Το Καραγατσέικο μας υποδέχεται σύσσωμο στο θέατρο Πορεία. Ακόμα κι αν τα περισσότερα μέλη του δεν είναι πια εν ζωή, δεν εισπράττεις ως θεατής την αίσθηση της απουσίας τους, ειδικά όταν επί σκηνής εμφανίζεται ο σωσίας του Καραγάτση! Το Ευχαριστημένο ή Μαρίνα ή Μανιώ αφηγείται τη συμβίωση με δικούς της ανθρώπους, τοποθετώντας τη σε μια παρατακτική αφήγηση, στέρεα δομημένη και παράλληλα αυθόρμητη και ονειρώδη.
Η θεατρική απόδοση του έργου της Μαρίνας Καραγάτση, κατά την οποία κοινοποιούνται οι καθημερινές οικογενειακές καταστάσεις και φωτίζονται τα προσωπικά πάθη, τα χαρίσματα και τα ελαττώματα των μελών της οικογένειάς της, έχει εξ αρχής ένα βαθμό δυσκολίας, που έγκειται αφενός στην αναπαράσταση της πληθωρικής προσωπικότητας του Καραγάτση, αφετέρου στην προβολή των μύχιων σκέψεων και συναισθημάτων της Μαρίνας που συμπρωταγωνιστεί. Επί σκηνής μνημονεύονται πρόσωπα και καταστάσεις, μέσα από ειλικρινείς απολογητικούς και αλληλοσυγχωρητικούς διαλόγους, που χρωματίζονται από λεπτές επιστρώσεις ευαισθησίας, κατανόησης και αγάπης.
Αν και το έργο συγγραφικά και δραματουργικά δεν εστιάζει στο πρόσωπο του πολυγραφότατου συγγραφέα της γενιάς του ’30, Καραγάτση, αλλά κυρίως στις σχέσεις που διαμορφώθηκαν μεταξύ των μελών της οικογένειας του, αναπόφευκτα επικεντρώνεσαι στην πολυσχιδή και χειμαρρώδη προσωπικότητα του. Χωρίς να αμφισβητείται σε καμία περίπτωση το πηγαίο ταλέντο του και να μειώνεται η συγγραφική του αξία, ο Καραγάτσης αποδομείται ως πατέρας από την κόρη του και μεγεθύνεται, διαλογικά και σκηνογραφικά, ο αυταρχικός και εγωιστικός χαρακτήρας του (αποκαλείται “τέρας εγωισμού”).
Η Μαρίνα ως παρουσία είναι διακριτική, πανταχού παρούσα και μολονότι δεν θέτει τον εαυτό της στο επίκεντρο της ιστορίας, προβάλλει εμμέσως πλην σαφώς τα συναισθήματά της. Ως δίχτυ ασφαλείας του οίκου της και των συναισθημάτων της χρησιμοποιεί τις άλλοτε έντονες και άλλοτε ξέθωρες αναμνήσεις της, που παίρνουν τη μορφή της λευκής ημιδιάφανης κουρτίνας που περικλείει τη σκηνική παρουσία των απόντων πρωταγωνιστών.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Τάρλοου -εγγονού του Καραγάτση και γιου της Μαρίνας- δεν ασκεί κριτική στα πρόσωπα στρογγυλεύοντας τις οικογενειακές γωνίες, ούτε προβάλλει τo συναισθηματικό του κόσμο στους σκηνικούς διαλόγους, αλλά αφήνει τα συναισθήματα να δημιουργηθούν από το κοινό. Ακολουθώντας τα χνάρια της μνήμης, επικεντρώνεται στην ποιοτική σκηνική παρουσίαση των συγγενών του και στην ηχηρή μετάδοση των ιστοριών που τους συνδέουν.
Από τα highlight της παράστασης είναι η τελευταία παραδεισένια σκηνή, όπου, πατώντας πάνω στις σκηνικές οδηγίες του Ευχαριστημένου, ο Τάρλοου δημιουργεί ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, απολογητικού και εξαγνιστικού χαρακτήρα, επιβεβαιώνοντας ότι οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου.
Η επιλογή του καστ αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα από τα ατού της παράστασης, ξεκινώντας από τον Χρήστο Μαλάκη που είναι φύσει Καραγατσικός και αποδίδει με αφοπλιστική φυσικότητα το attitude του ρόλου του. Η Ειρήνη Δράκου είναι η διακριτική και συγκαταβατική καλλιτέχνης Νίκη Καραγάτση και η Σμαράγδα Σμυρναίου ισορροπεί ερμηνευτικά στο ρόλο της γιαγιάς Μίνας, της αρχόντισσας της Άνδρου. Στο ρόλο της Λασκαρώς η Καίτη Μανωλιδάκη είναι απολαυστική, ανθρώπινη και συγκινητική, ειδικά στο μονόλογο στον οποίο μοιράζεται την πρόωρη ενηλικίωσή της. Η Σίσσυ Τουμάση είναι ένα ευαίσθητο, αέρινο Ευχαριστημένο, που καθιστά ταυτόχρονα ορατή και αόρατη την παρουσία της, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν.
Συνοψίζοντας, το Ευχαριστημένο, ως μια αμιγώς οικογενειακή υπόθεση, απευθύνεται στους λάτρεις, και όχι μόνο, των αυτοβιογραφικών στοιχείων, επιτρέποντάς τους να αποκτήσουν προσωπική άποψη για τα εν οίκω του συγγραφέα και να κατανοήσουν ότι στη ζωή δεν υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο χρώμα αλλά και το γκρι.