Στην επέτειο του ενός έτους από την εκλογική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα όσα μεσολάβησαν στη χρονιά που μας πέρασε θα ήταν αδύνατο να τα έχει προβλέψει κανείς. Οι εξελίξεις ήταν πυκνές, διαμορφώνουν δε ένα διαφορετικό σκηνικό απ’ αυτό της 7ης Ιουλίου του 2019.
Πού μας βρίσκει λοιπόν η 7η Ιουλίου του 2020; Σε πολιτικό επίπεδο, τα πράγματα μοιάζουν αρκετά ξεκάθαρα. Οι συσχετισμοί δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα έχουν αλλάξει, τόσο διακομματικά όσο και ενδοκομματικά, κάτι που αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Διακομματικά, η περιδίνηση του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται, δίνοντας την αίσθηση ότι, προς το παρόν, αντίπαλο δέος δεν υφίσταται στην αντιπολίτευση. Ο Αλέξης Τσίπρας, παρά τις αναταράξεις που έχουν προκαλέσει οι διαδοχικές πρόσφατες αποκαλύψεις, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος του κόμματός του, όμως καμιά κυριαρχία δεν είναι αδιάβλητη σε αρνητικές ειδήσεις για πάντα.
Όσο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η αποδοχή της πολιτικής του από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, η αίσθηση επιτυχούς διαχείρισης δύο μεγάλων κρίσεων -πανδημία και Έβρος- τον καθιστούν σαφώς και ουσιαστικά ισχυρότερο απ’ ό,τι ήταν πέρσι τέτοια εποχή, τόσο στο ίδιο του το κόμμα, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Μια ακόμα παρατήρηση: η οικονομία, το κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε όλες τις πρόσφατες κυβερνήσεις, στην αρχή της θητείας της τωρινής κυβέρνησης έμοιαζε να φεύγει για λίγο απ’ το προσκήνιο. Επανήλθε, όμως, ως το μόνο και το μείζων, αυτό που στοιχηματίζω ότι θα κρίνει τα πολιτικά πράγματα κατά τα επόμενα χρόνια.
Είναι καλό το να επιστρέφει η οικονομία στο επίκεντρο εν μέσω άλλης μιας κρίσης; Με δεδομένο το “ξεκλείδωμα” ευρωπαϊκών πόρων που φαίνεται ότι επισπεύδει η πανδημία, υπάρχουν τεράστιες ευκαιρίες για τη χώρα μας στον ορίζοντα που δεν υπήρχαν πέρσι. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η οικονομία είναι προνομιακό πεδίο για τον πρωθυπουργό, σε αντίθεση με μια επικαιρότητα την οποία θα μονοπωλούσε π.χ. το μεταναστευτικό, η διαχείριση του οποίου έχει κατά καιρούς προκαλέσει εσωκομματικούς τριγμούς.
Πέρσι, το στοίχημα για την οικονομία ήταν ένας συνδυασμός μείωσης φορολογίας και μεταρρυθμίσεων να προκαλέσει την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Το κρίσιμο στοίχημα τώρα, αν θεωρήσουμε ότι αυτά τα ευρωπαϊκά χρήματα θα έρθουν, είναι το αν θα καταφέρει να τα απορροφήσει η ελληνική οικονομία.
Από εκεί προκύπτει κατά τη γνώμη μου και το μεγάλο ερώτημα της επόμενης περιόδου για τον Κυριάκο Μητσοτάκη: αν αυτό το μάννα εξ ουρανού θα το αξιοποιήσει ως μεταρρυθμιστής ή ως διαχειριστής. Αν θα συνδυάσει την απορρόφηση με μεταρρυθμίσεις και με τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων ή αν απλώς θα ξοδέψει, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι προκατοχοί του.
Νοσταλγοί των προηγούμενων δεκαετιών στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί. Τότε που τα ευρωπαϊκά κονδύλια ξοδεύτηκαν ξανά και ξανά χωρίς οικονομική αποτελεσματικότητα. Στην Ελλάδα του 2020, όμως, μπορούμε πια να ελπίζουμε σε κάτι καλύτερο.