Δεν θυμάμαι πλέον από πότε είχα να πάω σινεμά. Η καραντίνα χτύπησε αλύπητα τις εκδηλώσεις και την ψυχαγωγία, τους καλλιτέχνες και τους αιθουσάρχες. Ας τα αφήσουμε λίγο πίσω όλα αυτά.
Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ, καθώς τα θερινά σινεμά έχουν ανοίξει και αποτελούν μια όαση στη νέα πραγματικότητα. Η ευχάριστη έκπληξη που βγήκε στις αίθουσες λίγο πριν το lockdown και “ξανανέβηκε” με το άνοιγμα των θερινών, δεν είναι άλλη από την “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς” του Γιάννη Οικονομίδη.
Οι προβολές συνεχίζονται εδώ και πολλές μέρες – αν δεν κάνω λάθος θα ξεπεράσει τα 20.000 εισιτήρια και συνεχίζει. Αν και Τρίτη βράδυ η Riviera στα Εξάρχεια ήταν γεμάτη, η ομορφιά του θερινού σινεμά, ως εμπειρία, παραμένει μαγική…
Δεν είμαι “ειδικός” στον Οικονομίδη, όσο στον Σταύρο Τσιώλη, αλλά από τις ταινίες του που έχω δει, νομίζω ότι εδώ θα κολλήσω περισσότερο. Όπως διάβασα και σ’ ένα σχόλιο, “η ταινία αυτή δωρίζει ατάκες για τα επόμενα 20 χρόνια”. Αν δεν έχετε δει καμία ταινία του Οικονομίδη, ας συνοψίσουμε ότι η βωμολοχία, η ένταση, η βία, το χιούμορ και οι λαϊκοί τύποι είναι τα κύρια συστατικά του.
Αρχίζοντας από το εμβληματικό “Σπιρτόκουτο”, την “Ψυχή στο Στόμα”, το “Μικρό Ψάρι” και το “Μαχαιροβγάλτη”, ο Γιάννης Οικονομίδης χρησιμοποιεί ένα ρόστερ ηθοποιών τους οποίους μεταμορφώνει σε διαφορετικούς ρόλους, πάντα λιγομίλητους, πάντα βίαιους, με πιο αγαπημένους τον Στάθη Σταμουλακάτο και τον Βαγγέλη Μουρίκη, οι οποίοι καταφέρνουν να μπουν τόσο στους ρόλους που τρέμεις μην τους συναντήσεις και σου βγάλουν όπλο. Ο Μουρίκης εδώ έχει μικρότερο ρόλο, αλλά φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει.
Πάμε λίγο στην υπόθεση, με κάποια αναπόφευκτα κοινωνιολογικά σχόλια. Ο αλκοολικός επιχειρηματίας ορκίζεται να πάρει εκδίκηση από τη γυναίκα του που τον εγκαταλείπει για έναν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου στη Λαμία, αλλά και επιτυχημένο μεν, πρώην δε, λαϊκό τραγουδιστή. Η εκδίκηση, όμως, μπαίνει στο μυαλό όλων.
Λαμία! Θα μπορούσε να είναι άλλη πόλη; Θα ήταν άλλο έργο! Μια πόλη στη μέση της χώρας, πλούσια και φτωχή μαζί, καλυμμένη από βουνά, δίπλα στη θάλασσα, χωρίς θάλασσα. Χορτάρια ξεφυτρώνουν παντού και η ζέστη είναι ανυπόφορη. Όποιος έχει μείνει καλοκαίρι στην πόλη, θα καταλάβει την ταινία λίγο παραπάνω. Ένας παράνομος έρωτας που προσπαθεί να κρυφτεί σε ένα μέρος όπου όλοι γνωρίζονται.
Ο υπόκοσμος που ελέγχει πορνεία, νυχτομάγαζα και καφετέριες βρίσκεται παντού. Βιλίτσες στα ψηλά της Λαμίας ή έξω από την πόλη προς την Αγριλιά, τη Ροδίτσα ή την Ανθήλη. Δυστοπικά νεκροταφεία στο πουθενά, νταμάρια και συνεργεία. Όταν το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ μπει στη μέση, οι αντίπαλοι θα κοιτάξουν να “φάνε” ή πιο σωστά “να μετακομίσουν” ο ένας τον άλλο, με τσιράκια και εκτελεστές να μπαίνουν δυναμικά στο παιχνίδι.
Ατελείωτοι καφέδες και αλκοόλ, τριμμένα μπλουζάκια και όπλα. Ασύλληπτη ποικιλία από βρισιές, τόσο πλούσια όσο η γλώσσα μας και τόσο χυδαία όσο ο υπόκοσμος. Το σοκ είναι λιγότερο απ’ ό,τι σε άλλες ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, αλλά το χιούμορ της βωμολοχίας και το πάθος της έρχεται λυτρωτικό σε κάθε σκηνή.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει ότι η αναλογία χιούμορ-ζόφου είναι υπέρ του πρώτου, κάτι που διαπιστώνει κανείς σε όλη την ταινία. Όπως όταν ο “Κωστάρας” ζητάει “ψαλίδι” στην προστασία που του παρέχουν οι άνθρωποι της νύχτας.
Όταν οι μανάδες, Βασιλική Καλλιμάνη και Σοφία Κουνιά, γίνονται έξαλλες με τους γιους τους και θαρρείς ότι βγήκαν από το σύμπαν του Scorsese στο Casino. Αλλά και όταν τα μικρά και τόσο ελληνικά κολλήματα των πρωταγωνιστών μας έκαναν να γελάσουμε, σε μια θεραπευτική στιγμή του ελληνικού σινεμά.
Παρακολουθήσαμε σε μια οθόνη, σε ένα προφανώς καλλιτεχνικό, άρα και υπερβολικό σχήμα, τις παθογένειες της χώρας, τους παλικαρισμούς, το μαύρο χρήμα, τα ναρκωτικά και τα πιο λούμπεν μπουζούκια που υπάρχουν, όπως το “Live Stage Crocodilos”, με τον ασύλληπτο Γιώργο Γιαννόπουλο στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή.
Να σημειώσουμε ότι οι δύο μοχθηρές μητέρες -το πρόσωπο και το βλέμμα της Σοφίας Κουνιά σε στοιχειώνει- δεν είχαν πριν την ταινία αυτή καμία σχέση με την υποκριτική. Εδώ να πω ότι το ίδιο μοτίβο με ερασιτέχνες ηθοποιούς ακολουθούσε και ο Σταύρος Τσιώλης, ενώ ο Οικονομίδης αποτίει φόρο τιμής στον μοναδικό σκηνοθέτη που έφυγε πριν ένα χρόνο, βάζοντας τη Βίκυ Παπαδοπούλου, την Όλγα του έργου, να παρακολουθεί τον “Έρωτα στη Χουρμαδιά” σε μια από τις σκηνές.
Η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι το μήλον της έριδος… OK είναι και το 1 εκατομμύριο στη μέση, αλλά σε αντίθεση με όλους τους πρωταγωνιστές, διατηρεί μια καθαρότητα στην όψη, μια ηρεμία που λειτουργεί πολύ ωραία σε αντιδιαστολή με τη βία του έργου.
Ο παρατημένος σύζυγος Γιάννης Τσορτέκης, βγαλμένος από ταινία του Fatuh Akim -προσωπικά μου θύμισε τον ηθοποιό Birol Ünel- είναι εντυπωσιακά πονεμένος και αδύναμος. Ο Πέτρος Ζερβός, όπως πάντα σκληρός, κανονίζει τις “μετακομίσεις” στον κάτω κόσμο, ενώ τόσο ο Στάθης “Γλαρος” Σταμουλακάτος, όσο και ο Βασίλης Μπισμπίκης, που από το θέατρο και το επιτυχημένο “Άνθρωποι και Ποντίκια” μεταμορφώνεται άψογα στην περσόνα του Μάνου Ζαφειρόπουλου, του macho άντρα και πρώην τραγουδιστή που άφησε πίσω την επιτυχία για να γίνει αφεντικό στο σκυλάδικο, μας χαρίζουν δυνατές ερμηνείες.
Ακόμα και οι δευτεραγωνιστές προσθέτουν όμως το δικό τους λιθαράκι, ώστε να χτιστεί το συγκεκριμένο σύμπαν. Οι δίδυμοι Δημήτρης και Λάζαρος Μαυρίδης, ο “Σάκης” με τη BMW LT και η “Άννα”, η γραμματέας Λένα Κιτσοπούλου και όλοι οι υπόλοιποι, συνθέτουν ένα μωσαϊκό ενός σκληρού υπόκοσμου στις παρυφές της κοινωνίας μας.
Καταπληκτική η διεύθυνση φωτογραφίας του Δημήτρη Κατσαΐτη, με τα μελαγχολικά τοπία της Λαμίας, αλλά και τα σκηνικά της Ιουλίας Σταυρίδου. Το “Live Stage Crocodilos”, με τον κίτρινο φοίνικα και τα κρυμμένα σκουπίδια πίσω από τη ζαρντινιέρα, αλλά και η “εταιρεία SPAL” με το γραφείο του αφεντικού, θα έπρεπε να μείνουν ως μνημεία.
Μπορείτε να δείτε εδώ και το ενδιαφέρον making of της ταινίας και να ακούσετε εδώ τη διασκευή στο θέμα του Καραγκιόζη από τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, από τις Τρύπες.
Θα την ξαναδώ και περιμένω την επόμενη με ανυπομονησία!