, είτε στη σκηνή όπου κάνει ζουμ στη θάλασσα φωνάζοντας κυριολεκτικά «goodbye» είτε στον τελικό συμβολικό χορό υπό τους ήχους του τραγουδιού «Under Pressure» των Queen με τον David Bowie. Βλέπουμε ότι στη μεν μια σκηνή η κινηματογράφηση γίνεται με τη χρήση της κάμερας της Sophie, στην επόμενη μπαίνουν μπροστά άλλα σκηνοθετικά μέσα και φυσικά μοντάζ ως υποδήλωση του υποκειμενισμού για την προσωπική φαντασίωση και ανάμνηση.
Εν τέλει, η ταινία αφορά μια εξιστόρηση της σχέσης της Sophie με τον απόντα πλέον πατέρα της, με τον χρόνο να εναλλάσσεται από το παρελθόν στο παρόν, με κομβικό σημείο τα γενέθλια, κόντρα στη γενικότερη θεματική της ταινίας, που αφορά την ενηλικίωση και φυσικά τον θάνατο.
Οι παραπάνω ταινίες μοιράζονται ως κοινό θέμα την οικογένεια και μάλιστα την τιμωρία μορφών δράσεων στο οικογενειακό περιβάλλον, είτε αυτή αφορά την παραγωγή δυσάρεστων συνθηκών ή «θετική τιμωρία» είτε την απώλεια των ευχάριστων πλαισίων ή «αρνητική τιμωρία».
Εν πάση περιπτώσει, σε τέτοιες συνθήκες είναι σύνηθες να προκληθούν αντιδράσεις, δηλαδή συναισθήματα, όπως θυμός, λύπη ή συγκίνηση. Κατ’ αυτό το φαινόμενο και μέσω της γενίκευσης των εξαρτημένων αντανακλαστικών, φαινόμενο κατά το οποίο ένα ερέθισμα αποκτά προκλητική δύναμη μέσω της συσχέτισης με ένα άλλο εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα, και όσο περισσότερα κοινά στοιχεία εμφανίζει με το πρότερο τόσο μεγαλύτερη προκλητική δύναμη διαθέτει, είναι πιθανό βλέποντας μια από αυτές τις ταινίες, να βιώσουμε και εμείς τέτοια συναισθήματα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλωστε, εντάσσουμε μια ταινία σε κατηγορίες (genre, όπως για παράδειγμα drama, comedy, horror κ.ά.) και τη διαφοροποιούμε, ανάλογα με τη δύναμη της πρόκλησης που ασκούν, αλλά και μέσω σύνθετων φαινομένων, όπως η πολύπλοκη διάκριση της αντιστοιχίας ή μη αντιστοιχίας ερεθισμάτων, λέγοντας ότι «ταυτιστήκαμε» ή όχι, στον βαθμό που ένα ζήτημα που σχολιάζει η ταινία έχει τη δύναμη να προκαλέσει εξαρτημένα προκλητικές αντιδράσεις και τη διακριτική λειτουργία να προξενεί (ή όχι) μορφές δράσεων που ενισχύονται από την παραγωγή αντιστοιχίας/ταύτισης.
Έτσι, μπορεί να πούμε ότι μια ταινία μας αρέσει ή όχι, χωρίς απαραίτητα αυτό να αντιστοιχεί πάντοτε με τη γνώμη της Ακαδημίας και άλλων κινηματογραφικών φεστιβάλ.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
To «Inside» και ο Willem Dafoe ή Όταν το Όνειρο Γίνεται Εφιάλτης