Είναι Κυριακή 16 Μαρτίου, τελευταία ημέρα του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, και προσπαθώ, υπερβαίνοντας το ήπιο χανγκόβερ από το χθεσινό βράδυ, να απαντήσω στην ερώτηση της Μαρίας: «Τι από όσα είδες σου άρεσε πιο πολύ;».
Οι τελευταίες 10 μέρες περνάνε αστραπιαία μπροστά από τα μάτια μου: οι γενναίες Ισλανδές που «πάγωσαν» τη χώρα τους για μία ολόκληρη μέρα απαιτώντας ίσα δικαιώματα, οι μυστήριοι τύποι στο Σικάγο των 80s που ακούγοντας disco έφτιαξαν τη house, οι χιλιάδες άνθρωποι που επιλέγουν να ζουν υπογείως το Λας Βέγκας, οι δισεκατομμυριούχοι που χρηματοδοτούν ακροδεξιές οργανώσεις, η Κινέζα που αναλαμβάνει να εξυγιάνει συζυγικές σχέσεις εκδιώκοντας ερωμένες και λοιπούς πειρασμούς, η Γιουγκοσλάβα πρόσφυγας που ένιωθε «εκτός έδρας» στην Ολλανδία ακόμη και έπειτα από 40 χρόνια, η ιδιοφυΐα του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το συντριπτικό χιούμορ της Noam Shuster Eliassi (που δικαίως κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο της φετινής διοργάνωσης).
Το πρόγραμμα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης δημοσιεύτηκε στο τέλος μιας εβδομάδας (ή ενός μήνα ή ενός χρόνου, ποιος μετράει;) που η επικαιρότητα στην Ελλάδα και στον κόσμο ήταν καταιγιστική. Ωραία, σκέφτηκα, ίσως το φεστιβάλ είναι ο τρόπος να την αποφύγω για λίγο. Ή το αντίθετο. Τα 261 ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους που προβλήθηκαν σε κινηματογραφικές αίθουσες και online μέσω της πλατφόρμας του φεστιβάλ περιγράφουν και σχολιάζουν, άλλες φορές οξύτερα άλλες διακριτικότερα, τα ερωτήματα, τους φόβους, τις απειλές, τις απολαύσεις, τις νίκες και τις ήττες της εποχής μας.
Η δύναμη του ντοκιμαντέρ, δηλαδή, είναι ταυτόχρονα ό,τι το καθιστά «αντιεμπορικό»: η αφοσίωσή του στην αποτύπωση της πραγματικότητας, με νηφαλιότητα και ειλικρίνεια.
Παρά τη διάδοσή του τα τελευταία χρόνια, είναι πολλοί ακόμη εκείνοι που ακούγοντας τη λέξη «ντοκιμαντέρ» σκέφτονται λιοντάρια ή ασπρόμαυρα πλάνα αρχείου. Κάθε άλλο. Η ευκολία στη χρήση των μέσων καταγραφής, η πρόσβαση στην παγκόσμια πληροφορία και το διαρκώς αυξανόμενο αίτημα για αλήθεια γίνονται εργαλεία στα χέρια επαγγελματιών ή ερασιτεχνών κινηματογραφιστών.
Η δύναμη του ντοκιμαντέρ, δηλαδή, είναι ταυτόχρονα ό,τι το καθιστά «αντιεμπορικό»: η αφοσίωσή του στην αποτύπωση της πραγματικότητας, με νηφαλιότητα και ειλικρίνεια. Τη στιγμή που η εμπιστοσύνη στην εικόνα και την είδηση μοιάζει να έχει διαταραχθεί ανεπιστρεπτί, γεγονός που με τη σειρά του προκαλεί κόπωση και άρνηση για ενημέρωση, τα ντοκιμαντέρ με γενναιότητα επιμένουν να αφαιρούν εφέ, φίλτρα, κραυγές και αχρείαστους συναισθηματισμούς και να παρουσιάζουν τα γεγονότα όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, χωρίς σκοπό να καθοδηγήσουν ή να προβοκάρουν. Μία δοκιμή θα σας πείσει.
Ειδικότερα για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, μπορεί να του λείπουν οι πολυφωτογραφημένοι καλεσμένοι και η ευρεία δημοσιογραφική κάλυψη που χαίρει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όμως έχει πια κερδίσει επάξια την αμέριστη αγάπη όσων κάποια στιγμή του έδωσαν λίγο από τον χρόνο τους.
Διαβάστε επίσης στην αθηΝΕΑ:
Η Τεχνητή Νοημοσύνη στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ